ΟΙ ΤΕΛΩΝΕΣ – ΣΥΚΟΦΑΝΤΩ & ΔΙΑΣΕΙΩ
THE PUBLICANS – FORCE SOMEONE TO PAY & SHAKEDOWN
Θεσσαλονίκη 23-9-2016
Εδώ θα διαπραγματευτούμε 2 λέξεις τις οποίες ο Σιαμάκης ερμηνεύει λανθασμένα. Το νόημά τους αφορά την συμπεριφορά των τελωνών και στρατιωτών κατά την εποχή της Κ. Διαθήκης, γι αυτό και θα δώσουμε και λίγες εξηγήσεις για τους τελώνες, για τους οποίους πάλι ο Σιαμάκης συμπεραίνει λάθος. Τα δικά μας συμπεράσματα δεν αλλάζουν ριζικά το νόημα που δίνει ο Σιαμάκης και οι διαφορές έγκειται σε λεπτομέρειες, αλλά εμείς διαλέγουμε την ερμηνεία κι ερμηνευτική αρχή του Χρυσοστόμου, κι έτσι οι μικρές αυτές διαφορές καθίστανται εντονότερες. Εκείνο όμως που θέλουμε εδώ κυρίως να φανεί, είναι η τάση του για «πρωτοτυπία» με την οποία ξεκίνησε ως φιλόλογος και μετά θέλησε μ’ αυτήν την τάση να χειρίζεται ως θεολόγος την ερμηνεία της Γραφής. Και η τάση του αυτή εννοείται ότι είχε ιδιοτελή κίνητρα, γι αυτό και τον καταδεικνύουν από τότε εντελώς ακατάλληλο για την ερμηνεία της Γραφής.
Δεν μπορώ να μιλήσω εδώ ακόμα για την φιλοδοξία του και την μανία του για αυτοπροβολή, διότι τα βιβλία απ’ τα οποία παίρνω τις παρούσες ερμηνείες του, είναι εκδιδόμενα με τ’ όνομα του Σάκκου. Για την φιλοδοξία και μανία αυτοπροβολής θα μιλήσω και μιλάω, όταν εξετάζω τα βιβλία που φέρουν τ’ όνομά του, και κυρίως τις Μελέτες του, όπου μας φανερώνει την μεγάλη σε μέγεθος κακία και απάτη του. Κακία που περιγράφεται με τις ύβρεις, την ειρωνεία και την περιφρόνηση που δείχνει σε ανθρώπους, και απάτη για τα ψεύδη που χρησιμοποιεί στ’ όνομα της επιστήμης και των κειμένων. Το επιπλέον γεγονός ότι χρησιμοποιεί και τα 2 στ’ όνομα του Χριστού, αυτό τον κάνει φυσικά και μέγα αιρετικό και αντίχριστο.
ΟΙ ΤΕΛΩΝΕΣ
THE PUBLICANS
Τελωνία ήταν η είσπραξη των φόρων, και τελώνες ήταν οι εισπράκτορες. Η τελωνία στην αρχαιότητα γίνονταν με την δημοπρασία των φόρων ανά πόλη ή περιοχή – κάθε χρόνο συνήθως – και ήταν πλειοδοσία, που κατακυρώνονταν στους τελώνες που έδιναν την μεγαλύτερη προσφορά. Κατόπιν ο πλειοδότης τελώνης ή εταιρεία τελωνών, πλήρωνε το ποσό στον βασιλιά ή ρωμαίο επίτροπο της περιοχής, ή παρείχε εγγυήσεις για την πληρωμή, και ξεκινούσε το έργο του. Στην ουσία δηλαδή, το κράτος για να μην επιβαρύνεται με την είσπραξη και συλλογή των φόρων, ανέθετε αυτήν την δουλειά σε ιδιώτες εργολάβους όπως θα λέγαμε σήμερα, που ήταν οι τελώνες.
Παρόλο που το κράτος είχε την δυνατότητα να ελέγξει το ποσό του φόρου που αναλογεί σε κάθε πολίτη, είναι ευνόητο ότι το επάγγελμα των τελωνών ήταν γεμάτο από διαφθορά και εκμετάλλευση εις βάρος του λαού, αφού καταχρώμενοι την εξουσία εισέπρατταν συχνά επιπλέον φόρο απ’ τον νόμιμο. Ο υπολογισμός του φόρου γινόταν όπως και σήμερα, δηλ. βάσει της περιουσίας και των εισοδημάτων των πολιτών, και λέγονταν απογραφές. Οι απογραφές όμως δεν γίνονταν κάθε χρόνο όπως θα έπρεπε, λόγω της επίπονης και μακράς διαδικασίας που απαιτούνταν χωρίς τα σημερινά μέσα της μηχανοργάνωσης.
Στα χρόνια του Χριστού οι απογραφές γίνονταν κάθε 15 χρόνια. Αυτό όμως είναι ένα μεγάλο διάστημα και ήταν πολύ πιθανό, τα εισοδήματα των πολιτών ν’ άλλαζαν μέσα σ’ αυτό. Κάποιες χρονιές τα έσοδα πολλών πολιτών ήταν χαμηλότερα από τα προβλεπόμενα όπως συμβαίνει και σήμερα στα ελεύθερα επαγγέλματα και μάλιστα σε περιόδους κρίσης που επαναλαμβάνονται. Έτσι στην ουσία, ο φορολογικός νόμος ήταν πολλές φορές άδικος για τον απλό λαό.
Συχνά οι τελώνες ήταν εκμεταλλευτές και άπληστοι, αλλ’ ακόμα κι αν βρισκόταν ένας τίμιος τελώνης που θεωρούνταν σπάνιος, μπορούσε ν’ αδικήσει έναν πολίτη και να εισπράξει το προβλεπόμενο ποσό που ήταν δίκαιο μεν γι αυτόν και σύμφωνο με τον νόμο, άδικο όμως για τον πολίτη που δεν είχε βγάλει αρκετό εισόδημα εκείνη την χρονιά. Για τους πολίτες δηλαδή, ήταν δυνατόν να αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες και φτώχεια, για τους τελώνες όμως όχι, διότι πάντα κέρδιζαν. Και για να περιορίσουν το τίμιο κέρδος τους, έπρεπε σε κάποιες περιπτώσεις να μην εισπράττουν ή να εισπράττουν λιγότερο απ’ τον προβλεπόμενο φόρο, κάτι που δεν το έκανε κανείς πριν το κήρυγμα του Χριστού. Έτσι, ακόμα και οι τίμιοι τελώνες επειδή εφάρμοζαν τον άδικο φορολογικό νόμο, αντιμετωπίζονταν σαν άδικοι και αυτοί. Και το επάγγελμά τους θεωρούνταν απ’ όλους, εξ ορισμού άτιμο.
Το παραπάνω συμπέρασμα που είναι απλό για να το βγάλει κάποιος με το δεδομένο της 15ετίας που έπρεπε να περάσει για την επόμενη απογραφή, ο Σιαμάκης δεν το ‘πιασε. Παρόλο που ο ίδιος ανάμεσα σε πολλές παραπομπές φέρνει και 2 περικοπές του Χρυσοστόμου, του μεγάλου αυτού ερμηνευτή και πατέρα της εκκλησίας, όπου φαίνεται καθαρά ότι το κέρδος των τελωνών και μόνο που γίνεται εις βάρος των κόπων και της οικονομίας των πολιτών χωρίς να εξετάζουν αν πολίτης βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια, είναι άδικο και άρα ληστρικό, παρόλο που είναι νόμιμο. Παραθέτω αυτές τις περικοπές του Χρυσοστόμου:
«Τι γαρ τελώνου χείρον, ειπέ μοι. Των αλλοτρίων συμφορών εστι πραγματευτής, των αλλοτρίων πόνων συμμεριστής. Και τον μεν κάματον ουκ επιβλέπει, το δε κέρδος συμμερίζεται. Ώστε εσχάτη αμαρτία τελώνου. Ουδέν γαρ άλλον εστί τελώνης, ή πεπαρρησιασμένη βία, έννομος αμαρτία, ευπρόσωπος πλεονεξία. Τι γαρ χείρον τελώνου του καθεζόμενου κατά την οδόν και αλλοτρίων κόπων τους καρπούς τρυγώντος; Και ότε μεν οι κάματοι, ουδεμίαν αυτώ φροντίς, ότε δε το κέρδος, εξ ών ουκ έκαμε την μερίδα λαμβάνει.». Ομιλία Περί Μετανοίας.
«Τελώνης και βλάσφημος τα ακροθίνια της πονηρίας. τί γαρ εστι τελώνιον; αρπαγή έννομος, βία πεπαρρησιασμένη, αδικία νόμον έχουσα συνήγορον. Ληστών χαλεπώτερος ο τελώνης. τί δε έστι τελώνιον; βία νόμω εις συνηγορίαν προβαλλόμενη, τον ιατρόν έχουσα δήμιον. συνήκατε ό είπον; Οι νόμοι ιατροί εισιν, έπειτα και δήμιοι γίνονται. Ου γαρ λύουσι το έλκος, αλλά αύξουσι. τί εστι τελώνης; αναίσχυντος αμαρτία, αρπαγή πρόφασιν ουκ έχουσα, ληστείας χαλεπώτερον. Ο ληστής καν αισχύνεται κλέπτων. Ούτος δε παρρησιάζεται αρπάζων.», Ομιλία Εις την Επίλυσιν της Χαναναίας.
Βλέπουμε τον Χρυσόστομο ότι δεν κάνει λόγο για παράνομους κι επιπλέον φόρους, αλλά γι αυτήν καθαυτήν την ιδιότητα του επαγγέλματος, και χαρακτηρίζει την τελωνία «έννομο αμαρτία» ή «έννομο αρπαγή». Και μάλιστα στην 2η περιγράφει τον νόμο που συνηγορεί στον τελώνη, ως δήμιο, ενώ έπρεπε να είναι ιατρός. Κι έτσι, αφού τον υποστηρίζει ο νόμος, ο τελώνης καταντάει αναίσχυντος και χειρότερος κι απ’ τον ληστή. Να λοιπόν που έγκειται η ατιμία και ανηθικότητα των τελωνών. Στο ότι εξασκώντας τίμια το επάγγελμά τους, δεν τους ενδιαφέρει αν ο πολίτης έχει ή δεν έχει να πληρώσει, αλλά εκείνοι πρέπει να πάρουν το μερίδιο που τους δίνει ο νόμος. Ο Σιαμάκης που παραπέμπει στις παραπάνω περικοπές του Χρυσοστόμου, αρνήθηκε να τις δώσει σημασία.
Εκείνο λοιπόν που ενδιαφέρει τον χριστιανό μελετητή του ευαγγελίου να καταλάβει, είναι γιατί όλοι ανεξαιρέτως και εξ ορισμού, οι τελώνες χαρακτηρίζονταν άτιμοι και άδικοι και άρπαγες, τόσο απ’ την θρησκευτική ηγεσία των εβραίων (φαρισαίων, γραμματέων, αρχιερέων), όσο κι απ’ τον λαό. Και μάλιστα σε τέτοιο σημείο που και ο ίδιος ο Χριστός στην αρχή του κηρύγματός του, τους φέρνει σαν παράδειγμα προς περιφρόνηση:
«ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι;», Μθ 5,46.
«ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης», Μθ 18,17.
Γιατί λοιπόν όλοι οι τελώνες θεωρούνταν έτσι;
Στην ερώτηση αυτή ο Σιαμάκης απαντάει έμμεσα και λανθασμένα βαπτίζοντας όλους τους τελώνες παράνομους, δηλ. ήταν όλοι κακοί και καταχραστές, που παρέβαιναν τον νόμο εισπράττοντας επιπλέον φόρο απ’ το νόμιμο. Γι αυτό και γράφει :
«Συμπαθής λοιπόν ο τελώνης ως άνθρωπος, ακατάκριτον κατ’ αρχήν το επάγγελμα αυτού, κατακριτέα δε μόνη η κατάχρησις και η κακία», Οι Τελώναι (1968), σελ.148.
Αποδεικνύεται όμως, ότι ούτε ο Ζακχαίος ήταν κακός και καταχραστής κι εκμεταλλευτής (θα το δούμε πιο κάτω αναλυτικά), ούτε φυσικά ο Ματθαίος ήταν, αφού παράτησε αμέσως το τελώνιο και ακολούθησε τον Χριστό στην κλήση που του απεύθυνε, πράγμα που δείχνει άνθρωπο με καλή και προπαρασκευασμένη ηθική. Ήταν απλώς και οι 2 τίμιοι τελώνες με την αδικία που συνεπάγεται η εφαρμογή του άδικου φορολογικού νόμου, όπως είδαμε.
Ο Χρυσόστομος παραλληλίζει τον τελώνη Ματθαίο με τον απόστολο Παύλο λέγοντας :
«Οι διδάσκαλοι υμών από αμαρτίας έλαμπον προ τούτου, αλλ’ ύστερον έλαμψον από δικαιοσύνης, τελώνης και βλάσφημος, τα ακροθίνια της πονηρίας», Ομιλία εις την Επίλυσιν της Χαναναίας.
Όπως σωστά τους παραλληλίζει ο Χρυσόστομος, οι Ματθαίος και Παύλος είχαν ένα κοινό σημείο στον πρότερο βίο τους: κάνανε αυτό που κάνανε και πίστευαν ότι ήταν σωστό. Ο Ματθαίος σαν τελώνης εφάρμοζε τον νόμο του κράτους αδιαφορώντας για τον νόμο του Θεού που μιλούσε για το δίκιο του φτωχού, και ο Παύλος εφάρμοζε τον μωσαϊκό νόμο που μιλούσε για τιμωρία και θάνατο των απίστων ιουδαίων, παραβλέποντας τις προφητείες για τον Χριστό και τον χριστιανισμό.
ΣΥΚΟΦΑΝΤΩ ΚΑΙ ΔΙΑΣΕΙΩ
FORCE SOMEONE TO PAY & SHAKEDOWN
Αυτές τις 2 λέξεις που υπάρχουν σε 2 χωρία της Κ. Διαθήκης, ερμηνεύει ο Σιαμάκης στο βιβλίο του Οι Τελώναι, και επαναλαμβάνει την ερμηνεία στο Περί της Μεταφράσεως της Κ. Διαθήκης, σελ. 36-40. Και τα 2 αυτά βιβλία φέρουν τ’ όνομα του Σάκκου.
Τα χωρία είναι :
«Μηδένα συκοφαντήσητε μηδὲ διασείσητε, καὶ ἀρκεῖσθε τοῖς ὀψωνίοις ὑμῶν», Λκ 3,14. Αυτήν την φράση την λέει ο Ιωάννης ο Βαπτιστής στους στρατιώτες που ήρθαν για να βαπτιστούν, σαν απάντηση στην ερώτησή τους : «Καὶ ἡμεῖς τί ποιήσωμεν;».
«Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν», Λκ 19,8. Την φράση αυτή την λέει ο μετανοημένος αρχιτελώνης Ζακχαίος.
Σημειώνουμε εδώ ότι τα παραπάνω χωρία είναι και τα μόνα στην Κ. Διαθήκη όπου συναντώνται αυτές οι 2 λέξεις.
Εξηγώντας την ερμηνεία του ο Σιαμάκης, γράφει στους Τελώνες σελ. 108, για τον φόρο παραχειμασίας, και ότι οι στρατιώτες εισέπρατταν παράνομα τέτοιο φόρο απ’ τους πολίτες ή τους φόρου υποτελείς λαούς, με την επίκληση ανύπαρκτων νόμων ή με απειλές και βία, και υποστηρίζει ότι αυτή η κατάχρηση εξουσίας των στρατιωτών περιγράφεται με το ρήμα συκοφαντώ. Για την παραχειμασία των στρατιωτών και την πλήρη εκμετάλλευση που κάνουν αυτοί σε κατακτημένο έδαφος, δεν έχω καμιά αμφιβολία, διότι μόνο την κατοχή της Ελλάδας απ’ τα γερμανικά στρατεύματα το 1941, και την πείνα που έφερε αυτή να σκεφτεί κάποιος, αφού όλο το δημόσιο χρήμα και το σημαντικότερο ποσοστό των αγροτικών παραγωγών κατάσχονταν απ’ το γερμανικό στράτευμα, είναι αρκετό για να καταλάβει αυτήν την υπόθεση.
Έτσι στις σελίδες 108-109 ερμηνεύει τα 2 αυτά χωρία της Κ. Διαθήκης που αναφέρουν το συκοφαντώ υποστηρίζοντας ότι μιλάνε για φόρο που είναι παράνομος δηλ. μη προβλεπόμενος. Το ίδιο ερμηνεύει και στο διασείω με την έννοια του «ξετινάζω κάποιον φορολογικά αλλά παράνομα, δηλ. επικαλούμενος ανύπαρκτους νόμους». Και επαναλαμβάνει την ερμηνεία του αυτή στο Περί της Μεταφράσεως της Κ. Διαθήκης σελ. 36-40.
Και στους μεν Τελώνες γράφει ο Σιαμάκης :
«Ότι δε διάσεισις και συκοφαντία, προκειμένου περί εισπράξεων γινομένων υπό τελωνών ή στρατιωτών, είναι εν και ταυτόν, φαίνεται ου μόνον εκ των άνω, αλλά και εκ της συνεκφοράς των 2 τούτων όρων στους παπύρους …», σελ. 109, και αναφέρει 3 περιπτώσεις παπύρων όπου οι 2 λέξεις βρίσκονται μαζί.
Στο δε Περί της Μεταφράσεως της Κ. Διαθήκης γράφει :
«Ενώ το θεωρητικόν μέρος, δηλαδή η χρήσις ανυπάρκτου νόμου, λέγεται συκοφαντία, το πρακτικό μέρος, δηλ. η βιαία διαρπαγή είτε κατόπιν συκοφαντίας, είτε άνευ τοιαύτης, λέγεται διασεισμός.», σελ. 30-39.
Βλέπουμε ότι στην 2η ερμηνεία του εμφανίζει κάποια διαφοροποίηση, την οποία θα σχολιάσουμε στην πορεία.
Για το διασείω επίσης γράφει παρακάτω :
«Η έκφρασις διασείω τινά δραχμάς τόσας είναι μεταφορά εκ της συγκομιδής των καρπών των δέντρων. Όταν εις τας κορυφάς των δέντρων απομείνουν μετά την συγκομιδήν ελάχιστοι καρποί, ο δενδροκόμος προκειμένου να περισυλλέξη και αυτούς, δράττεται των κλώνων, και διασείει αυτούς ισχυρώς, ώστε οι καρποί να πέσουν. Διασείω κατά ταύτα εις την οικονομικήν φρασεολογίαν σημαίνει ξετινάζω, αφαιρώ και τας τελευταίας οικονομίας.», σελ. 39. Τα ίδια λέει και στους Τελώνες, σελ. 109. Όμως την έννοια αυτή του διασείω, ο Σιαμάκης την παίρνει από το λεξικό του Ησυχίου, όπου όμως αναγράφεται στο λήμμα σείω, - λήμμα διασείω δεν έχει. Το λεξικό του Ησυχίου υπάρχει ολόκληρο στο διαδίκτυο: Γλώσσαι - Βικιθήκη (wikisource.org) . Επιπλέον ο Ησύχιος αναγράφει σαν ταυτόσημο ρήμα το συκοφαντώ. Παραπομπές ή πώς βρήκε τις έννοιες αυτές και τις πέρασε στο λεξικό του, ο Ησύχιος δεν αναφέρει.
Και o Σιαμάκης καταλήγει στην ερμηνεία του χωρίου με τους στρατιώτες:
«Κανέναν να μην φορολογήσετε παρανόμως και βιαίως.».
Και η ερμηνεία του στο χωρίο του αρχιτελώνη Ζακχαίου είναι:
«Αν έλαβον παρά τινος παράνομον φόρον, του τον επιστρέφω τετραπλάσιον.».
Ο Σιαμάκης για το συκοφαντώ φέρνει 2 παραπομπές.
Μια του Λυσία (Κατά Ευάνδρου, 24) όπου δεν αναφέρονται τελώνες και φόροι:
«Ἔπειτα ὅτι παρὰ τῶν αἰχμαλώτων, οὕς αὐτὸς ἀπώλεσε, 30 μνᾶς (1 μνα = 100 αττικές δραχμές) ἐσυκοφάντησε οὐ φάσκων αὐτὸς λύσασθε, εἰ μὴ τοῦτο αὐτῶ παρὰ σφῶν αὐτῶν παρήσχοιεν».
Ο Λυσίας αναφέρεται σε κάποιον που είχε αιχμαλώτους, και για δικό του ατομικό συμφέρον, τους συκοφάντησε 30 μνας προκειμένου να τους ελευθερώσει.
Και μια ενός παπύρου όπου μιλάει για τελώνες που επιχείρησαν να συκοφαντήσουν κάποιους.
Επίσης φέρνει άλλες 3 παραπομπές από παπύρους, όπου συναντώνται μαζί τα συκοφαντώ - διασείω ή τα παράγωγά τους συκοφαντία - διασεισμός. Και βγάζει έτσι το συμπέρασμα ότι πρόκειται για ταυτόσημες έννοιες, (Τελώναι, σελ. 109). Όμως στις τελευταίες 3 παραπομπές των παπύρων, λόγω φθοράς δεν φαίνονται ποιος ή ποιοι διαπράττουν τα αδικήματα της συκοφαντίας και του διασεισμού – αν δηλαδή είναι τελώνες –, ούτε μπορεί να φανεί κάποιο άλλο στοιχείο για τις έννοιες της συκοφαντίας και του διασεισμού. Αυτές τις 3 παραπομπές θα τις σχολιάσουμε ξανά πιο κάτω.
Στο λεξικό Lidell-Scott η λέξη συκοφαντώ, εκτός από την κύρια σημασία που είναι γνωστή και σήμερα, δηλ. «κατηγορώ ψευδώς κάποιον», έχει και την σημασία «λαμβάνω χρήματα με ψευδείς κατηγορίες» που την βγάζει από την παραπομπή του Λυσία που φέρνει κι ο Σιαμάκης, και μια ακόμα σημασία που το λεξικό χωρίς να την αναγράφει, αφήνει να φανεί από 2 παραπομπές του Αριστοφάνη (Ιππής, 259 και 437). Η 1η είναι στο λήμμα συκοφαντέω, και δείχνει χρηματική εκμετάλλευση ανθρώπων, και η 2η είναι στο λήμμα συκοφαντία, και δείχνει κλοπή χρημάτων. Ψάχνοντας τις 2 παραπομπές στο Ιππής, βρήκα ότι στην πρώτη δεν αναφέρεται το ρήμα συκοφαντώ παρόλο που μπορεί να εννοείται, ενώ στην δεύτερη αναφέρεται η λέξη συκοφαντία. Κι έτσι για σιγουριά, αποκλείουμε την 1η. Παραθέτω αυτήν που μένει, για να φανεί η σχέση συκοφαντίας-ληστείας.
«ου τοι μὰ τὴν Δήμητρα καταπροίξει τάλαντα πολλὰ κλέψας Ἀθηναίων.
ἄθρει καὶ τοῦ ποδὸς παρίει· ὡς οὗτος ἤδη καικίας καὶ συκοφαντίας πνεῖ.
Ο Αριστοφάνης δείχνει ότι η κλοπή χρημάτων (ταλάντων) είναι κακία (καικία) και συκοφαντία, λέγοντας μεταφορικά ότι τέτοιος άνεμος πνέει.
Επιπλέον στην παραπομπή του Λυσία όπως είδαμε δεν φαίνονται οι ψευδείς κατηγορίες που υπάρχουν στην διαχρονική σημασία του συκοφαντώ, αλλά φαίνεται καθαρά ο εκβιασμός που ασκεί στους αιχμαλώτους του ο ιδιώτης εκείνος – ή αν ήταν στρατιωτικός, όμως ενεργούσε για το ιδιωτικό συμφέρον του – προκειμένου να τους ελευθερώσει.
Έτσι τελικά έχουμε 3 παραπομπές για τα συκοφαντώ-συκοφαντία με την έννοια της εξαναγκαστικής ή εκβιαστικής χρηματικής εκμετάλλευσης (αρπαγής): 1 του Λυσία χωρίς τελώνες, 1 παπύρου με τελώνες, και 1 του Αριστοφάνη χωρίς τελώνες. Την τελευταία αγνοεί ο Σιαμάκης που παριστάνει τον ειδικό που ξεψαχνίζει τ’ αρχαία κείμενα, ενώ δεν κοιτάζει καθόλου το λεξικό Lidell-Scott που έχει δίπλα του.
Ο Σιαμάκης λοιπόν για να πρωτοτυπήσει στην ερμηνεία, λαμβάνει υπ’ όψη του ουσιαστικά μόνο την 1 παραπομπή που μιλάει για τελώνες, ενώ παραβλέπει 3 πράγματα :
1) Αυτοί που έκαναν κατάχρηση εξουσίας στην αρχαιότητα, δεν ήταν μόνο τελώνες και στρατιώτες – ή όπως θα λέγαμε σήμερα εφοριακοί και αστυνομικοί –, αλλά και ο κάθε ένας που είχε εξουσία πάνω σε κάποιους ανθρώπους είτε ήταν ιδιώτης (όπως εκείνος που ζητούσε εκβιαστικά 30 μνας από τους αιχμαλώτους του στην παραπομπή του Λυσία, αλλά ο Σιαμάκης θέλει ν’ απορρίπτει αυτήν την παραπομπή που την φέρνει ο ίδιος), είτε ήταν δημόσιο πρόσωπο, όπως ισχύει και σήμερα άλλωστε. Κι εδώ ας θυμηθούμε την υστερόβουλη κράτηση του απ. Παύλου από τον ρωμαίο ηγεμόνα Φήλικα, ο οποίος κρατούσε επίτηδες επί 2 χρόνια τον απόστολο στην φυλακή επειδή ήλπιζε ότι ίσως να του αποσπάσει χρήματα προκειμένου να τον ελευθερώσει, όπως μας πληροφορεί ο Λουκάς στις Πράξεις: «ἅμα δὲ καὶ ἐλπίζων ὅτι χρήματα δοθήσεται αὐτῷ ὑπὸ τοῦ Παύλου ὅπως λύσῃ αὐτὸν· διὸ καὶ πυκνότερον αὐτὸν μεταπεμπόμενος ὡμίλει αὐτῷ. Διετίας δὲ πληρωθείσης ἔλαβε διάδοχον ὁ Φῆλιξ, Πόρκιον Φῆστον, …», Πρξ 24,26-27. Κι εδώ είναι καθαρή κατάχρηση εξουσίας για εκμετάλλευση και πορισμό χρήματος.
2) Το γεγονός ότι η κύρια σημασία του συκοφαντώ από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας φτάνει αναλλοίωτη και σημαίνει «κατηγορώ ψευδώς κάποιον». Και μάλιστα ο Σιαμάκης ήταν εκείνος που μια ζωή μας έλεγε, ότι όταν μια λέξη έχει την ίδια έννοια σε 2 διαφορετικές εποχές, τότε συνεχίζει να την έχει και ανάμεσα στις 2 εποχές. Και όλοι καταλαβαίνουμε πως είναι σωστό. Τώρα πώς άλλαξε ξαφνικά, και ερμήνευσε την λέξη αλλιώς; Και δεν σκέφτηκε αυτός σαν φιλόλογος, ότι αν υπάρχει κι άλλη σημασία του συκοφαντώ, αυτή πρέπει να συνδέεται και να βγαίνει απ’ την διαχρονική σημασία του.
3) Την αρχή του μεγάλου ερμηνευτή Χρυσοστόμου : «Η Γραφή ερμηνεύεται δια της Γραφής.».
Έτσι δεν εξέτασε καθόλου την σημασία του ρήματος στην Παλαιά Διαθήκη όπου συναντάται 14 φορές. Και στις 14 αυτές αναφορές είναι φανερή η διαχρονική σημασία του συκοφαντώ = κατηγορώ κάποιον ψευδώς, αλλά επιπλέον στις 7 απ’ αυτές δηλ. στις μισές αφήνεται να φανεί ένα επιπλέον νόημα που συνοδεύει την συγκεκριμένη συκοφαντία.
Για να δείξουμε το επιπλέον αυτό νόημα παραθέτουμε τα χωρία :
«κρινεῖ τοὺς πτωχοὺς τοῦ λαοῦ καὶ σώσει τοὺς υἱοὺς τῶν πενήτων καὶ ταπεινώσει συκοφάντην», Ψα 71,4.
«ὁ συκοφαντῶν πένητα παροξύνει τὸν ποιήσαντα αὐτόν, ὁ δὲ τιμῶν αὐτὸν ἐλεεῖ πτωχόν.», Πρμ 14,31.
«ὁ συκοφαντῶν πένητα πολλὰ ποιεῖ τὰ ἑαυτοῦ· δίδωσι δὲ πλουσίῳ ἐπ᾿ ἐλλάσσονι.», Πρμ 22,16.
«ἀνδρεῖος ἐν ἀσεβείαις συκοφαντεῖ πτωχούς.», Πρμ 28,3.
«Εὰν συκοφαντίαν πένητος καὶ ἁρπαγὴν κρίματος καὶ δικαιοσύνης ἴδῃς ἐν χώρᾳ, μὴ θαυμάσῃς ἐπὶ τῷ πράγματι,», Εκ 5,7.
Βλέπουμε στα παραπάνω χωρία, να συκοφαντείται ο πτωχός. Αν τώρα προσέξουμε και τα παρακάτω 2 χωρία,
βασιλεὺς ἐνδεὴς προσόδων μέγας συκοφάντης» (ενδεής προσόδων = έχοντας δημόσιο χρηματικό έλλειμμα, λεξικό Lidell-Scott), Πρμ 28,16.
καὶ οἶνον ἐκ συκοφαντιῶν ἔπινον ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ αὐτῶν», Αμ 2,8.
θα δούμε ότι η συκοφαντία συνδέεται με χρήματα (πρόσοδοι) με τα οποία μάλιστα μπορεί ν’ αγοράσει κάποιος κρασί για να γλεντοκοπάει.
Κάθε συκοφαντία είναι το ίδιο κακή είτε γίνεται εις βάρος των φτωχών, είτε των πλουσίων, είναι όμως πολύ χειρότερη όταν γίνεται εις βάρος των φτωχών με σκοπό την αρπαγή χρημάτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων. Διότι ο φτωχός έχει λίγα, κι αν τον συκοφαντούν για να του πάρουν και αυτά, τότε πώς θα ζήσει ; Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι οι τέτοιοι συκοφάντες, είναι οι χειρότεροι ασεβείς (ανδρείοι στην ασέβεια) κατά το Πρμ 28,3, και εξοργίζουν (παροξύνουν) τον Θεό κατά το Πρμ 14,31, ακριβώς γιατί κάνουν την συκοφαντία τους για να ληστέψουν τους φτωχούς και ανυπεράσπιστους σε συνεννόηση με την διεφθαρμένη δικαιοσύνη (δικαστές) σύμφωνα με το Εκ 5,7 (ἁρπαγὴν κρίματος καὶ δικαιοσύνης), που συμβαίνει σ’ εποχές αδικίας και διαφθοράς. Κι έτσι ο φτωχός δεν μπορεί να βρει το δίκιο του, και υποκύπτει στον εξαναγκασμό να δώσει τα λεφτά του ή τα υπάρχοντά του. Εξαναγκασμός και εκβιασμός απάνθρωπος και νόμιμος. Αυτό σημαίνει η συκοφαντία στα παραπάνω χωρία. Η τέτοια «νόμιμη» εκμετάλλευση των φτωχών, των χηρών και των ορφανών, και γενικά των ανυπεράσπιστων και δύστυχων ανθρώπων, είναι μια συχνή εικόνα στην Π. Διαθήκη και ιδιαίτερα στους προφήτες, με την οργή του Κυρίου ν’ ανάβει άγρια, και να προειδοποιεί για μεγάλη τιμωρία.
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για την οργή αυτή του Κυρίου αποτελεί ο ψαλμός 81, απ’ τον οποίο θα παραθέσω 4 στίχους για να φανούν τα παραπάνω περί δικαστικής διαφθοράς και αδικίας:
« 2 ἕως πότε κρίνετε ἀδικίαν καὶ πρόσωπα ἁμαρτωλῶν λαμβάνετε; 3 κρίνατε ὀρφανῷ καὶ πτωχῷ, ταπεινὸν καὶ πένητα δικαιώσατε· 4 ἐξέλεσθε πένητα καὶ πτωχόν, ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλοῦ ρύσασθε αὐτόν. 5 οὐκ ἔγνωσαν οὐδὲ συνῆκαν, ἐν σκότει διαπορεύονται· σαλευθήσονται πάντα τὰ θεμέλια τῆς γῆς»
Δίνω την μετάφραση που έτσι κι αλλιώς είναι εύκολη :
«2. Έως πότε θα κρίνετε (δικάζετε) άδικα, και θα προσωποληπτείτε υπέρ των αμαρτωλών; 3. Βγάλτε δίκαια κρίση για τον ορφανό και τον δυστυχή, δικαιώστε τον άσημο και τον φτωχό. 4. Ελευθερώστε τον φτωχό και τον δυστυχή, από τα χέρια του αμαρτωλού γλιτώστε τον. 5. (Αλλά) δεν γνώρισαν ούτε κατάλαβαν (το δίκαιο), στο σκοτάδι πορεύονται. (Γι αυτό) θα σαλευτούν όλα τα θεμέλια της γης.».
Είναι ευνόητο νομίζω ότι οι λέξεις, κρίνετε, κρίνατε, δικαιώσατε, ἐξέλεσθε, ρύσασθε, απευθύνονται στους δικαστές και κριτές που έχουν την εξουσία να δικαιώσουν και να γλιτώσουν έτσι τον φτωχό απ’ το άδικο. Ο Κύριος μπροστά στην κατάφωρη αυτή αδικία, την συκοφαντία σε ανυπεράσπιστους και κατατρεγμένους με την ανοχή των διεφθαρμένων δικαστών, απειλεί με την φοβέρα ότι θα ταρακουνήσει όλη την γη απ’ τα θεμέλιά της. Η συκοφαντία μπορεί να μην αναφέρεται σαν λέξη, αλλά σαν νόημα εννοείται καθαρά, αφού μιλάει για ελευθερία και γλιτωμό του φτωχού από τα χέρια του αμαρτωλού, και διατάζει δικαία κρίση των δικαστών χωρίς προσωποληψία.
Έτσι, ενώ ξέραμε ότι η συκοφαντία μπορεί να γίνει για διάφορους λόγους, σε πολλές περιπτώσεις της Π. Διαθήκης συνοδεύεται μ’ εξαναγκασμό για απόδοση χρήματος ή άλλων αγαθών ή και περιουσιακών στοιχείων, κι έτσι καταντάει ληστεία που όμως γίνεται με πονηριά και νόμιμο εκβιασμό. Επίσης είναι συχνό φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, μια λέξη εκτός από το κύριο νόημά της, να παίρνει κι άλλα νοήματα λόγω συγγένειας των εννοιών. Έτσι και το συκοφαντώ εκτός από την κύρια και διαχρονική σημασία του, πήρε και την έννοια του άδικου εξαναγκασμού και εκβιασμού. Σημειωτέον εδώ ότι η έννοια του εκβιασμού δεν αποδίδεται στην αρχαία ελληνική με το εκβιάζω, διότι στ’ αρχαία εκβιάζω σημαίνει «εκβάλω δια της βίας, διώχνω» (λεξικό Lidell-Scott). Και δεν υπάρχει άλλο ρήμα στην αρχαία ελληνική που να έχει την σημερινή του εκβιάζω.
Ερχόμαστε τώρα στους τελώνες. Αυτοί λόγω της ιδιότητας που απέρρεε απ’ το επάγγελμά τους, έτειναν προς την εκμετάλλευση των πολιτών κάνοντας κατάχρηση εξουσίας και εισπράττοντας παράνομα πολλές φορές, παραπάνω χρήματα απ’ τα διατεταγμένα – όπως τους αποτρέπει απ’ αυτό ο Ιωάννης Βαπτιστής, Λκ 3,13. Αυτό βέβαια το γράφει και ο Σιαμάκης στους Τελώνες. Το λάθος του Σιαμάκη όμως είναι αλλού.
Ο Ζακχαίος απ’ ότι φαίνεται, δεν ανήκε στους εκμεταλλευτές τελώνες, γι αυτό και λέει «εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα» = «αν υπήρξε κάποιος που συκοφάντησα». Αν λοιπόν ο Ζακχαίος ήταν εκμεταλλευτής εκ συστήματος, δεν θα έλεγε έτσι, διότι θα θυμόταν καλά πολλές περιπτώσεις πολιτών που εκμεταλλεύτηκε, και δεν θα χρησιμοποιούσε το ει=αν. Η δε ειλικρινής του μετάνοια φαίνεται απ’ το ότι κατάλαβε (ήρθε σε συναίσθηση) ότι το επάγγελμά του είναι κακό, αφού αν και νόμιμα, όμως επιβαρύνει άδικα τους πολίτες για να κερδίζει αυτός, γι αυτό και δίνει από μόνος του την μισή του περιουσία στους φτωχούς. Και μάλιστα αυτό το λέει και πρώτο. Επομένως το ἐσυκοφάντησα του Ζακχαίου δεν αναφέρεται στον παράνομο φόρο, αλλά στον εξαναγκασμό του νόμιμου φόρου.
Έτσι η ερμηνεία στο χωρίο του Ζακχαίου γίνεται:
«Αν εξανάγκασα κάποιον να πληρώσει τον νόμιμο φόρο (ενώ δεν είχε αρκετά χρήματα γι αυτό) θα του τον αποδώσω τετραπλό.». Κι εννοείται φυσικά ότι δεν θα ξαναεισέπραττε φόρο από κάποιον που δεν είχε να τον πληρώσει.
Για το διασείω ο Σιαμάκης φέρνει 5 παραπομπές. Οι 2 είναι εκ των Βασιλικών (60, 24, 1-2), όπου όμως δεν μιλάνε για τελώνες ή στρατιώτες, ούτε για φόρους, και οι άλλες 3 είναι από παπύρους όπου, η 1 μιλάει για διασεισμό πολιτών από στρατιώτη, και οι άλλες 2 μιλάνε για διασεισμό από τελώνη. Θα παραθέσω γιατί θεωρώ ουσιώδεις, τις παραπομπές των Βασιλικών, την 1 ενός παπύρου, και τις 3 παραπομπές παπύρων όπου συναντώνται μαζί οι έννοιες των συκοφαντώ-διασείω, και για τις οποίες κάναμε λόγο στην αρχή. Τα βάζω με την σειρά που είναι καλύτερη για τον συμπερασμό του αναγνώστη.
Παραθέτω πρώτα την μία παραπομπή του παπύρου, όπου μιλάει για κάποιον τελώνη ονόματι Απολλοφάνη για τον οποίο παραπονιέται το θύμα στον στρατηγό της πόλης του, και ζητάει πίσω τα χρήματα που του αφήρεσε ο τελώνης άδικα.
«Ἀπολλοφάνης γενόμενος πράκτωρ … πολλῆ βία χρώμενος, ἀφήρπασεν ὅν ἤμην ἐνδεδυμένος χιτῶνα λινοῦν ἄξιον δραχμῶν ὀκτὼ, καὶ διέσεισὲν μὲ ἄλλας δραχμὰς τέσσαρες, καὶ απὸ μηνὸς Νέου Σεβαστοῦ … ἔως Φαρμούθι, μηνῶν ἕξ, κατὰ μήνα δραχμᾶς δύο. Αἱ συναγόμεναι δραχμαὶ κδ΄ (= 24) … διὸ ἀξιῶ διαλαβεῖν κατ’ αὐτοῦ, ὡς ἐὰν σοι φαίνηται.».
Βλέπουμε ότι το θύμα μιλάει για διασεισμό δραχμών τεσσάρων, και άλλων δώδεκα που αναλογούν 2 για κάθε μήνα από τους 6 μήνες που αναφέρει, δηλ. από τον μήνα Νέο Σεβαστό έως και τον μήνα Φαρμούθι. Σύνολο διασεισμού δραχμές 16. Αν συνυπολογίσουμε και την αξία του χιτώνα που τον άρπαξε με το ζόρι ο τελώνης (εδώ τον ονομάζει πράκτωρ), το σύνολο της εκβιαστικής αυτής τελωνίας η οποία ήταν κατ’ ουσία ληστεία, ανέρχεται όπως λέει στις 24 δραχμές. Γι αυτό και το θύμα ζητάει το δίκιο του. Αυτό όμως που φαίνεται και μας ενδιαφέρει εδώ, είναι ότι ο διασεισμός γίνεται για συγκεκριμένο ποσό (ο τελώνης του ζήτησε 4 δραχμές, και άλλες 2 για κάθε μήνα επί 6 μήνες). Και το θύμα δεν παραπονιέται ότι του τα πήρε όλα, δηλ. ότι είχε και δεν είχε, όπως θα λέγαμε σήμερα. Διότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε το θύμα είναι σίγουρο ότι θα το έλεγε, για να τύχει ευνοϊκότερης κρίσης για την απόδοση του δίκιου του. Απεναντίας κάνει την αναφορά του εξηγώντας αναλυτικά τα ποσά, και δεν φαίνεται εδώ αυτό που διατείνεται με στόμφο ο Σιαμάκης για να πρωτοτυπήσει σαν βιβλικός ερμηνευτής, ότι τα διασείω και διασεισμός έχουν την έννοια του «ξετινάζω κάποιον αφαιρώντας όλες τις οικονομίες του», φέρνοντας και το παράδειγμα του δενδροκόμου που τινάζει τα κλαδιά του δέντρου για να πέσουν και οι τελευταίοι καρποί του.
Παρακάτω βάζω τις 3 παραπομπές παπύρων που φέρνει ο Σιαμάκης, όπου ανευρίσκονται μαζί οι 2 έννοιες των συκοφαντώ-διασείω :
«συκοφαντηθῶμεν διασεισμένοι», «συκοφαντίας τε καὶ διασεισμοῦ χάριν» και «ἐπὶ τῆ πάση συκοφαντία καὶ διασεισμὸ».
Όπως είπαμε λόγω φθοράς των παπύρων εκτός απ’ τις παραπάνω λέξεις δεν μπορεί να φανεί κανένα άλλο στοιχείο για να μας βοηθήσει στην διαλεύκανση των νοημάτων των 2 λέξεων. Ο Σιαμάκης όμως παρασυρμένος από την εύρεση των 2 λέξεων μαζί, και την ταύτιση που κάνει ο Ησύχιος σείω = συκοφαντώ, υιοθετεί το ίδιο συμπέρασμα τουλάχιστον στην αρχή, μετά όμως το αλλάζει.
Τελικά σε ποια έννοια ακριβώς καταλήγει ο Σιαμάκης για το διασείω; Διότι μας έχει μπερδέψει. Το θεωρεί ταυτόσημο με το συκοφαντώ ή όχι; Είναι φανερό ότι ο ίδιος έχει μπερδευτεί, κι ενώ στους Τελώνες (1968) μιλάει για ταυτότητα νοημάτων των 2 λέξεων, έρχεται μετά 2 χρόνια στο Περί της Μεταφράσεως (1970), να καταλαβαίνει ότι υπάρχει διαφορά, αλλά επειδή δεν μπορεί να βγάλει άκρη, σκαρφίζεται εξηγητικά κόλπα περί θεωρητικού και πρακτικού μέρους, όπως είδαμε ότι γράφει.
Κι αν το διασείω είναι ελαφρώς διαφορετικό, εμπεριέχει όμως την έννοια του συκοφαντώ, τότε γιατί ο Ιωάννης Βαπτιστής τονίζει ξεχωριστά τις 2 λέξεις στους στρατιώτες λέγοντας : «ούτε αυτό θα κάνετε, ούτε κι εκείνο»;
Δεν είναι νομίζω δύσκολο να καταλάβει κάποιος ότι, αφού οι 2 λέξεις συναντώνται στους παπύρους μαζί και απανωτά, όπως και στο χωρίο των λόγων του Ιωάννη Βαπτιστή, δείχνει αφ’ ενός μεν ότι η συχνότητα δεν είναι τυχαία και οι λέξεις έχουν νοηματική συγγένεια, αφετέρου η συχνή επανάληψη δεν δικαιολογεί την ταύτιση νοημάτων των 2 λέξεων, και άρα υπάρχει μεταξύ τους μικρή μεν αλλά σαφής νοηματική διαφορά. Αυτό το απλό, ο Σιαμάκης που το 1968 ήταν ήδη επταετής πτυχιούχος φιλόλογος δεν το πρόσεξε.
Παραθέτω τώρα και τις 2 παραπομπές των Βασιλικών που χωρίζονται σε α΄ και β΄:
«α΄. Ἐὰν πλασάμενός τις κέλευσιν ἄρχοντος διασείση τινὰ, καὶ ἀναδίδωσιν ὅπερ ἔλαβε καὶ σωφρονίζεται. β΄. τὸ περὶ τοῦ διασεισμοῦ δικαστήριον οὐκ ἐστί ποινάλιον. Εἰ μέντοι τις ἀπειλήσας ἔγκλημα λάβη χρήματα, ὑπόκειται τῶ Κορνελίω (νόμω) …».
Πριν δούμε τα συμπεράσματα που βγαίνουν απ’ τις παραπομπές των Βασιλικών, είναι σκόπιμο να δούμε την έννοια που δίνει για το διασείω το λεξικό Lidell-Scott. Στο λεξικό η λέξη διασείω έχει εκτός από την κατά λέξη σημασία «σείω βιαίως», έχει και τις σημασίες «φέρω σύγχυση», «εμβάλλω φόβο, φοβίζω», «λαμβάνω χρήματα παρά τινος εκφοβίζων αυτόν» χωρίς αναφορά σε φόρους ή τελώνες ή στρατιώτες. Και στο λήμμα διασεισμός εκτός από την σημασία «βίαιο κούνημα», έχει και την σημασία «κατάχρηση εξουσίας, εκφοβισμός» με παραπομπές σε αιγυπτιακούς παπύρους. Πάλι δεν αναφέρονται φόροι στο λήμμα. Συμφωνούν όμως εδώ το λεξικό κι ο Σιαμάκης για την κατάχρηση εξουσίας.
Βλέποντας τώρα τις παραπομπές των Βασιλικών, φαίνεται καθαρά ότι τα διασείω-διασεισμός, σημαίνουν την απόσπαση χρημάτων από κάποιον, είτε με πλαστή εντολή άρχοντα όπως αναφέρει στην α΄, είτε με απειλή (για έγκλημα) όπως αναφέρει στην β΄. Και στις 2 παραπομπές εμπεριέχεται ο εκφοβισμός, για καταγγελία στην α΄, και για έγκλημα στην β΄, όπως σωστά αναφέρει και το λεξικό. Και είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί η ενέργεια του εκφοβίζω, περιγράφεται με το ρήμα διασείω: διότι το θύμα ταράζεται εσωτερικά, ταρακουνιέται ψυχικά. Και δεν φαίνεται πουθενά η ερμηνεία που δίνει ο Σιαμάκης για το διασείω με την έννοια του σειομένου δέντρου. Είδαμε άλλωστε να την βγάζει απ’ το λεξικό του Ησυχίου το οποίο όμως δεν αναφέρει πού την βρήκε. Προφανώς ήταν συμπέρασμα του λεξικογράφου.
Ερχόμαστε τώρα στους στρατιώτες με τους οποίους συνέβαινε το εξής, που μπορεί εύκολα να το καταλάβει κάποιος. Ο απλός πολίτης όταν αντιμετώπιζε ένα αίτημα στρατιωτών για φαγητό ή ρουχισμό, ή και χρήματα, και μόνο στην θέα μερικών οπλισμένων ανδρών που ήταν μάλιστα και κατακτητές, του δημιουργούνταν ο φόβος, και δεν τολμούσε ν’ αρνηθεί. Δεν χρειαζόταν δηλαδή οι στρατιώτες να δείξουν φοβέρα ή βία όπως διατείνεται ο Σιαμάκης για την έννοια του διασείω. Ήταν κάτι που απέρρεε από την ίδια την ιδιότητα κι εμφάνισή τους. Και για την συκοφαντία που ασκούσαν οι στρατιώτες, δεν χρειαζόταν να επικαλεστούν ανύπαρκτους νόμους όπως πάλι λέει ο Σιαμάκης, αφού σημαίνει τον εξαναγκασμό ή εκβιασμό όπως δείξαμε, και γίνονταν κάποιες φορές από στρατιώτες που έτειναν σ’ αυτού του είδους την εκμετάλλευση λόγω κατάχρησης εξουσίας.
Γι αυτό και στο εξεταζόμενο χωρίο για τους στρατιώτες, ο Ιωάννης Βαπτιστής τους αποτρέπει πρώτα απ’ το βαρύτερο έγκλημα, «μηδένα συκοφαντήσετε» και εννοεί «δεν θα εκβιάσετε κανένα για χρήματα», και μετά τους αποτρέπει κι απ’ το ελαφρύτερο που απέρρεε απ’ την ιδιότητα και εμφάνιση των στρατιωτών να εμπνέουν φόβητρο, «μηδέ διασείσητε» που σημαίνει «ούτε απλώς θα ζητήσετε χρήματα επειδή είστε στρατιώτες κι ο λαός σας φοβάται».
Επίσης καθαρότερα διακρίνεται τώρα και ή μικρή αλλά σαφής διαφορά των λέξεων συκοφαντώ-διασείω στις εκφράσεις όπου ανευρίσκονται μαζί :
«συκοφαντηθῶμεν διασεισμένοι» = εξαναγκαζόμαστε να πληρώσουμε εκφοβισμένοι,
«ἐπὶ τῆ πάση συκοφαντία καὶ διασεισμὸ» = για κάθε πληρωμή χρημάτων εξαιτίας εκβιασμού και εκφοβισμού.
Ανακεφαλαιώνοντας τα παραπάνω, είδαμε ότι ο Σιαμάκης απορρίπτοντας τις παραπομπές του Λυσία και των Βασιλικών που δεν μιλάνε για φόρους ή τελώνες, επιμένει να λέει ότι οι λέξεις συκοφαντώ και διασείω λέγονται μόνο για παράνομους φόρους που εισπράττονται από τελώνες ή στρατιώτες. Κατά τα άλλα κατηγορούσε πάντα τους άλλους ερμηνευτές επειδή όπως έλεγε: «δεν μπορούν να ερμηνεύσουν σωστά επειδή δεν είναι φιλόλογοι σαν αυτόν.»!
Τον συμβουλεύουμε να κοιτάξει το σημερινό του κατάντημα και να μετανοήσει. Διότι πέρα απ’ την αλαζονική του συμπεριφορά προς την Βίβλο, και από την ώρα που τον ξεσκέπασα, αυτόν τον υπερήφανο και καταφρονητή και βλάσφημο αιρετικό, μ’ έχει συκοφαντήσει σε πολλούς ανθρώπους, ακόμα και σε αγαπημένα μου πρόσωπα, με συκοφαντίες απίστευτες, ο μέγας συκοφάντης Κωνσταντίνος Σιαμάκης. Τον συμβουλεύω λοιπόν να μετανοήσει, γιατί αλλιώς δεν θα ξεφύγει την οργή του Θεού.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Βλέπουμε τον Ιωάννη Βαπτιστή να λέει στους τελώνες : «Μηδὲν πλέον παρὰ τὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε», Λκ 3,13, που σημαίνει όπως είδαμε «δεν θα εισπράξετε φόρους πέρα από τους προβλεπόμενους στη νομοθεσία.».
Βλέπουμε ότι ο Βαπτιστής δεν προτρέπει ούτε για δωρεά χρημάτων, ούτε για μερική ή καθόλου είσπραξη φόρων ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των πολιτών. Τα τελευταία όμως είναι αυτά που θέλει ο Χριστός, ως ανώτερα στοιχεία της νομιμότητας, δηλ. θέλει να δείξουμε επιπλέον την φιλανθρωπία, ακόμη κι αν αυτή μας στοιχίσει την μισή μας περιουσία, και αυτό αποτελεί προϋπόθεση σωτηρίας που την έδειξε ο Ζακχαίος όπως είδαμε. Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα: Γιατί η απάντηση του Ιωάννη φαίνεται να είναι διαφορετική απ’ τα λόγια του Χριστού;
Απάντηση. Δεν υπάρχει καμία διαφορά, αν σκεφτούμε ότι ο Ιωάννης απαντάει στους τελώνες που ήρθαν σ’ αυτόν, σαν εκπρόσωποι ενός επαγγέλματος που έχει την τάση και την ροπή προς την εκμετάλλευση των πολιτών. Και η εκμετάλλευση αυτή όπως είδαμε, γινόταν με την είσπραξη επιπλέον φόρου απ’ τον κανονικό. Την ίδια αντιμετώπιση δείχνει και προς τους στρατιώτες. Διότι και το επάγγελμα των στρατιωτών είχε την τάση και την ροπή προς την εκμετάλλευση των πολιτών, αφού έφεραν οπλισμό και εξουσία. Τα εγκλήματα λοιπόν που απορρέουν από τα 2 αυτά επαγγέλματα, πατάσσει αρχικά ο Βαπτιστής. Κατόπιν όμως θα κάνει λόγο σε όλο τον όχλο, και θα μιλήσει για τα επιπλέον προσόντα που πρέπει να δείξει κάποιος σε όποιο επάγγελμα κι αν ανήκει :
«Καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ ὄχλοι λέγοντες· Τί οὖν ποιήσωμεν; 11 ἀποκριθεὶς δὲ λέγει αὐτοῖς· Ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι, καὶ ὁ ἔχων βρώματα ὁμοίως ποιείτω.», Λκ 3,10-11.
Με τα παραπάνω λόγια που απευθύνονται σε όλους, άρα και στους τελώνες και στους στρατιώτες, ο Ιωάννης Βαπτιστής προχωράει πιο πέρα απ’ την εφαρμογή της τιμιότητας και την κατάργηση της διαφθοράς και κατάχρησης – αυτό άλλωστε αποτελούσε και την διδασκαλία της Π. Διαθήκης –, και δείχνει τον ακόμα πιο ανώτερο δρόμο, αυτόν της αγάπης και φιλανθρωπίας, ευθυγραμμίζοντας την διδασκαλία του με την διδασκαλία του Κυρίου του Ιησού Χριστού. Και υπήρξαν πολλοί τελώνες που τήρησαν την διδασκαλία του Βαπτιστή όπως ο Ζακχαίος, ακολουθώντας ύστερα τον Χριστό, όπως και ο ίδιος ο Κύριος παραδέχεται:
« καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν Θεόν, βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα Ἰωάννου·», Λκ 7,29.
«ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ·», Μθ 21,32.