ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟΝ (ΜΕΡΟΣ B΄) – OI ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (1ο)

log fence during golden hour
log fence during golden hour
THE BOOK “PEDALION” (“STEERING WHEEL”, PART ΙΙ) – THE APOSTOLIC CANONS (1st)

Θεσσαλονίκη 5-11-2016 (πρώτη δημοσίευση) 8-10-2021 (νέα δημοσίευση με προσθήκες)

Έκανα αυτήν την έρευνα γιατί έχω να λογαριαστώ με τον αντίχριστο Κωνσταντίνο Σιαμάκη, ο οποίος ως μεγάλος ειδήμων επί των αρχαίων κειμένων και βιβλικός ερευνητής, έχει αποφανθεί επί των αποστολικών κανόνων με ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Αλλά το πώς σπάει τα μούτρα του μ’ αυτήν την «πρωτοτυπία» του, θα το δούμε στο τέλος. Πρώτα όμως πρέπει να μιλήσουμε για το πρόβλημα που υπάρχει μ’ αυτούς τους λεγόμενους αποστολικούς κανόνες που απαντούν σε κάθε συλλογή κανόνων, και στο Πηδάλιο. Και βάζουμε εδώ την άποψή μας με τ’ απαραίτητα στοιχεία από αρχαίες μαρτυρίες και πηγές.

Οι αποστολικοί λεγόμενοι κανόνες

Το πρόβλημα που υπάρχει μ’ αυτούς τους κανόνες έχει επισημανθεί από πολύ παλιά, και βρίσκεται στην ερώτηση: ποιος τους έγραψε και πότε;

Επειδή ο 29ος κανόνας απ’ αυτούς, τελειώνει με την φράση : «… και εκκοπτέσθω παντάπασι και της κοινωνίας, ως ο Σίμων ο μάγος υπ’ εμού Πέτρου»,

και ο 82ος έχει την φράση «οίος και ο ημέτερος Ονήσιμος εφάνη»,

και ο 85ος έχει στην τελευταία του πρόταση : «Και οι διαταγαί υμίν τοις Επισκόποις δι’ εμού Κλήμεντος …»,

και επειδή υπάρχει μαρτυρία του Ευσεβίου Καισαρείας που θα την εξετάσουμε παρακάτω, και που μιλάει για προέλευση «κανόνων της εκκλησίας» απ’ τον απόστολο Πέτρο, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι εν λόγω κανόνες γράφτηκαν από τους αποστόλους, ή πιο πιθανά από τους μαθητές των αποστόλων – όπως ήταν ο Ονήσιμος μαθητής του Παύλου (Φλμ 10), ή όπως θεωρείται ο Κλήμης επίσκοπος Ρώμης μαθητής των Πέτρου και Παύλου (92-101) –, που τους πήραν απ’ αυτούς ως προφορική παρακαταθήκη, και κάποια στιγμή τους κατέγραψαν. Χρονολογικά δηλαδή, η συγγραφή τους τοποθετείται προς το τέλος του 1ου αιώνα ή στο πρώτο μισό του 2ου αιώνα.

Όμως τέτοιες μαρτυρίες δεν υπάρχουν. Συγκεκριμένα για μεν το Ονήσιμο δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία εκτός αυτής που βρίσκεται στην Επιστολή του Παύλου προς Φιλήμονα, όπου φυσικά δεν γίνεται λόγος για κάποια συγγραφή του σε κάτι που του παράγγειλε ο Παύλος, για δε τον Κλήμη Ρώμης έχουμε αποδείξει ότι στην μόνη γνήσια επιστολή που μας άφησε ο ίδιος (προς Κορινθίους) δεν μαρτυρεί ότι διετέλεσε μαθητής των Πέτρου και Παύλου ή άλλων αποστόλων. Γενικότερα, η παράδοση αυτή που κατάγεται απ’ τον Ειρηναίο είναι λανθασμένη (ίσως εσκεμμένα στην προσπάθειά του να επιχειρηματολογήσει για το αδιάλειπτο του αποστολικού χρίσματος = αποστολική διαδοχή, ενάντια στα γνωστικά συστήματα που αποσπάστηκαν απ’ την εκκλησία και δημιούργησαν δικές τους «εκκλησίες»), όπως έχουμε αποδείξει στην σελίδα μας, ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑ & Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ ΣΙΑΜΑΚΗΣ .

Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, οι αναφορές των ονομάτων του Πέτρου, του Ονήσιμου (ως μαθητής του Παύλου) και του Κλήμη (ως μαθητής των Πέτρου και Παύλου) και μάλιστα σε διαφορετικούς αποστολικούς κανόνες, δείχνουν μόνο το πρόβλημα της άγνωστης ταυτότητας του συγγραφέα ή συντάκτη του σώματος των κανόνων, και την αποτυχημένη προσπάθεια κάποιων άγνωστων «καλοθελητών» χριστιανών να λύσουν το πρόβλημα με πλαστές προσθήκες γνωστών ονομάτων.

Κι έτσι το πρόβλημα παραμένει και γεγονός είναι ότι δεν ανευρίσκονται αποστολικοί κανόνες ή αλλιώς κανόνες των αποστόλων ούτε στον 1ο αιώνα, ούτε στον 2ο, αλλά ούτε και στον 3ο αιώνα. Για την ακρίβεια δεν υπάρχει καμιά αναφορά για προϋπάρχοντες κανόνες της εκκλησίας σε τοπική Σύνοδο και σε Πατέρα της εκκλησίας πριν το 300. Και μάλιστα συμβαίνει και το εξής:

Έχουμε την τοπική Σύνοδο που έγινε στην Καρχηδόνα το 256 επί του επισκόπου της Κυπριανού, με την οποία αποφασίστηκε ο υποχρεωτικός αναβαπτισμός για τους πρώην αιρετικούς. Η σχετική απόφαση στάλθηκε ως επιστολή σε άλλες εκκλησίες και στης Ρώμης, και θεωρήθηκε κανονικό κείμενο (που περάστηκε στις συλλογές κανόνων γι αυτό και βρίσκεται στο Πηδάλιο, ενώ τα πρακτικά της συνόδου περιέχει η έκδοση Γ. Ράλλη και Μ. Ποτλή) όπου επιχειρηματολογείται με πλήθος χωρίων της Αγίας Γραφής, ότι το βάπτισμα των αιρετικών είναι άκυρο. Κι ενώ υπάρχουν οι αποστολικοί κανόνες 46ος, 47ος, και 68ος που σχετίζονται με το ίδιο θέμα και με το ίδιο συμπέρασμα, δεν γίνεται καμιά αναφορά σ’ αυτούς στον κανόνα του Κυπριανού (ας τον πούμε έτσι για συντομία), σαν να μην υπάρχει προηγούμενη λύση. Η απουσία λοιπόν των μαρτυριών εκείνη την εποχή και η επιστολή της συνόδου του Κυπριανού μας δείχνουν ότι οι αποστολικοί κανόνες ήταν άγνωστοι μέχρι τα τέλη περίπου του 3ου αι..

Εδώ λοιπόν θα επιχειρήσουμε μια λύση στο πρόβλημα των κανόνων αυτών, και θα βάλουμε στο τέλος εν συντομία και το πόρισμα της πολύ αξιόλογης έρευνας που έκανε ο Π. Μενεβίσογλου, μητροπολίτης Σουηδίας, η οποία κατά τη γνώμη μας είναι η καλύτερη που έχει γίνει μέχρι σήμερα για το θέμα των αποστολικών λεγόμενων κανόνων.

Παραθέτουμε παρακάτω τις μαρτυρίες που βρήκαμε κατά χρονολογική σειρά.

1η άμεση μαρτυρία. Η αρχαιότερη άμεση μαρτυρία των αποστολικών λεγόμενων κανόνων βρίσκεται στην Α΄ οικουμενική Σύνοδο (325), και συγκεκριμένα στον 15ο κανόνα της που λέει :

«Δια τον πολύ τάραχον και τας στάσεις τας γινομένας, έδοξε παντάπασι περιαιρεθήναι την συνήθειαν, την παρά τον Αποστολικόν Κανόνα ευρεθείσα εν τισί μέρεσιν, ώστε από πόλεως εις πόλιν μη μεταβαίνει, μήτε Επίσκοπον, μήτε Πρεσβύτερον, μήτε Διάκονον. …»

Ο κανόνας αυτός αφορά την αλλαγή έδρας οποιουδήποτε κληρικού και την απαγορεύει, και θεσπίζει άμεση επιστροφή του κληρικού στον τόπο που αυτός χειροτονήθηκε. Έχει το ίδιο περιεχόμενο με τους 14ο και 15ο αποστολικούς, που αναφέρονται στους επισκόπους ο 14ος, και στους υπόλοιπους βαθμούς του κλήρου ο 15ος.

2η άμεση μαρτυρία. Ο 2ος κανόνας της τοπικής εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου (394, υπάρχουν στο Πηδάλιο οι 2 κανόνες της), λέει :

«Ορίζομεν μη χρήναι προς το εξής, μήτε παρά τριών, μήτε παρά δύω, τον υπεύθυνον Επίσκοπον δοκιμαζόμενον καθαιρείσθαι. Αλλά πλείονος Συνόδου ψήφω, και ει δυνατόν πάντων των επαρχιωτών, καθώς και οι Αποστολικοί Κανόνες διωρίσαντο, …»

Ο κανόνας μιλάει για την καθαίρεση επισκόπου που δεν πρέπει να γίνεται μόνο από 2 ή 3 επισκόπους, αλλά από συνοδική (ή και δυνατόν απ’ όλων των επισκόπων της επαρχίας) ψηφοφορία, και αντιστοιχεί στον 74ο αποστολικό κανόνα, τον οποίο επικαλείται όπως βλέπουμε αναφερόμενος σε πληθυντικό αριθμό (Αποστολικοί Κανόνες).

3η άμεση μαρτυρία. Στην Γ΄ οικουμενική Σύνοδο (431) και στον 8ο κανόνα της λέει :

«Πράγμα παρά τους Εκκλησιαστικούς θεσμούς, και τους Κανόνας των Αγίων Αποστόλων καινοτομούμενον, ή μη δε έθος αρχαίον παρηκολούθησεν», ώστε ο επίσκοπος της Αντιόχειας προχώρησε σε χειροτονίες επισκόπων στην Κύπρο, ενώ σύμφωνα με τους «Κανόνας των οσίων Πατέρων και την αρχαίαν συνήθειαν», έπρεπε να χειροτονηθούν από επισκόπους της Κύπρου.

Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί στον 35ο αποστολικό.

Επόμενες άμεσες μαρτυρίες.

Αργότερα έχουμε τις εξής άμεσες αναφορές σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχει ο Νικόδημος Αγιορείτης στα Προλεγόμενα των αποστολικών κανόνων στο Πηδάλιο: Απ’ τον Ιωάννη Σχολαστικό πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (πατριαρχία 565-577) ο οποίος πρώτη φορά αναφέρει τους αποστολικούς κανόνες με τον αριθμό 85, και ακολούθως απ’ τον Ιωάννη Αντιοχέα μοναχό και χρονογράφο του 7ου αιώνα, που κι αυτός δίνει τον αριθμό 85.

Ώσπου φθάνουμε στην Πενθέκτη Σύνοδο (692) που μιλάει κι αυτή για 85 αποστολικούς κανόνες, σύμφωνα με τον 2ο κανόνα της που λέει: “παραδοθέντας ημίν ονόματι των αγίων και ενδόξων Αποστόλων 85 Κανόνας.”

Αργότερα έχουμε κι άλλες αναφορές για τους 85 αποστολικούς κανόνες σύμφωνα και με τα σχόλια του Νικοδήμου στο Πηδάλιο, όπως επίσης μπορεί να υπάρχουν κι άλλες μαρτυρίες που βρίσκονται χρονικά ανάμεσα στην Α΄ οικουμενική και στον Ιωάννη Σχολαστικό, χωρίς όμως τον αριθμό τους. Κι αυτό το τελευταίο το πιστεύω, γιατί αν υπήρχε σ’ αυτό το μεσοδιάστημα μαρτυρία για τον αριθμό τους (85), θα το ήξερε ο Νικόδημος Αγιορείτης ο οποίος μ’ έχει εντυπωσιάσει για την ευρυμάθειά του στα κείμενα των Πατέρων, όπως μπορεί κάποιος να καταλάβει μελετώντας το Πηδάλιο.

Σημειώσαμε επίτηδες την μαρτυρία του αριθμού 85 γιατί όπως θα δείξουμε, οι αποστολικοί κανόνες ανεξαρτήτως του πότε γράφτηκαν, εκφράζουν πολύ τα ήθη της αρχαίας αποστολικής εκκλησίας, αλλά μέσα σ’ αυτούς τους 85 κανόνες υπάρχουν κάποιοι που δεν συμβαδίζουν μ’ αυτά τα ήθη, και γι αυτό θεωρούμε ότι ο αριθμός αυτός δεν ήταν εξαρχής, και ότι κάποιοι κανόνες μπήκαν αργότερα, όπως π.χ. ο 85ος που αναφέρει κατάλογο με τα γνήσια βιβλία της Αγίας Γραφής και ο οποίος έχει σημαντικές διαφορές απ’ τον έγκυρο κατάλογο που δέχεται η Εκκλησία σήμερα. Αλλ’ όλα αυτά θα τα δούμε αναλυτικά, καθώς και ποιοι ήταν αυτοί οι κανόνες που παρεισέφρησαν αργότερα στο 2ο μέρος της έρευνάς μας, στη σελίδα μας, OI ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (2o) .

Αφού είδαμε τις άμεσες μαρτυρίες των αποστολικών κανόνων, ας δούμε τώρα ποια έμμεσα στοιχεία υπάρχουν που να μας βοηθούν σε συμπεράσματα για τυχόν προϋπάρχοντες κανόνες της εκκλησίας.

1ο έμμεσο στοιχείο. Ο Ευσέβιος Καισαρείας (263-340) γράφει στην «Εκκλησιαστική ιστορία» του (μπορείτε να την βρείτε στο ίντερνετ :

http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/history/eysebios_ecclesia_historia.htm )

«καὶ πᾶσαν τὴν ἄλλην τοῦ βίου ἀγωγὴν τὸν Φίλωνα. ὃν καὶ λόγος ἔχει κατὰ Κλαύδιον ἐπὶ τῆς Ῥώμης εἰς ὁμιλίαν ἐλθεῖν Πέτρῳ, τοῖς ἐκεῖσε τότε κηρύττοντι. καὶ οὐκ ἀπεικὸς ἂν εἴη τοῦτό γε, ἐπεὶ καὶ ὅ φαμεν αὐτὸ σύγγραμμα, εἰς ὕστερον καὶ μετὰ χρόνους αὐτῷ πεπονημένον, σαφῶς τοὺς εἰς ἔτι νῦν καὶ εἰς ἡμᾶς πεφυλαγμένους τῆς ἐκκλησίας περιέχει κανόνας·», Βιβλίο Β΄, ΙΖ Οἵα περὶ τῶν κατ᾿ Αἴγυπτον ἀσκητῶν ὁ Φίλων ἱστορεῖ.

Λέει δηλαδή ο Ευσέβιος, ότι ο Φίλων ήρθε σ’ επαφή με τον απ. Πέτρο όταν εκείνος βρισκόταν στην Ρώμη επί Κλαυδίου Καίσαρα για να κηρύξει, και έγραψε σύγγραμμα όχι τότε εξ αντιγραφής, αλλά μετά από χρόνια το εκπόνησε και το οποίο σύγγραμμα αποτελούσε τους κανόνες της εκκλησίας που έχουν οι χριστιανοί φυλαγμένους μέχρι και την εποχή του.

Η πληροφορία αυτή του Ευσεβίου περί συγγράμματος του Φίλωνος για εκκλησιαστικούς κανόνες, είναι πολύ απίθανο να είναι αληθινή, διότι ο Φίλων παρόλο που έγραψε πολλά βιβλία με θέματα και πρόσωπα απ’ την Αγία Γραφή και όλα αλληγορικά, δεν υπήρξε, ούτε βαπτίσθηκε ποτέ χριστιανός. Παρέμεινε εκτός Εκκλησίας, και πέρασε στην ιστορία με τον χαρακτηρισμό ως ο Ιουδαίος θρησκευτικός φιλόσοφος. Επομένως δεν είχε καμιά δουλειά με τα εσωτερικά της Εκκλησίας και με τους όποιους κανόνες της διοικήσεώς της. Την δε ψεύτικη πληροφορία ότι ο Φίλων μίλησε με τον απ. Πέτρο στην Ρώμη, δεν θα την σχολιάσουμε τώρα. Θα πούμε εδώ μόνο, ότι οι απόστολοι δεν έχαναν τον χρόνο τους με φιλόσοφους που δεν έδειχναν διάθεση να βαπτιστούν, κι επίσης ο απ. Παύλος καταδικάζει την φιλοσοφία, και την χαρακτηρίζει «κενή απάτη», Κλ 2,8, αναφερόμενος ειδικά στην φιλοσοφία που περιέχει κάποιου είδους θεό και θρησκεία (Κλ 2,16-23), όπως ακριβώς ήταν η φιλοσοφία του Φίλωνα.

Αυτό όμως που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι η αναφορά του Ευσεβίου σε «κανόνες της εκκλησίας φυλαγμένους μέχρι τώρα (εις έτι νύν) και σε μας», πράγμα που σημαίνει ότι ο ίδιος γνωρίζει καλά τους κανόνες αυτούς, αφού χρημάτισε και επίσκοπος Καισαρείας (314-340). Για να βρούμε ποιο είναι αυτό το «τώρα» της εποχής του Ευσεβίου που συμπίπτει με τον χρόνο συγγραφής της Εκ. Ιστορίας του, και με το δεδομένο ότι εξιστορεί γεγονότα απ’ την αρχή της εκκλησίας μέχρι το 324, δηλαδή ένα έτος πριν την Α΄ οικουμενική Σύνοδο (325), παίρνουμε το άνω χρονολογικό όριο (πριν από) που μας λέει ότι η Εκ. Ιστορία του Ευσεβίου γράφτηκε το αργότερο μέχρι τότε. Έτσι, αν δώσουμε κάποια χρόνια περιθώριο έστω και 20 πριν αρχίσει να την γράφει, τοποθετούμε βαριά βαριά την αρχή αυτή στο ξεκίνημα του 4ου αιώνα, δηλ. γύρω στο 305. Αυτό είναι και το κάτω χρονολογικό όριο (μετά από) ή αλλιώς η αρχαιότερη πιθανή μαρτυρία του Ευσεβίου για «κανόνες της εκκλησίας», που στην εποχή του ως επισκόπου οι κανόνες αυτοί βρίσκονταν σε ισχύ, και που δεν απέχει και πολύ χρονολογικά απ’ την μαρτυρία της Α΄ οικουμενικής Συνόδου το 325.

2ο έμμεσο στοιχείο. Η τοπική Σύνοδος της Αντιόχειας (341) στον 9ο κανόνα έχει την φράση:

«…κατὰ τὸν ἀρχαῖον κρατήσαντα ἐκ τῶν Πατέρων ἡμῶν κανόνα· …Ἕκαστον γὰρ ἐπίσκοπον ἐξουσίαν ἔχειν τῆς ἑαυτοῦ παροικίας, διοικεῖν τε κατὰ τὴν ἑκάστῳ ἐπιβάλλουσαν εὐλάβειαν, … ὡς καὶ χειροτονεῖν πρεσβυτέρους καὶ διακόνους, … περαιτέρω δὲ μηδὲν πράττειν ἐπιχειρεῖν, δίχα τοῦ τῆς μητροπόλεως ἐπισκόπου, μηδὲ αὐτὸν ἄνευ τῆς τῶν λοιπῶν γνώμης.»

Ο κανόνας αυτός είναι ίδιος με τον 34ο αποστολικό.

3ο έμμεσο στοιχείο. Ο Μέγας Αθανάσιος στο έργο του «Απολογητικός κατά Αρειανών» που χρονολογείται μετά το 347 επειδή περιέχει επιστολές της εν Σαρδική τοπικής Συνόδου (347), γράφει:

«ει γαρ και όλως, ως φατε, γέγονέ τι εις αυτούς αμάρτημα, έδει κατά τον εκκλησιαστικόν κανόνα και μη ούτως γεγενήσθαι την κρίσιν.», 35,3.

Μιλάει για επισκόπους και πρεσβυτέρους που εξορίσθηκαν χωρίς να κριθούν με βάση τον εκκλησιαστικό κανόνα.

Στο ίδιο έργο ο Αθανάσιος παραθέτει επιστολή του Αρσενίου επισκόπου της Υψηλιτών πόλεως (Λυκόπολης;) στην Αίγυπτο που λέει:

«προηρημένοι τε τω εκκλησιαστικώ κανόνι κατά τον παλαιό τύπο υποττάσεσθαι,», 69,2.

Βλέπουμε την τήρηση στον εκκλησιαστικό κανόνα που τον ταυτίζει με τον «παλαιό τύπο».

Πάλι ο Μ. Αθανάσιος στο έργο του «Περί των Γεγενημένων παρά των Αρειανών επί Κωνσταντίου», που έστειλε ως εγκύκλιο επιστολή σε όλους τους μοναχούς, και χρονολογείται μετά το 350 αφού αναφέρει τον θάνατο του βασιλιά Κώνστα (350), γράφει:

«ταύτα δε διά τουθ’ ούτως έπραττεν, επεί μήτε εκκλησιαστικώ κανόνι την κατάστασιν είχε, μήτε αποστολική παραδόσει κληθείς ήν επίσκοπος. Αλλ’ εκ παλατίου μετά στρατιωτικής εξουσίας και φαντασίας απέσταλτο, ώσπερ αρχήν κοσμικήν εγκεχειρισμένος.», 14,1.

Αναφέρεται στον αρειανό Γρηγόριο που τοποθετήθηκε με κρατική εντολή και δια της βίας στην επισκοπή της Αλεξάνδρειας, αντικαθιστώντας τον νόμιμο επίσκοπό της Μ. Αθανάσιο. Μάλιστα ο Μ. Αθανάσιος σε άλλο έργο του, την «Εγκύκλιο Επιστολή» του (3,1-4,5), εξιστορεί έκτροπα, βασανισμούς, φυλακίσεις και σφαγές που έγιναν απ’ τον συμπατριώτη του Γρηγορίου και φιλοαρειανό Έπαρχο της Αιγύπτου Φιλάγριο εις βάρος των χριστιανών της Αλεξάνδρειας που δυσανασχετούσαν γι αυτήν την αντικατάσταση του επισκόπου τους. Και χαρακτηρίζει ο άγιος τον λαθρεπιβάτη αυτόν επίσκοπο Γρηγόριο, ως ανδροφόνο, δήμιο, υβριστή, δόλιο, βέβηλο και χριστομάχο, 13,1.

Και παρακάτω πάλι λέει ο Αθανάσιος:

«Πώς δε και προφασιζόμενος φροντίζειν του εκκλησιαστικού κανόνος πάντα παρά τούτον επενόησε πράττειν; Ποίος γαρ κανών από παλατίου πέμπεσθαι τον επίσκοπον; Ή ποίος κανών στρατιώτας επιβαίνειν εκκλησίαις;», 51,2.

Τα ερωτήματα που θέτει ο άγιος δείχνουν ότι ο λαθρεπιβάτης επίσκοπος προφασίζεται ότι τηρεί τον εκκλησιαστικό κανόνα, ενώ στην πραγματικότητα τον παραβαίνει αφού ο κανόνας δεν προβλέπει ούτε εντολές απ’ το παλάτι, ούτε στρατιωτική επέμβαση μέσα σε εκκλησίες.

Από τις παραπάνω αναφορές του Μ. Αθανασίου, είναι άξια προσοχής εκείνη που διακρίνει τον εκκλησιαστικό κανόνα απ’ την αποστολική παράδοση και την οποία εννοεί προφανώς όπως την χαρακτηρίζει ο απ. Παύλος ως παράδοση με μορφή γραπτού ή προφορικού λόγου απ’ τους ίδιους τους αποστόλους, Α΄ Κο 11,2 και Β΄ Θε 2,15.

Αφήσαμε σκόπιμα σαν τελευταίο έμμεσο στοιχείο την πληθώρα στοιχείων που ανευρίσκονται στους κανόνες της Α΄ οικουμενικής Συνόδου, για να δούμε πού οδηγούν αυτά :

2ος. «Ἐπειδὴ πολλά, ἤτοι ὑπὸ ἀνάγκης, ἢ ἄλλως ἐπειγομένων τῶν ἀνθρώπων, ἐγένετο παρὰ τὸν κανόνα τὸν ἐκκλησιαστικόν, … Σαφὲς γὰρ τὸ ἀποστολικὸν γράμμα, τὸ λέγον· Μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ, καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου.», Α΄ Τι 3,6.

Αυτός ο κανόνας έχει το ίδιο περιεχόμενο με τον 80ό αποστολικό.

5ος. «… κρατείτω η γνώμη κατά τον Κανόνα τον διαγορεύοντα (= διακηρύτοντα), …».

Αυτός ο κανόνας αντιστοιχεί στον 32ο αποστολικό.

6ος. «Ἐὰν μέντοι τῇ κοινῇ πάντων ψήφῳ, εὐλόγῳ οὔσῃ, καὶ κατὰ κανόνα ἐκκλησιαστικόν, δύο, ἢ τρεῖς δι᾿ οἰκείαν φιλονεικίαν ἀντιλέγωσι, κρατείτω ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος.»

Αυτός ο κανόνας κάνει σαφή αναφορά στον 34ο αποστολικό που λέει ότι ο επίσκοπος πρέπει να χειροτονείται από 2 ή 3 επισκόπους, και τον τροποποιεί λέγοντας ότι ανώτερη των 2 ή 3 επισκόπων γνώμη που αντιλέγουν στην χειροτονία κάποιου, είναι η ψήφος των περισσοτέρων που τον υπερψηφίζουν.

9ος. Εἴ τινες ἀνεξετάστως προήχθησαν πρεσβύτεροι, ἀνακρινόμενοι ὡμολόγησαν τὰ ἁμαρτήματα αὐτοῖς, καὶ, ὁμολογησάντων αὐτῶν, παρὰ κανόνα κινούμενοι οἱ ἄνθρωποι τοῖς τοιούτοις χεῖρα ἐπιτεθείκασι, τούτους ὁ Κανὼν οὐ προσίεται·».

Αυτός ο κανόνας αντιστοιχεί στον 25ο αποστολικό.

10ος. «Ὅσοι προεχειρίσθησαν τῶν παραπεπτωκότων, κατ᾿ ἄγνοιαν, ἢ καὶ προειδότων τῶν προχειρισαμένων, τοῦτο οὐ προκρίνει τῷ κανόνι τῷ ἐκκλησιαστικῷ· γνωσθέντες γάρ, καθαιροῦνται.».

Αυτός ο κανόνας αντιστοιχεί στον 62ο αποστολικό.

16ος. «Ὅσοι ῥιψοκινδύνως, μήτε τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ πρὸ ὀφθαλμῶν ἔχοντες, μήτε τὸν ἐκκλησιαστικὸν κανόνα εἰδότες, ἀναχωρήσωσι τῆς ἰδίας ἐκκλησίας, πρεσβύτεροι, ἢ διάκονοι, ἢ ὅλως ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενοι, οὗτοι οὐδαμῶς δεκτοὶ ὀφείλουσιν εἶναι ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ·».

Αυτός ο κανόνας αντιστοιχεί στον 15ο αποστολικό.

17ος. «Ἐπειδὴ πολλοὶ ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενοι, τὴν πλεοναξίαν, καὶ τὴν αἰσχροκέρδειαν διώκοντες, ἐπελάθοντο τοῦ θείου γράμματος λέγοντος· Τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ· [Ψα 15,5], … ἢ ὅλως ἕτερόν τι ἐπινοῶν αἰσχροῦ κέρδους ἔνεκα, καθαιρεθήσεται τοῦ κλήρου, καὶ ἀλλότριος τοῦ κανόνος ἔσται.».

Αυτός ο κανόνας αντιστοιχεί στον 44ο αποστολικό.

18ος. «Ἦλθεν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην σύνοδον, ὅτι ἔν τισι τόποις καὶ πόλεσι, τοῖς πρεσβυτέροις τὴν εὐχαριστίαν οἱ διάκονοι διδόασιν· ὅπερ οὔτε ὁ κανών, οὔτε ἡ συνήθεια παρέδωκε, τοὺς ἐξουσίαν μὴ ἔχοντας προσφέρειν, τοῖς προσφέρουσι διδόναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.… παρὰ κανόνα γάρ, καὶ παρὰ τάξιν ἐστὶ τὸ γινόμενον. Εἰ δέ τις μὴ θέλοι πειθαρχεῖν καὶ μετὰ τούτους τοὺς ὅρους, πεπαύσθω τῆς διακονίας..».

19ος. «Περὶ τῶν παυλιανισάντων, εἶτα προσφυγόντων τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, ὅρος ἐκτέθειται ἀναβαπτίζεσθαι αὐτοὺς ἐξάπαντος. Εἰ δέ τινες τῷ παρεληλυθότι χρόνῳ, ἐν τῷ κλήρῳ ἐξητάσθησαν, εἰ μὲν ἄμεμπτοι καὶ ἀνεπίληπτοι φανεῖεν ἀναβαπτισθέντες, χειροτονείσθωσαν ὑπὸ τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπου. Εἰ δὲ ἡ ἀνάκρισις ἀνεπιτηδείους αὐτοὺς εὑρίσκοι, καθαιρεῖσθαι αὐτοὺς προσήκει. Ὡσαύτως δὲ καὶ περὶ τῶν διακονισσῶν, καὶ ὅλως περὶ τῶν ἐν τῷ κλήρῳ ἐξεταζομένων, ὁ αὐτὸς τύπος παραφυλαχθήσεται..».

Αυτός ο κανόνας αντιστοιχεί στον 47ο αποστολικό.

Απ’ τους παραπάνω κανόνες της Α΄ Συνόδου βλέπουμε ότι:

1.                     Γίνεται λόγος για κάποιον εκκλησιαστικό Κανόνα, έτσι στον ενικό, και μάλιστα στους 2ο και 17ο κανόνες, διακρίνεται αυτός ο εκκλησιαστικός Κανόνας από το Αποστολικό ή θείο γράμμα αντίστοιχα που δείχνεται και με αντίστοιχο χωρίο της Γραφής. Όπως ακριβώς τον διέκρινε ο Μ. Αθανάσιος από την αποστολική παράδοση.

2.                     Όλοι οι κανόνες που κάνουν λόγο για εκκλησιαστικό Κανόνα ή απλώς Κανόνα, έχουν τον αντίστοιχό τους αποστολικό.

3.                     Αυτοί που είναι «ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενοι» είναι όλοι όσοι ανήκουν στον κλήρο, και συμπίπτει με την φράση «ἐν τῷ κλήρῳ ἐξεταζομένοι» που φαίνεται στον 19ο κανόνα που παραθέσαμε. Αυτό λέει και ο Νικόδημος στο σχόλιό του στον 16ο κανόνα της Συνόδου:

«Κανονικοί, και εν τω Κανόνι εξεταζόμενοι, ονομάζονται οι κληρικοί, ωσάν οπού και η ζωή αυτών και ο νους, και ο λόγος διεξάγεται, και απευθύνεται κατά τους ιερούς Κανόνας, Αποστολικούς φημί, Συνοδικούς τε και Πατρικούς.»

Βλέπουμε εδώ τον Νικόδημο να προσπαθεί να προσδιορίσει ποιος είναι ο Κανόνας για τον οποίο μιλάει η Α΄ Σύνοδος και που απευθύνεται στους κληρικούς, και κλίνει περισσότερο στους αποστολικούς κανόνες (φημί = λέγω, νομίζω) που τους βάζει πρώτους και ονομαστικά, και μετά βάζει αόριστα τους Συνοδικούς και Πατρικούς.

Κι ενώ η Α΄ Σύνοδος χρησιμοποιεί την παραπάνω φράση για τους κληρικούς, οι αποστολικοί κανόνες όταν μιλάνε για κληρικούς, τους αναφέρουν πάντα ως αυτούς που ανήκουν σε κατάλογο ιερατικό (κανόνες 8ος, 17ος, 18ος, 51ος, 63ος), ή κατάλογο των κληρικών (κανόνες 15ος, 70ός).

Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο εκκλησιαστικός Κανόνας για τον οποίο μιλάει επανειλημμένα η Α΄ οικουμενική Σύνοδος και αφορά τους κληρικούς; Ποιος είναι ο αρχαίος Κανόνας για τον οποίο μιλάει η Σύνοδος της Αντιόχειας, και ποιος είναι ο Κανόνας κατά τον παλαιό τύπο που αναφέρει στην παραπομπή ο Μ. Αθανάσιος;

Και είναι φανερό πλέον ότι αυτός ο εκκλησιαστικός κανόνας δεν προέρχεται απ’ τους αποστόλους αφού διακρίνεται απ’ το αποστολικό γράμμα. Η δε ταύτιση-αντιστοίχιση αυτού του άγνωστου σε μας εκκλησιαστικού κανόνα αλλά γνωστού στην Α΄ οικ. Σύνοδο με τους κανόνες που αποφασίζει αυτή κι εκδίδει, μας φανερώνει ότι πρόκειται για το σώμα των αποστολικών λεγόμενων κανόνων.

Αν τώρα διαβάσουμε τους αποστολικούς κανόνες, θα δούμε ότι απ’ τους 85, οι 79 αναφέρονται στον κλήρο, με αντίστοιχη βέβαια επέκταση στους απλούς πιστούς (λαϊκούς) όταν χρειάζεται. Οι 6 που αφορούν μόνο τους λαϊκούς, έχουν να κάνουν με θέματα ευταξίας στην Εκκλησία, συμπροσευχής με ακοινώνητους ή αιρετικούς, τον ακρωτηριασμό (προφανώς εννοεί τον ευνουχισμό) που είναι επικίνδυνος για την ζωή, το διαζύγιο χωρίς λόγο, και τον βιασμό και την κράτηση γυναίκας παρά την θέλησή της. Επομένως, αφού το 93% των αποστολικών κανόνων απευθύνεται σε κληρικούς, μπορούμε να πούμε ότι γράφτηκαν ειδικά γι αυτούς, και για την ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία της εκκλησίας, στην οποία οι κληρικοί αποτελούν το παράδειγμα και υπόδειγμα ενάρετης και ηθικής συμπεριφοράς. Και με βάση αυτή την ηθική συμπεριφορά, κάποιοι κανόνες είναι οδηγίες διοικητικές και ιεραρχικές, όπως των χειροτονιών.

Νομίζω ότι τα στοιχεία είναι επαρκή για να καταλήξουμε στα εξής συμπεράσματα:

Ο περίφημος εκκλησιαστικός Κανόνας για τον οποίο κάνει επανειλημμένα λόγο η Α΄ οικουμενική Σύνοδος είναι το σώμα των αποστολικών λεγομένων κανόνων. Ήταν διατάξεις χωρίς αριθμό, και φέρονταν όλες μαζί σαν ένας και μοναδικός Κανόνας της Εκκλησίας, όπως άλλωστε λέγονταν απ’ την αρχή στον ενικό αριθμό και ο Κανόνας της Αγίας Γραφής που αποτελούσε τον κατάλογο όλων των βιβλίων της.

Αυτός ο Εκκλησιαστικός Κανόνας με τις επί μέρους διατάξεις του που αργότερα ονομάστηκαν κανόνες – αφού λίγο μετά την κυκλοφορία τους άρχισαν να βγαίνουν κι άλλοι κανόνες Συνόδων, όπως της Αγκύρας (314) και της Νεοκαισαρείας (315) και της Α΄ οικουμενικής (325) –, αφορούσε κυρίως τον κλήρο και την διοίκηση και την ιεραρχία της Εκκλησίας. Γράφτηκαν δε οι διατάξεις αυτές προς το τέλος του 3ου, ή στην αρχή του 4ου αιώνα από άγνωστο συντάκτη. Και λέω συντάκτη και όχι συγγραφέα, διότι οι κανόνες αυτοί (οι περισσότεροι και αρχικοί) απηχούν την προφορική παράδοση και διοίκηση της αποστολικής εκκλησίας που βγαίνει άμεσα ή έμμεσα από την Αγία Γραφή. Π.χ. ο 1ος αποστολικός κανόνας μας λέει ότι ο επίσκοπος χειροτονείται από 2 ή 3 επισκόπους. Και βασίζεται στην Αγία Γραφή που λέει :

«ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων καὶ ἐπὶ στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρῆμα.», Δε 19,15, και επαναλαμβάνει ο απ. Παύλος, Β΄ Κο 13,1. Ο δε Χριστός λέει: «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν.», Μθ 18,20.

Έτσι, απ’ την στιγμή που υπήρχε η Γραφή, δεν χρειάστηκε κάποια καταγραφή των κανόνων διοίκησης της εκκλησίας, και το σώμα των κανόνων αυτών κυκλοφορούσε τους 3 πρώτους αιώνες ως άγραφος νόμος που βασίζεται στην Γραφή. Αυτό εννοούν και οι πατέρες όταν μιλάνε για αρχαίο ήθος και αρχαία συνήθεια όπως είδαμε στον 8ο κανόνα της Γ΄ οικουμενικής, και παλαιό τύπο στην παραπομπή του Μ. Αθανασίου.

Κι επειδή οι διατάξεις αυτές ήταν χωρίς αριθμό, γι αυτό αργότερα μπόρεσαν εύκολα να παρεισφρήσουν και κάποιες άλλες μέσα σ’ αυτούς, όπως θα δείξουμε στην συνέχεια.

Και φυσικά αυτές οι διατάξεις, δεν ήταν απαγορευτικό ν’ αναφέρονται σπανιότερα και σε πληθυντικό αριθμό δηλ. ως κανόνες της εκκλησίας, όπως έχουμε στην αναφορά του Ευσεβίου.

Εδώ όμως υπάρχει ένα ερώτημα. Αν είναι τα πράγματα έτσι, τότε γιατί γίνεται άμεση αναφορά στον Αποστολικό κανόνα κατά την Α΄ οικουμενική Σύνοδο και συγκεκριμένα στον 15ο κανόνα της, όπως και γράψαμε σαν την αρχαιότερη μαρτυρία; Η απάντηση είναι η εξής:

Όπως η παράδοση των κανόνων αυτών έφτασε μέχρι εμάς με τ’ όνομα αποστολικοί, έτσι ξεκίνησε και απ’ την αρχή, από τότε δηλαδή που διαδόθηκαν κι έγιναν γνωστοί σε όλες της εκκλησίες. Κι επειδή απηχούσε τ’ αρχαία ήθη της αποστολικής εκκλησίας, νομίζονταν ότι ήταν προφορική παράδοση των αποστόλων. Έτσι δεν είναι παράξενο να συναντάμε εκείνη την εποχή σπάνια και τον όρο αποστολικός κανόνας αναφερόμενος σε όλο το σώμα των κανόνων αυτών. Αλλά και τότε ακόμη, δεν έγινε ευρέως αποδεκτό ότι πράγματι κατάγονται απ’ τους αποστόλους, διότι είδαμε τον Μ. Αθανάσιο να κάνει διάκριση ανάμεσα στον εκκλησιαστικό κανόνα, και στην αποστολική παράδοση. Το ίδιο είδαμε να γίνεται και στον 2ο της Α΄ οικουμενικής, που κάνει διάκριση ανάμεσα στον εκκλησιαστικό κανόνα και στο αποστολικό γράμμα. Επιπλέον, το γεγονός ότι μετά από 4 περίπου αιώνες, χρειάστηκε να τους κατοχυρώσει ως «παραδοθέντας ημίν ονόματι των Αποστόλων» και με τον αριθμό 85 η Πενθέκτη Σύνοδος (692), δείχνει ακριβώς το πρόβλημα και την εκκρεμότητα που είχαν αυτοί οι κανόνες ως προς την ταυτότητα και προέλευσή τους. Και στην ουσία η Πενθέκτη δεν λύνει το πρόβλημα, απλώς ομολογεί ότι «τους παραλάβαμε στο όνομα των αποστόλων».

Μένει μόνο να κάνουμε μια τελευταία διευκρίνιση για την ομοιότητα και αντιστοιχία που υπάρχει, πολλών κανόνων της Α΄ οικουμενικής με τους αποστολικούς όπως είδαμε παραπάνω. Αν και ήδη κάναμε παραπάνω μια αντιστοίχιση για την εξαγωγή συμπερασμάτων, εδώ θα κάνουμε την συνολική. Έτσι έχουμε την εξής αντιστοίχιση:

Η ομοιότητα αυτή δεν είναι παράξενη διότι όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος στο Πηδάλιο, είναι συχνό το φαινόμενο μια Σύνοδος να επαναλαμβάνει κανόνες προηγούμενων Συνόδων, όταν το θέμα είναι μεγάλης σπουδαιότητας και όταν οι παραβάσεις στους συγκεκριμένους κανόνες συνεχίζονται. Επιπλέον επειδή υπήρχε αμφισβήτηση για την προέλευση των αποστολικών κανόνων, η Α΄ Σύνοδος θεώρησε καλό να κατοχυρώσει κι επίσημα όσους απ’ αυτούς έκρινε σωστούς σύμφωνα με την Γραφή, κι έβλεπε ότι δεν τηρούνταν με την πρέπουσα ευλάβεια, ενώ έφερε τροποποίηση μόνο σ’ έναν, στον 1ο αποστολικό. Αν όμως η Σύνοδος θεωρούσε πράγματι τους κανόνες ως γνήσιους των αποστόλων, δεν θα χρειαζόταν να κατοχυρώσει κάποιους απ’ αυτούς, ούτε θα τους διέκρινε απ’ το αποστολικό γράμμα που φέρνει με χωρίο του απ. Παύλου στον 2ο κανόνα της, ούτε θα τολμούσε να τροποποιήσει τον 1ο λεγόμενο αποστολικό με το 4ο κανόνα της, αφού την Γραφή την ονομάζει «θείο γράμμα» (17ος κανόνας της). Και η αναφορά της στον 15ο κανόνα της για τον Αποστολικό Κανόνα, που όπως είδαμε είναι η αρχαιότερη άμεση μαρτυρία, δείχνει την κατ’ όνομα προέλευση των κανόνων και όχι την κατά γνησιότητα. Το ίδιο άλλωστε όπως είδαμε, ομολογεί και η Πενθέκτη Σύνοδος στον 2ο κανόνα της λέγοντας ότι, «τους παραλάβαμε στ’ όνομα των αποστόλων».

Η έρευνα του Π. Μενεβίσογλου, μητροπολίτη Σουηδίας και πάσης Σκανδιναυίας

Απ’ το έργο του μητροπολίτη Μενεβίσογλου Ιστορική εισαγωγή εις τους κανόνας της ορθοδόξου Εκκλησίας, Στοκχόλμη, 1990, παραθέτουμε τα στοιχεία εκείνα που εμείς δεν βρήκαμε για το θέμα των αποστολικών λεγόμενων κανόνων.

Ο συγγραφέας κάνει την εξής αξιόλογη παρατήρηση για το όνομα του Κλήμη που εμφανίζεται στον 85ο κανόνα:

«Ο συλλέξας εκ του κανονικού δικαίου των 3 πρώτων αιώνων τους αποστολικούς τούτους κανόνας, εχρησιμοποίησε το όνομα του Ρώμης Κλήμεντος, εις βεβαίωσιν και μαρτυρίαν της αποστολικότητος των κανόνων, δεδομένου ότι ο Κλήμης εθεωρείτο ο αυθεντικός διερμηνεύς της αποστολικής παραδόσεως. Εις την γνώμην ταύτην στηρίζεται άλλωστε άπασα η λεγομένη Κλημέντιος γραμματεία.» (σελ. 35 υποσημείωση).

Ο συγγραφέας μας παρέχει επίσης παραπομπή σύμφωνα με την οποία ο επίσκοπος Λυκοπόλεως Μελίτιος, γνωστός για το Μελιτιανό σχίσμα (αρχές του 4ου αι.), αναφέρεται στην απαγόρευση χειροτονιών από επίσκοπο που έχει υπερβεί τα γεωγραφικά όρια δικαιοδοσίας του, δηλ. της επισκοπής του, προβάλλοντας τον 35ο αποστολικό κανόνα που έχει την απαγόρευση. Πρόκειται για μια

Βρίσκει μεγάλο ποσοστό αντιστοίχισης των αποστολικών με τους κανόνες της τοπικής συνόδου της Αντιοχείας (341, σχέση και παραλληλία) κατά το περιεχόμενο και τη διατύπωση. Συνολικά αντιστοιχεί 17 κανόνες της Αντιοχείας με 21 αποστολικούς. Γι αυτό βγάζει το συμπέρασμα ότι οι αποστολικοί συγκροτήθηκαν πριν το 341, μάλλον το 340. Ισχυρίζεται ότι η συλλογή τους περιείχε τότε μόνο 50 κανόνες, τους πρώτους 50, γιατί ο Διονύσιος ο Μικρός στην πρόλογο της συλλογής του (γύρω στο 500) λέει ότι μετέφρασε τους λεγόμενους αποστολικούς, αλλά στη συλλογή του έχει μόνο τους πρώτους 50. Γι αυτό βγάζει το συμπέρασμα ότι η σύνοδος της Αντιόχειας μάλλον γνωρίζει μόνο τους πρώτους 50 (σελ. 34-35).

Λέει επίσης ότι οι επόμενοι 35 κανόνες μπήκαν κατά το διάστημα 340-380, και ότι ο συντάκτης των Αποστολικών Διαταγών όταν τις συνέταξε το 380, συμπεριέλαβε και τους 85 αποστολικούς κανόνες (σελ. 33-35).

Συμφωνεί με την γνώμη του Νικόδημου που είδαμε παραπάνω, ότι ο πρώτος που τους μαρτυρεί με τον αριθμό 85 είναι ο Ιωάννης Σχολαστικός περί το 550 στην έκδοση της συλλογής του (σελ. 116).

Ο συγγραφέας δίνει τις εξής χρονολογικές μαρτυρίες (σελ. 109-116):

1)    303. Κατά τον διωγμό του Διοκλητιανού, οι επίσκοποι της Αιγύπτου Ησύχιος, Παχώμιος, Θεόδωρος και Φιλέας που ήταν στη φυλακή, σ’ επιστολή τους προς τον Μελίτιο, επίσκοπο Λυκοπόλεως (Θηβαΐδος της κάτω Αιγύπτου) που προέβη σε παρ’ ενορία χειροτονίες, διαμαρτύρονται ότι παρέβη το «θείο έθος και τον εκκλησιαστικό κανόνα» (αυτός είναι ο 35ος αποστολικός και ο Μελίτιος είναι γνωστός απ’ το Μελιτιανό σχίσμα που δημιούργησε λόγω της αυστηρότητάς του στο θέμα της συγχώρησης των πεπτωκότων στην αρχή του 4ου αι.). Η επιστολή σώθηκε όμως μόνο σε λατινική μετάφραση και εκδόθηκε στην ελληνική πατρολογία του Μigne: PG 10,1565-1568 (σελ. 35 υποσημείωση).

2)    315. Ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας σ’ επιστολή του που έγραψε προ της Νικαίας συνόδου προς τον Αλέξανδρο Θεσ/νίκης, γράφει ότι καθηρημένοι κληρικοί εγένοντο δεκτοί υπό άλλων επισκόπων «παρά τον αποστολικό κανόνα» (=> 12ος, 13ος και 16ος αποστολικοί).

Συμπεριλαμβάνει επίσης τις μαρτυρίες για τους κανόνες της Α΄ οικουμενικής που αναφέραμε ήδη, και άλλες μαρτυρίες όπως του Μ. Αθανασίου που γνωρίζουμε. Παραθέτει και άλλη μαρτυρία του Μ. Αθανασίου (Περί των εν Αριμίνω και Σελευκεία συνόδων, 5,3, PG 26,688, BEΠ 31,293 (σελ. 120).

Τέλος, ο συγγραφέας κάνει την ίδια με μας παρατήρηση για τον τρόπο παραδοχής των αποστολικών κανόνων απ’ την Πενθέκτη (σελ. 119).

Αυτά είναι τα αξιόλογα στοιχεία της έρευνας του μητρ. Μενεβίσογλου που εμείς δεν βρήκαμε. Παρόλο όμως των 2 σημαντικών χρονολογικών μαρτυριών που βρήκε και οι οποίες ανάγουν τους αποστολικούς κανόνες στην αρχή του 4ου αιώνα ή τέλος του 3ου, αξιολόγησε μόνο την ομοιότητά τους με τους κανόνες της Αντιοχείας (341), και κατέληξε στο 340 ως πιο πιθανή χρονολογία σύνταξης αυτών, όπως είδαμε.

Τέλος, στην πρόσφατη ερευνά μας κατά την οποία βρήκαμε και τα στοιχεία απ’ το βιβλίο του μητρ. Μενεβίσογλου, βρήκαμε κι ένα επιπλέον στοιχείο:

Ο Μ. Βασίλειος στον 3ο απ’ τους κανόνες του που περάστηκαν στα κανονικά κείμενα (βρίσκονται και στο Πηδάλιο), λέει:

«Διότι ἀρχαῖός ἐστι κανών, τοὺς ἀπὸ βαθμοῦ πεπτωκότας τούτῳ μόνῳ τῷ τρόπῳ τῆς κολάσεως ὑποβάλλεσθαι, ἀκολουθησάντων, ὡς οἶμαι, τῶν ἐξ ἀρχῆς τῷ νόμῳ ἐκείνῳ τῷ· Οὐκ ἐκδικήσεις δὶς ἐπὶ τὸ αὐτό.».

Όπως βλέπουμε ο Μ. Βασίλειος μιλάει για κάποιον αρχαίο κανόνα που μάλιστα περιέχει κι εκείνος τη νομική ρήση του προφήτου «Οὐκ ἐκδικήσεις δὶς ἐπὶ τὸ αὐτό» και βρίσκεται στο Ναούμ 1,9. Όμως σε καμιά απ’ τις γνωστές συνόδους που έγιναν πριν τον θάνατο του Μ. Βασιλείου το 379 [Αγκύρας (314), Νεοκαισαρείας (315), Α΄ οικουμενική (325), Γάγγρας (340), Αντιοχείας (341), Σαρδικής (347), Λαοδικείας (364)] δεν αναφέρεται η έστω επαναλαμβάνεται η ρήση αυτή. Αναφέρεται μόνο στον 26ο αποστολικό κανόνα!

Το γεγονός ότι ο Βασίλειος τον αποκαλεί αρχαίο, μας δείχνει ακριβώς το βάθος του απροσδιόριστου χρόνου στον οποίο ανάγονται οι αποστολικοί. Δηλ. πριν απ’ όλες τις συνόδους που μας άφησαν κανόνες, αρχής γενομένης της τοπικής της Αγκύρας (314). Επειδή όμως, όπως ήδη επισημάναμε αρχικά, δεν υπάρχει μαρτυρία γι αυτούς μέσα στον 3ο αι., το αρχικό μας συμπέρασμα για την χρονολογία τους ενισχύεται τώρα περισσότερο: τέλη του 3ου με αρχές του 4ου αι..

Η συνέχεια της έρευνας για την εύρεση των κανόνων που μπήκαν σε μεταγενέστερο χρόνο και περιέχουν λάθη, και άρα δεν απηχούν την αποστολική παράδοση της Καινής Διαθήκης, στη σελίδα μας, OI ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (2o) . Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει και η «πρωτότυπη» άποψη του Σιαμάκη για τους αποστολικούς κανόνες που καταντάει γελοία, στη σελίδα μας, ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (3ο) – Η ΓΕΛΟΙΑ «ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑ» ΤΟΥ ΣΙΑΜΑΚΗ . Και τελειώνουμε αυτό το κεφάλαιο που είχε ως κύριο αντικείμενο μελέτης το Πηδάλιο, με τη ενδιαφέρουσα σελίδα μας, ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟ (ΜΕΡΟΣ Γ΄) – ΟΙ ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ & Η ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ .