Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ & Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ (ΜΕΡΟΣ Α΄)
THE BIBLICAL CANON & ITS TRANSMISSION (PART I)
Θεσσαλονίκη 5-11-2016
Εδώ διαπραγματευόμαστε το σημαντικό για την ορθόδοξη πίστη θέμα, τον Κανόνα των γνήσιων βιβλίων της θεόπνευστης Γραφής. Και για να καταλάβει κάποιος πόσο σημαντικό είναι αυτό, αρκεί να ξέρει ότι όλα τα δόγματα, όπως η τριαδικότητα του Θεού, η θεότητα και ενανθρώπιση του Υιού για την σωτηρία μας, η Δευτέρα Παρουσία και κάθε πρακτικό ζήτημα των χριστιανών και της εκκλησίας, βασίζεται στην Γραφή. Αν λοιπόν δεν προσδιορίσουμε με ακρίβεια τα θεόπνευστα βιβλία, δεν θα πατάμε σε στερεό έδαφος για τα δόγματα που πιστεύουμε και δεν θα είμαστε σίγουροι για τον ηθικό βίο που κάνουμε χάριν αυτής της πίστεως.
Επιπλέον στην παρούσα σελίδα απαντάμε στην λάθος «πρωτότυπη» εκτίμηση του Σιαμάκη για τον Κανόνα ή κατάλογο της Αγίας Γραφής δηλ. των γνήσιων βιβλίων της, με την οποία προβάλλει την μωρή κενοδοξία που είχε από νέος ώστε να βγάζει πρωτότυπα θεολογικά αξιώματα για να εντυπωσιάζει, αφού τ’ «αξιώματά» του είναι λάθος.
Ο Κανόνας των βιβλίων της Αγίας Γραφής
Ο Κανόνας των βιβλίων της Αγίας Γραφής είναι ο κατάλογος που περιέχει τα γνήσια βιβλία της. Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο Κανόνας δεν μπορεί εύκολα να διευκρινιστεί απ’ την αρχαιότητα ακόμα και μέχρι σήμερα, κυρίως για τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ για της Καινής σήμερα δεν υπάρχει αμφιβολία παρόλο που υπήρξε στην αρχαιότητα, ειδικά για την Αποκάλυψη.
Έτσι, υπήρξαν πολλοί κανόνες-κατάλογοι που γράφτηκαν κατά καιρούς. Μόνο ο Ευσέβιος Καισαρείας στην Εκκλησιαστική Ιστορία του μας παραδίνει 3 που θα τους δούμε αναλυτικά παρακάτω.
Στο Πηδάλιο υπάρχουν 6 τέτοιοι κατάλογοι και όπως είδαμε σε άλλη σελίδα μας, κανένας δεν συμφωνεί με τον άλλο (βλέπε την σελίδα μας, ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟ (ΜΕΡΟΣ Γ΄) – ΟΙ ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ & Η ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ .)
Ευτυχώς όμως ο Θεός μας έδωσε φωτισμένους πατέρες που με την σωστή θεολογική κριτική τους, ξεκαθάρισαν το θέμα. Πρόκειται για τον Μ. Αθανάσιο, που στάθηκε στην εκκλησιαστική ιστορία και θεολογία ορόσημο, και υπερασπίστηκε όσο κανείς τα δόγματα της Αγίας Γραφής. Εδώ θα παραθέσουμε λεπτομερώς τον Κανόνα του Μ. Αθανασίου για τον οποίο θεωρούμε ότι είναι ο σωστός, και άλλο τόσο θεωρεί και η ορθόδοξη εκκλησία με την σιωπή της έναντι των διαφωνιών που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα στους θεολογικούς κύκλους, αφού κανείς δεν έχει επαρκή στοιχεία για ν’ αναιρέσει τον Κανόνα του Μ. Αθανασίου. Θα τον βρείτε στο κομμάτι της ΛΘ΄ Εορταστικής Επιστολής του Μ. Αθανασίου (έτος 366, έκδοση Migne => PG 26,1436 B) που παραδίνεται και στο Πηδάλιο:
Παλαιά Διαθήκη:
Γένεση, ΄Εξοδος, Λευιτικό, Αριθμοί, Δευτερονόμιο, γνωστά και ως Πεντάτευχος. Ιησούς του Ναυή, Κριτές, Ρουθ. Βασιλειών βιβλία 4. Παραλειπομένων βιβλία 2. Έσδρας βιβλία 2. Ψαλμοί. Παροιμίες, Εκκλησιαστής, Άσμα Ασμάτων, γνωστά και ως βιβλία του Σολομώντα. Ιώβ. Οι Δώδεκα μικροί προφήτες: Ωσηέ, Αμώς, Ιωήλ, Αβδιού, Ιωνάς, Μιχαΐας, Ναούμ, Αββακούμ, Σοφονίας, Αγγαίος, Ζαχαρίας, Μαλαχίας. Ησαΐας. Ιερεμίας, και τα συν αυτώ Βαρούχ, Θρήνοι, Επιστολή. Ιεζεκιήλ. Δανιήλ.
Καινή Διαθήκη:
Ευαγγέλια 4: κατά Ματθαίο, κατά Μάρκο, κατά Λουκά, και κατά Ιωάννη. Πράξεις των Αποστόλων. Επιστολές καθολικές 7: Ιακώβου, Πέτρου δύο, Ιωάννη τρεις και Ιούδα. Επιστολές Παύλου 14: προς Ρωμαίους, προς Κορινθίους δύο, προς Γαλάτας, προς Εφεσίους, προς Φιλιππισίους, προς Κολασσαείς, προς Θεσσαλονικείς δύο, προς Εβραίους, προς Τιμόθεο δύο, προς Τίτο, και η προς Φιλήμονα. Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Να σημειώσουμε εδώ ότι τα 2 βιβλία του Έσδρα που αναφέρει ο Μ. Αθανάσιος, φέρονται σήμερα ως B΄ Έσδρας και Νεεμίας. Αυτό που φέρεται σήμερα ως A΄ Έσδρας είναι νόθο και θεωρείται δευτεροκανονικό. Επίσης και η γνήσια Επιστολή του Ιερεμία που αναφέρει ο άγιος, σήμερα βρίσκεται μέσα στο βιβλίο του Ιερεμία, κι αυτή που φέρεται σήμερα ως Επιστολή Ιερεμίου είναι νόθος. Πρόκειται για νοθείες που έγιναν αργότερα, και θα τις σχολιάσουμε παρακάτω.
Ο άγιος τελειώνοντας τον Κανόνα, χαρακτηρίζει τα γνήσια βιβλία «πηγές του σωτηρίου» και ως «τα μόνα που ευαγγελίζονται το διδασκαλείο της ευσεβείας».
Κατόπιν μιλάει για τα βιβλία που δεν πρέπει να λογαριάζονται ως γνήσια, που είναι τα Εσθήρ, Τωβίας και Ιουδήθ, Σοφία Σολομώντος και Σοφία Σειράχ και τα χαρακτηρίζει ως «μὴ κανονιζόμενα ἀλλ’ ἀναγινωσκόμενα». Και τα βιβλία των Μακκαβαίων δεν τ’ αναφέρει καθόλου.
Οι 3 Κανόνες που παραδίνει ο Ευσέβιος
Οι 3 Κανόνες-κατάλογοι που παραδίνει ο Ευσέβιος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του, είναι ο δικός του (3,25), του Μελίτωνος Σάρδεων (4,26) που δεν σώζεται παρά μόνο εδώ στον Ευσέβιο, και του Ωριγένη (6,25) που σώζεται στο εξηγητικό έργο του Εκλογές στους Ψαλμούς (για τα βιβλία της Π. Διαθήκης, PG 12,1084). Θεωρούμε σκόπιμο να τους δούμε αναλυτικά συγκρίνοντάς τους με τον κατάλογο του Μ. Αθανασίου:
1. Ο κατάλογος του Ευσεβίου που χρονολογείται σύμφωνα με τον χρόνο συγγραφής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του όπως είδαμε στην σελίδα των αποστολικών κανόνων, στο χρονικό διάστημα 305-324, (βλέπε και την σελίδα μας, ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟΝ (ΜΕΡΟΣ B΄) – OI ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (1ο) – αναφέρει μόνο τα βιβλία της Κ. Διαθήκης – στην πραγματικότητα είναι κατάλογος που αναφέρει τα βιβλία σύμφωνα με την εκτίμηση των περισσότερων εκκλησιαστικών συγγραφέων και όχι σύμφωνα με την δική του εκτίμηση, όπως κάνει και ο Αμφιλόχιος Ικονίου όπως είδαμε που δεν παίρνει θέση για κάποια βιβλία (βλέπε και την σελίδα μας, ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟ (ΜΕΡΟΣ Γ΄) – ΟΙ ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ & Η ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ , όπου διαπραγματευόμαστε 5 θέματα που θίγουν οι κανόνες συνόδων και πατέρων (Πηδάλιο), και πιο συγκεκριμένα στο 2ο θέμα «Ο Κανόνας των βιβλίων της Αγίας Γραφής»). Έτσι ο Ευσέβιος λέει ότι σύμφωνα με τους άλλους αντιλεγόμενα βιβλία είναι οι 5 καθολικές επιστολές, Ιακώβου, Β΄ Πέτρου, Β΄ και Γ΄ Ιωάννου και Ιούδα, και η Αποκάλυψη. Την Αποκάλυψη όμως ο Ευσέβιος, προσωπικά κλίνει να την κατατάξει στα ομολογούμενα ως γνήσια, αφού λέει:
«ἐπὶ τούτοις τακτέον, εἴ γε φανείη, τὴν Ἀποκάλυψιν Ἰωάννου, περὶ ἧς τὰ δόξαντα κατὰ καιρὸν ἐκθησόμεθα. καὶ ταῦτα μὲν ἐν ὁμολογουμένοις·», Γ΄,25,2-3.
Παρόλο λοιπόν που το θεωρεί τακτέον (= ότι πρέπει να μπει σε τάξη), και να την απαριθμήσει στα ομολογούμενα, – πριν αρχίσει να μιλάει για τα αντιλεγόμενα –, η μικρή του αμφιβολία φαίνεται στο “εἴ γε φανείη” [= αν είναι δυνατόν να φανεί => το ει (= αν) μαζί με την ευκτική φανείη, λεξικό Liddell-Scott]. Ας δώσουμε όμως ολοκληρωμένη την μετάφραση της φράσης του Ευσεβίου:
«σ’ αυτά (τα βιβλία) είναι σωστό, – αν είναι δυνατόν να φανεί –, να καταταχθεί και η Αποκάλυψη Ιωάννου, περί της οποίας θα εκθέσουμε τα σχόλια που έχουν γίνει, όταν θα ‘ρθει η ώρα. Και αυτά μεν για τα ομολογούμενα βιβλία.», Εκκλ. Ιστ. 3,25,2-3.
2. Ο κατάλογος του Μελίτωνα Σάρδεων – αναφέρει μόνο τα βιβλία της Π. Διαθήκης και είναι πιθανόν ο αρχαιότερος κατάλογος που υπάρχει, και χρονολογείται γύρω στο 170-180 –, δεν βάζει τον Βαρούχ και τον Νεεμία (που ήταν τότε γνωστός ως Β΄ Έσδρας, βλέπε το σχόλιο που κάναμε πιο πάνω στον κατάλογο του Μ. Αθανασίου). Όμως υπάρχει μια πιθανή εξήγηση γι αυτές τις 2 παραλείψεις, που θα την σχολιάσουμε πιο κάτω, όπου παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο του Μελίτωνα.
3. Ο κατάλογος του Ωριγένη που χρονολογείται γύρω στο 240, στην ουσία είναι κατάλογος των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά ο Ευσέβιος προσπαθεί να βγάλει και κατάλογο της Καινής μέσα από διάφορα έργα του Ωριγένη. Ας δούμε όμως πρώτα της Παλιάς: Δεν βάζει τους 12 μικρούς προφήτες και τον Βαρούχ ενώ απεναντίας βάζει την Εσθήρ. Αξιοσημείωτο είναι, ότι τελειώνει τον κατάλογο με την φράση: «ἔξω δὲ τούτων ἐστὶ τὰ Μακκαβαϊκά, ἅπερ ἐπιγέγραπται Σαρβηθσαβαναιελ.», (6,25,2). Για την Κ. Διαθήκη τώρα ο Ευσέβιος παίρνει το Υπόμνημα του Ωριγένη (“Εξηγητικά” κατά τον Ευσέβιο) στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο όπου λέει κι αυτός ότι υπάρχει αμφιβολία για το γνήσιο των Επιστολών Β΄ Πέτρου, Β΄ και Γ΄ Ιωάννου. Δέχεται όμως την Αποκάλυψη ως γνήσιο βιβλίο του Ιωάννη.
Επίσης λέει για την προς Εβραίους (σύμφωνα με Ομιλίες του Ωριγένη πάνω στην Επιστολή που όμως δεν σώθηκαν σήμερα) ότι την βρίσκει Ἑλληνικωτέρα ως προς το λεξιλόγιο απ’ τις άλλες Επιστολές του Παύλου, και άρα γράφτηκε από μαθητή του Παύλου που όμως καταθέτει τα ίδια αποστολικά νοήματα με τα του Παύλου (6,25,11-13).
Τέλος, φαίνεται ότι ο Ευσέβιος δεν βρήκε κάποια αναφορά του Ωριγένη για τις 2 Επιστολές των αδελφών του Κυρίου, Ιακώβου και Ιούδα. Βρήκαμε όμως εμείς αναφορές του Ωριγένη για τις Επιστολές αυτές:
Αναφέρεται κατ’ όνομα στην Επιστολή του Ιούδα, απ’ την οποία δέχεται και παραθέτει αυτολεξεί το χωρίο Ιδ 6 που μιλάει για την αγγελική προέλευση των δαιμόνων και την τήρησή τους στο σκοτάδι μέχρι την τελική κρίση (Υπόμνημα ή Εξηγητικά στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 17,30). Το ίδιο κάνει και με την Επιστολή του Ιακώβου απ’ όπου επίσης δέχεται και παραθέτει από μνήμης το διάσημο χωρίο Ιακ 2,17, που μιλάει για την πίστη που αποβαίνει νεκρή αν δεν έχει έργα (Υπόμνημα ή Εξηγητικά στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, 19,23,152). Δεν κάνει όμως ο Ωριγένης σαφείς δηλώσεις για την γνησιότητα αυτών των Επιστολών.
Ο σωστός Κανόνας των γνήσιων βιβλίων της Γραφής
Ο σωστός Κανόνας της Γραφής είναι του Μ. Αθανασίου, όχι επειδή έτσι τον παρέλαβε ο μεγάλος αυτός πατέρας της εκκλησίας όπως λέει ο Σιαμάκης για να πρωτοτυπήσει. Ο Μ. Αθανάσιος δεν συμπέρανε «γραμματολογικά και ιστορικά» για τον κανόνα των γνήσιων βιβλίων, όπως διατείνεται ο Σιαμάκης για να μας ρίξει λάσπη στα μάτια ότι δέχεται την ιερά παράδοση (βλέπε και την σελίδα μας, Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΕΡΕΜΙA & Ο ΚΑΥΧΗΣΙΑΡΗΣ ΣΙΑΜΑΚΗΣ ), αλλά συμπέρανε για τον κανόνα αφού πρώτα τον έκρινε. Και πώς τον έκρινε θα το δούμε παρακάτω αναλυτικά.
Η πρωτότυπη άποψη του Σιαμάκη περί παραδόσεως του βιβλικού κειμένου που πάντα μας έλεγε, την γράφει στο βιβλίο του Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη (με τ’ όνομα του Σ. Σάκκου, έκδοση 1972) που έγινε πανεπιστημιακό εγχειρίδιο για τους φοιτητές θεολογίας. Γράφει λοιπόν ο Σιαμάκης, σελ. 32-33:
«Ως καθολική άποψη … επικρατεί η άποψη, ότι η Εκκλησία συμπεριέλαβε τα 27 βιβλία στον Κανόνα της Κ. Διαθήκης, επειδή έκρινε αυτά ως γνήσια δια της προσεκτικής μελέτης. … Αυτό είναι ένα λάθος και μάλιστα σοβαρό. Η Εκκλησία ουδέποτε έκρινε το περιεχόμενο ενός κανονικού βιβλίου, για ν’ αποφασίσει αν πρέπει ή δεν πρέπει να γίνει δεκτό στον Κανόνα. Η Εκκλησία παρέλαβε. Η εγγυημένη παραλαβή είναι το κριτήριο του κανονικού και όχι η εκ της μελέτης διαπίστωση της αξιοπιστίας. Κριτήριο είναι η ιστορική πληροφορία και όχι η κριτική εικασία. Και τα κανονικά βιβλία ήταν στον Κανόνα εξαρχής, δεν προκρίθηκαν για να εισέλθουν. Γι αυτό ο Μ. Αθανάσιος λέγει “περί της οποίας (Γραφής) πληροφορηθήκαμε, καθώς μας παρέδωσαν οι πατέρες”. Τα κανονικά βιβλία είναι για τον Μ. Αθανάσιο τα “παραδοθέντα, πιστευθέντα ότι είναι θεία (= θεόπνευστα)”, και όχι τα προφανώς υπερέχοντα των άλλων ή τα εκ της κριτικής βασάνου γνήσια αποδεικνυόμενα.».
Εκ πρώτης όψεως η παραπάνω γνώμη του Σιαμάκη φαίνεται λογική και πολύ πρωτότυπη αφού δεν την είπε κανένας άλλος, και επίσης φαίνεται να βγαίνει απ’ τα λόγια του Μ. Αθανασίου που παραθέτει. Άρα η γνώμη του Σιαμάκη φαίνεται ότι είναι σούπερ ορθόδοξη!
Πώς έγινε η παράδοση του Κανόνα της Αγίας Γραφής
Για την διαλεύκανση του όλου θέματος της παράδοσης των γνήσιων βιβλίων της Αγίας Γραφής και άρα του σωστού κανόνα ή καταλόγου αυτών των βιβλίων, και όσο μπορεί φυσικά κάποιος να διαλευκάνει, και να βρει αν και κατά πόσο τα γνήσια βιβλία αποτέλεσαν τον κανόνα μετά από εξέταση ή χωρίς εξέταση, θα επικαλεστούμε τα παρακάτω στοιχεία.
1. Την απλή λογική που μπορεί κάποιος να έχει για να περιγράψει μια οποιαδήποτε παράδοση – παραλαβή ενός βιβλίου.
2. Τις μαρτυρίες που υπάρχουν τόσο μέσα όσο κι έξω απ’ την Γραφή.
3. Τις εσωτερικές κι εξωτερικές συνθήκες που υπήρχαν κατά την παράδοση – παραλαβή των γνήσιων βιβλίων.
Πριν αρχίσουμε πρέπει να σημειώσουμε τα εξής λίγα.
Είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι η Αγία Γραφή ως βιβλίο ανεκτίμητης αξίας, είχε εκ μέρους των παραληπτών δηλ. της Εκκλησίας, την μέγιστη προσοχή και διαφύλαξη. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μορφή της Βίβλου σ’ έναν τόμο όπως την βλέπουμε σήμερα συχνά, ήταν για την αρχαιότητα κάτι αδιανόητο. Έτσι, δεν μιλάμε για ένα βιβλίο αλλά για πολλά, 67 για την ακρίβεια. Βέβαια ένας σημαντικός αριθμός απ’ αυτά φέρονταν πολλές φορές συγχωνευμένος σε λιγότερα βιβλία, όπως οι 12 Μικροί Προφήτες που ήταν σ’ ένα βιβλίο, και τους οποίους ο Μελίτων Σάρδεων τους χαρακτηρίζει «δώδεκα ἐν μονοβίβλῳ» και ο Μ. Αθανάσιος τους χαρακτηρίζει «οἱ μὲν δώδεκα εἰς ἕν βιβλίον ἀριθμούμενοι». Αλλά ποτέ τα βιβλία της Γραφής δεν ήταν λιγότερα από 49: 22 της Παλιάς Διαθήκης με συγχωνεύσεις, και 27 της Καινής.
Η απλή λογική – Ο πόλεμος
Σε μια παράδοση – παραλαβή ενός βιβλίου, ο παραλήπτης κρατάει το βιβλίο και το διαφυλάττει ανάλογα με την αξία του. Κι όσο πιο πολύτιμο είναι, τόσο περισσότερο το προσέχει. Κι αν η μεγάλη αξία αυτού του βιβλίου γίνει γνωστή ευρύτερα, τότε αρχίζει ο κίνδυνος της κλοπής. Και ο επίδοξος κλέφτης θα περιμένει να βραδιάσει ώστε ο παραλήπτης να κοιμηθεί ανύποπτα, και τότε να μπει κρυφά και να το κλέψει. Αυτό θα συνέβαινε στην περίπτωση ενός απλώς πολυτίμου βιβλίου.
Αν όμως το βιβλίο δεν ήταν απλώς πολύτιμο, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα στρατηγικό σχέδιο εναντίον εχθρού σε καιρό πολέμου, κι ένα πολύ αποτελεσματικό όπλο, τότε ο παραλήπτης δεν θα είχε ν’ αντιμετωπίσει κοινούς κλέφτες, αλλά έναν εχθρό που μάλιστα φημίζεται για την πονηριά του.
Επόμενο λοιπόν είναι, αυτός ο παμπόνηρος εχθρός να μην θέλει να κλέψει το βιβλίο διότι δεν το χρειάζεται, αλλά να θέλει να το χαλάσει, να το νοθέψει, και αν μπορούσε ν’ αντικαταστήσει ολοσχερώς το αληθινό περιεχόμενο του βιβλίου με άλλο ψεύτικο, ώστε ο παραλήπτης να ξεγελαστεί και να νομίζει ότι αυτό που έχει στην κατοχή του είναι ίδιο μ’ αυτό που παρέλαβε.
Κι αν τα βιβλία είναι πολλά τότε ο εχθρός περιμένει να βραδιάσει, και να μπει κρυφά και ν’ αντικαταστήσει όσα περισσότερα βιβλία μπορεί με ψεύτικα.
Επομένως η διαφύλαξη της Αγίας Γραφής δεν έγκειται στο να μην χαθεί κάποιο βιβλίο, διότι τα βιβλία υπάρχουν πάντα έστω και κάπου ξεχασμένα, όπως έγινε στην εποχή του βασιλιά Ιωσία στον Ισραήλ, όταν το βιβλίο του Νόμου δεν βρισκόταν πουθενά ώσπου βρέθηκε ξεχασμένο σε κάποια γωνιά του ναού, Δ΄ Βα 22,8-13. Αλλ’ η διαφύλαξη έγκειται στο ν’ αποφύγει το χάσιμο της υπόληψης ενός γνήσιου βιβλίου, το οποίο ενώ υπάρχει, κανείς δεν το δίνει σημασία, όπως ακριβώς αντιμετωπίζουν οι προτεστάντες τον Βαρούχ που δεν τον έχουν στον κανόνα τους. Κι επίσης η διαφύλαξη έγκειται στην αποφυγή λαθραίας εισόδου νόθων βιβλίων.
Επομένως ο εχθρός της εκκλησίας διάβολος, θέλοντας να πλήξει την παραδεδομένη πίστη που παραδόθηκε μόνο μια φορά (άπαξ, Ιδ 3) και που βασίζεται στα παραδεδομένα και πιστευτέα βιβλία, είναι πολύ φυσικό να στρέψει τα πυρά του πάνω σ’ αυτά τα βιβλία. Αλλά ως πολύ πονηρός θέλει να το κάνει κρυφά και αθρόα, ώστε η ζημιά του να μην πολυφαίνεται. Διότι αν είναι πολύ φανερή, οι παραλήπτες-πιστοί θα το καταλάβουν αμέσως και θα πάρουν τα μέτρα τους. Αυτό λοιπόν που θέλει να πετύχει ο διάβολος είναι να ξεγελάσει τους παραλήπτες-πιστούς ότι καμιά ζημιά δεν συμβαίνει. Κι έτσι νοθεύοντας τα βιβλία, να διαστρέψει σιγά σιγά και σταθερά την σωστή διδασκαλία που παραδόθηκε μαζί με τα γνήσια βιβλία.
Όλα τα παραπάνω βασίζονται στην απλή λογική, που με λίγα λόγια λέει ότι σε μια παράδοση-παραλαβή που γίνεται σωστά, δεν υπάρχει ζήτημα. Το ζήτημα γεννιέται μετά από πολλά χρόνια όταν οι παραλήπτες αλλάζουν συνεχώς, ενώ ο πόλεμος μαίνεται γύρω απ’ το αντικείμενο της παράδοσης, και ο εχθρός μετά από κάθε ήττα του επανέρχεται σφοδρότερος. Έτσι η διαφύλαξη της παράδοσης, μετατρέπεται σ’ έναν αδιάκοπο και αμείλικτο πόλεμο!
Οι μαρτυρίες – οι άμεσοι μαθητές των αποστόλων
Άμεσους μαθητές ονομάζω όχι μόνο αυτούς που γνώρισαν τους αποστόλους και υπήρξαν μαθητές τους αλλά και την αμέσως επόμενη γενιά που μίλησε μ’ αυτούς που γνώρισαν τους αποστόλους. Διότι άλλο είναι να σου μιλάει κάποιος για πρόσωπα που δεν είδε, κι άλλο να σου μιλάει για πρόσωπα που είδε και μίλησε. Οι ζωντανές μνήμες λοιπόν, διατηρούνται και σ’ αυτούς της δεύτερης γενιάς. Και μαζί με τις ζωντανές μνήμες ευνόητο είναι νομίζω, να συνοδεύονται ζωντανά και απαλλαγμένα κάθε αμφιβολίας και τα γνήσια παραδεδομένα βιβλία.
Σήμερα λέγεται ότι υπήρξαν άμεσοι μαθητές του απ. Ιωάννη που άφησαν και συγγράμματα, και είναι οι γνωστοί Ιγνάτιος επίσκοπος Αντιόχειας και Πολύκαρπος επίσκοπος Σμύρνης. Οι 2 αυτοί επίσκοποι μάλιστα συνδέονταν μεταξύ τους αφού ο Ιγνάτιος κάνει στις επιστολές του επαινετικές αναφορές για τον Πολύκαρπο και λέει ότι τον αγαπά. Ήταν δε ο Ιγνάτιος 15-20 χρόνια μεγαλύτερος και μαρτύρησε γύρω στο 110 σε ηλικία 55-60 ετών, ενώ ο Πολύκαρπος μαρτύρησε κι αυτός το 167 σε ηλικία 85-90 ετών περίπου. (Ενδέχεται όμως η χρονολογία θανάτου του Πολυκάρπου να μετατοπιστεί 10 χρόνια νωρίτερα, δηλ. το 157).
Ο Ιγνάτιος που έφερε και το επίθετο θεοφόρος, είναι σχεδόν σίγουρο ότι διετέλεσε μαθητής δεύτερης γενιάς των αποστόλων όπως εξάγεται απ’ τις χρονολογήσεις. Το ίδιο μαρτυρεί και ο Ευσέβιος Καισαρείας:
«Ἀλλὰ καὶ τῶν ἐπ' Ἀντιοχείας Εὐοδίου πρώτου καταστάντος δεύτερος ἐν τοῖς δηλουμένοις Ἰγνάτιος ἐγνωρίζετο.», Εκκλ. Ιστ. 3,22,1.
Όπως μας λέει ο Ευσέβιος, αυτός ο Ευόδιος ήταν άμεσος και πρώτης γενιάς μαθητής που καταστάθηκε 1ος επίσκοπος των Αντιοχέων και προφανώς χειροτονήθηκε απ’ τους ίδιους τους αποστόλους που άρχισαν να κηρύττουν και να δρουν στην περιοχή, δηλ. απ’ τους Παύλο και Βαρνάβα, αλλά και άλλους αποστολικούς άνδρες Κύπριους και Κυρηναίους, όπως εξιστορείται στις Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. 11. Και μάλιστα στην Αντιόχεια είναι που για πρώτη φορά οι πιστοί παίρνουν τ’ όνομα του ιδρυτή τους, χριστιανοί (Πρξ 11,26).
Αυτόν λοιπόν τον Ευόδιο διαδέχθηκε ο Ιγνάτιος, ο οποίος και αγωνιά στις επιστολές του για το ποίμνιό του που αναγκάστηκε ν’ αφήσει ως κρατούμενος, και παρακαλεί κυρίως τον Πολύκαρπο να στείλει κάποιον να ποιμάνει έστω προσωρινά το ποίμνιό του, ώσπου ν’ αναδείξει ο Θεός άλλον επίσκοπο (προς Πολύκαρπο, 7,2-3), αφού ο Ιγνάτιος βρίσκεται στον δρόμο για την Ρώμη προς πιθανή θανατική καταδίκη.
Δεν υπάρχει αναφορά του Ιγνατίου που να επιβεβαιώνει αυτό που λέγεται από πολλούς, ότι δηλ. ήταν άμεσος μαθητής του αποστόλου κι ευαγγελιστή Ιωάννη. Θεωρούμε βέβαιο ότι αν ίσχυε κάτι τέτοιο, ο Ιγνάτιος θα το ανέφερε σε κάποιες ή κάποια έστω απ’ τις 7 επιστολές που έστειλε σ’ 6 εκκλησίες (συν την μια στον Πολύκαρπο), αφού αυτές διαπνέονται απ’ την αγάπη προς όλους, και την αγωνία του για την πιστή τήρηση των εντολών του Χριστού απ’ όλες τις εκκλησίες. Έτσι θα προσέθετε περισσότερο κύρος, αξιοπιστία και παρηγοριά μια τέτοια αναφορά εκ μέρους του Ιγνατίου. Το μόνο που είναι πιθανό όπως είπαμε, είναι ότι ήταν μαθητής του Ευοδίου που γνώρισε και μαθήτευσε στους αποστόλους, και άρα ο Ιγνάτιος ήτανε της δεύτερης γενιάς μαθητής.
Για τον Πολύκαρπο δεν έχουμε κάποια ανάλογη μαρτυρία. Απεναντίας επειδή υπάρχει επιστολή του Ιγνατίου προς Πολύκαρπο, όπου του δίνει συμβουλές και παραινέσεις, και τον αναφέρει και σε άλλες επιστολές του επαινετικά, πουθενά δεν κάνει μνεία για τυχόν άμεση μαθητεία του Πολυκάρπου σε αποστόλους. Πρέπει ο Πολύκαρπος να ήταν πολύ μικρός ή να μην είχε γεννηθεί ακόμα, όταν πέρασαν οι απόστολοι τελευταία φορά απ’ την Σμύρνη (κι αυτός ακόμα ο Ιωάννης που βρισκόταν στην Μ. Ασία στα τελευταία του χρόνια). Αλλά ούτε και μνεία για τυχόν μαθητεία του Πολυκάρπου σε άμεσους μαθητές των αποστόλων κάνει ο Ιγνάτιος. Θεωρούμε σίγουρο ότι αν ο Πολύκαρπος διετέλεσε μαθητής δεύτερης γενιάς, ο Ιγνάτιος θα το ανέφερε κι αυτό μέσα στις υπόλοιπες συμβουλές του ως ζωντανή μνεία που βοηθάει στην πίστη, και όπως το κάνει στην επιστολή του προς τους Εφεσίους, όπου τους υπενθυμίζει ότι:
«Πάροδός ἐστε τῶν εἰς θεὸν ἀναιρουμένων, Παύλου συμμύσται, τοῦ ἡγιασμένου, τοῦ μεμαρτυρημένου, ἀξιομακαρίστου οὗ γένοιτό μοι ὑπὸ τὰ ἴχνη εὑρεθῆναι, ὅταν θεοῦ ἐπιτύχω, ὃς ἐν πάσῃ ἐπιστολῇ μνημονεύει ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.», προς Εφεσίους 12,2.
Τους υπενθυμίζει ο Ιγνάτιος, ότι απ’ την πόλη τους Έφεσο πέρασε ο Παύλος (πάροδός ἐστε), και ότι στην Επιστολή του αποστόλου προς αυτούς, τους επαινεί συνεχώς για την καλή εν Χριστώ συναναστροφή τους.
Ο Ιγνάτιος λοιπόν δεν χάνει την ευκαιρία να κάνει μνεία στους Εφεσίους ότι είχαν κάποτε στην πόλη τους τον Παύλο, για να τους δυναμώσει και ενθαρρύνει στους πειρασμούς που αντιμετωπίζουν. Κι αυτό ακόμα κι αν θεωρείται βέβαιο ότι την εποχή που γράφει ο Ιγνάτιος (γύρω στο 110) δεν υπάρχουν άμεσοι μαθητές του Παύλου στην Έφεσο (αρκεί να σκεφτεί κάποιος ότι την Επιστολή του προς Εφεσίους την έγραψε γύρω στο διάστημα 50-55, δηλ. 60 χρόνια πριν). Στον Πολύκαρπο όμως δεν κάνει καμιά μνεία. Γι αυτό πιστεύουμε ότι ο Πολύκαρπος δεν ανήκει ούτε στους δεύτερης γενιάς άμεσους μαθητές. Επειδή όμως είναι αγαπητός φίλος του Ιγνατίου και σχεδόν συνομήλικός του και δέχεται τις συμβουλές του, κι επιπλέον επαινείται απ’ αυτόν ως καλός επίσκοπος, μπορούμε να πούμε πρακτικά και όχι ακριβολογώντας θεωρητικά, ότι ανήκει κι αυτός στους μαθητές δεύτερης γενιάς όπως ο Ιγνάτιος.
Για να βρούμε τώρα μέχρι που φτάνει αυτή η δεύτερη γενιά των άμεσων μαθητών, θα κάνουμε τον παρακάτω χονδρικό υπολογισμό.
Ο τελευταίος απόστολος, ο Ιωάννης που ήταν και ο νεώτερος, πέθανε γύρω στο 80-90. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του βρέθηκε στην Μικρά Ασία, όπως συνάγεται απ’ την Κ. Διαθήκη και από άλλες μαρτυρίες, κι εκεί έκανε κάποιους άμεσους μαθητές. Αν πούμε ότι οι άμεσοι αυτοί μαθητές του ήταν τότε στην ηλικία των 30 ετών, συνεπάγεται ότι οι τελευταίοι θα απεβίωσαν το αργότερο γύρω στο 140. Και οι μαθητές των μαθητών που είχαν ζωντανές μνήμες απ’ τους δασκάλους των όταν οι τελευταίοι μιλούσαν για την γνωριμία τους με τον απόστολο Ιωάννη και την άμεση και απ’ ευθείας διδαχή που άκουσαν απ’ αυτόν, θα πρέπει κι αυτοί με τον ίδιο χονδρικό υπολογισμό να απεβίωσαν το αργότερο γύρω στο 180.
Αν τώρα κάνουμε τον ίδιο χονδρικό υπολογισμό για τον απόστολο Παύλο και τους μαθητές του, και με το δεδομένο ότι ο Παύλος πέθανε (μαρτύρησε στην Ρώμη όπου ήταν φυλακισμένος, Β΄ Τι 1,16-17 και 4,6-8) περίπου 20 χρόνια νωρίτερα απ’ τον Ιωάννη, θα καταλήξουμε στο 160-170, που θεωρούμε ότι είναι χονδρικά η εποχή που χάνονται και οι τελευταίες ζωντανές μνήμες των άμεσων μαθητών για τον Παύλο και την διδαχή του, και κυρίως για τα βιβλία που παρέδωσε ως πιστευτέα.
Απ’ τις μαρτυρίες που έχουμε, είδαμε ότι μόνο ο Πολύκαρπος μαρτυρείται ότι ζει μέχρι περίπου το 170 (μαρτύρησε το 167 ή το 157). Κάτι που επαληθεύει τους παραπάνω υπολογισμούς μας που κάναμε με την μεγαλύτερες δυνατές χρονικές διάρκειες. Έτσι, το 170 ως στρόγγυλο έτος αποτελεί ένα ορόσημο, όπου η εκκλησιαστική ιστορία μαρτυρεί ότι δεν υπάρχουν πλέον άμεσοι μαθητές των αποστόλων, ή αλλιώς μαθητές πρώτης και δεύτερης γενιάς. Και θεωρούμε το 170 σημαντικό σημείο καμπής της εκκλησιαστικής ιστορίας όπως θα δείξουμε παρακάτω.
Οι εξωτερικές της Γραφής μαρτυρίες
Θ’ αναφέρουμε μόνο λίγες μαρτυρίες απ’ τους πολύ αρχαίους Ιγνάτιο και Πολύκαρπο για να φανεί ότι θεωρούσαν τα βιβλία όλης της Γραφής θεόπνευστα.
Πολυκάρπου επιστολή προς Φιλιππησίους, 6,3
«οὕτως οὖν δουλεύσωμεν αὐτῷ μετὰ φόβου καὶ πάσης εὐλαβείας, καθὼς αὐτὸς ἑνετείλατο καὶ οἱ εὐαγγελισάμενοι ἡμᾶς ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆται, οἱ προκηρύξαντες τὴν ἔλευσιν τοῦ κυρίου ἡμῶν·».
Ο Πολύκαρπος βάζει στο ίδιο σύνολο εντολών αυτά που διέταξε (ενετείλατο) ο Χριστός Ιησούς και οι απόστολοι και οι προφήτες. Άρα εννοεί τα γραμμένα που άφησαν τόσο οι προφήτες όσο και οι απόστολοι, αφού συμπεριλαμβάνει και τους προφήτες με την λέξη προκηρύξαντες, λέξη που θα ταίριαζε περισσότερο σε προφορικό κήρυγμα. Επειδή όμως οι προφήτες έχουν “προκηρύξει την έλευση του Κυρίου” στ’ αντίστοιχα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, το πιο πιθανό είναι ν’ αναφέρεται ο Πολύκαρπος στο σύνολο των γραπτών της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, που παραμένουν συνεχώς στην υπόμνηση των πιστών.
Στην ίδια επιστολή (που είναι και η μόνη του Πολυκάρπου που σώθηκε) παρακάτω λέει, 8,1
«ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ·».
Η φράση αυτή του Πολύκαρπου είναι πανομοιότυπη του απ. Πέτρου στην Α΄ Επιστολή του και στο χωρίο 2,22.
Και παρακάτω πάλι, 12,1
«κι όπως λένε οι Γραφές, ο θυμός σας να μην έχει αμαρτία, και να μην σας βρίσκει η δύση του ηλίου θυμωμένους» (μετάφραση απ’ το λατινικό απόσπασμα που δεν σώθηκε στην ελληνική).
Ο Πολύκαρπος εδώ ονομάζει Γραφές, το αντίστοιχο χωρίο του Παύλου:
«ὀργίζεσθε καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν», Εφ 4,26.
Στην επιστολή του ο Πολύκαρπος φέρνει από μνήμης πολλά χωρία απ’ τις Επιστολές της Καινής Διαθήκης, και μερικά απ’ τα Ευαγγέλια, όπως το παρακάτω, 7,2 :
«καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος· “Τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής”.».
Η φράση υπάρχει στα χωρία των Ευαγγελίων Μθ 26,41 και Μκ 14,38.
Γίνεται φανερό απ’ όλες αυτές τις παραθέσεις του Πολυκάρπου, ότι η Καινή Διαθήκη έχει ήδη διαμορφωθεί πλήρως με όλα τα 27 βιβλία της, και μαζί με την Παλαιά αποτελούν από καιρό την καταξιωμένη Αγία Γραφή που έχουν όλες οι εκκλησίες, και την διαφυλάττουν και την τηρούν ως “πηγή του σωτηρίου” (φράση του Μ. Αθανασίου όπως είδαμε στην αρχή του παρόντος άρθρου).
Και πάλι λέει, 3,2
«οὔτε γὰρ ἐγὼ οὔτε ἄλλος ὅμοιος ἐμοὶ δύναται κατακολουθῆσαι τῇ σοφίᾳ τοῦ μακαρίου καὶ ἐνδόξου Παύλου, ὃς γενόμενος ἐν ὑμῖν κατὰ πρόσωπον τῶν τότε ἀνθρώπων ἐδίδαξεν ἀκριβῶς καὶ βεβαίως τὸν περὶ ἀληθείας λόγον, ὃς καὶ ἀπὼν ὑμῖν ἔγραψεν ἐπιστολάς, εἰς ἃς ἐὰν εγκύπτητε, δυνηθήσεσθε οἰκοδομεῖσθαι εἰς τὴν δοθεῖσαν ὑμῖν πίστιν·».
Απ’ αυτό το τελευταίο χωρίο του Πολύκαρπου βγαίνει το συμπέρασμα ότι στην συνείδηση των πιστών υπάρχει, και πρέπει να υπάρχει συνεχώς η σκέψη ότι οι Επιστολές του Παύλου αποτελούν θεόπνευστο κομμάτι της παραδομένης Γραφής, της οποίας η σοφία είναι ανεπανάληπτη και ασύγκριτη για την οικοδομή της πίστης και άρα της σωτηρίας.
Επίσης ο Πολύκαρπος φέρνει – όπως έχουμε επισημάνει παραπάνω σαν τακτική και του Ιγνατίου – στην μνήμη των Φιλιππισίων τις επισκέψεις και διαμονές του Παύλου στην πόλη τους (ὃς γενόμενος ἐν ὑμῖν κατὰ πρόσωπον τῶν τότε ἀνθρώπων), για να τους προκαλέσει τον ζήλο στην πίστη και στην υπομονή. Κι όπως ξέρουμε κι απ’ τις Επιστολές των αποστόλων στην Καινή Διαθήκη, το ίδιο κάνουν κι εκείνοι θυμίζοντας στους πιστούς όχι μόνο τις επισκέψεις τους (ο Παύλος), αλλά και τα παραδείγματα των μαρτύρων και προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Η υπόμνηση αυτή των ηρωικών εικόνων του παρελθόντος, αποτελεί το ζωντανό φάρμακο για τους ποικίλους πειρασμούς των πιστών.
Ιγνατίου επιστολή προς Μαγνησιείς, 13,1
«Σπουδάσατε οὖν βεβαιωθῆναι ἐν τοῖς δόγμασιν τοῦ κυρίου καὶ τῶν ἀποστόλων».
Τα δόγματα στα οποία πρέπει να βεβαιωθούν (= στηριχτούν) οι Μαγνήσιοι είναι τα ιερά γραμμένα δηλ. οι Άγιες Γραφές, που υπάρχουν και έχουν στην διάθεσή τους, αφού ο Ιγνάτιος δεν αναφέρει παρακάτω ποια δόγματα εννοεί. Το σημείο αυτό είναι προς το τέλος της επιστολής του και αποτελεί την περίληψη του νοήματος και άρα την συνολική παραγγελία του προς αυτούς.
Ιγνατίου επιστολή προς Φιλαδελφείς, 9,2
«Ἐξαίρετον δέ τι ἔχει τὸ εὐαγγέλιον, τὴν παρουσίαν τοῦ σωτῆρος, κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ πάθος αὐτοῦ καὶ τὴν ἀνάστασιν. Oἱ γὰρ ἀγαπητοὶ προφῆται κατήγγειλαν εἰς αὐτόν· τὸ δὲ εὐαγγέλιον ἀπάρτισμά ἐστιν ἀφθαρσίας.».
Εδώ ο Ιγνάτιος δηλώνει την ίδια προέλευση της διδαχής των προφητών που κατήγγειλαν (= προανήγγειλαν) και των αποστόλων που εξιστόρησαν τα γεγονότα του τελειωτή της πίστεως Ιησού, και σημειώνει ρητώς την αφθαρσία του Ευαγγελίου ή αλλιώς του θεοπνεύστου περιεχομένου της Καινής Διαθήκης.
Στην ίδια επιστολή κάνει λόγο για τα “αρχεία”, 8,2:
«Ἐπεὶ ἤκουσά τινων λεγόντων ὅτι, ἐὰν μὴ ἐν τοῖς ἀρχείοις εὕρω, ἐν τῷ εὐαγγελίῳ, οὐ πιστεύω· καὶ λέγοντός μου αὐτοῖς ὅτι γέγραπται, ἀπεκρίθησάν μοι ὅτι πρόκειται.».
Άρα λοιπόν τόσο ο Ιγνάτιος περιγράφει αυτό που γράφτηκε (γέγραπται), όσο και οι πιστοί παρατηρούν σωστά, ότι στ’ αρχεία, μέσα στο Ευαγγέλιο κείται εκ των προτέρων [πρόκειται, όπως και ο Σοφοκλής μιλάει για “νόμους που πρόκεινται”, Οιδίπους Τύραννος, 865 και για “νόμους υπερβαίνουσι τους προκείμενους”, Αντιγόνη, 481 (λεξικό LSK)], κι εννοούν όλοι φυσικά τις εντολές που έχουν στην διάθεσή τους εκ των προτέρων, δηλ. εν προκειμένω την Καινή Διαθήκη.
Εντύπωση επίσης προκαλεί εδώ η δήλωση των πιστών ότι δεν είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν σε κανέναν, αν αυτά που λέει δεν είναι γραμμένα στα αρχεία του Ευαγγελίου, συμφωνώντας απόλυτα με την ρητή εντολή του Παύλου που γράφει στους Γαλάτες:
«Όποιος σας διδάξει διαφορετικά απ’ το ευαγγέλιο που σας διδάξαμε εμείς, ακόμα κι αν είναι άγγελος εξ ουρανού, να πάει στον διάβολο!», Γα 1,8-9.
Και πάλι στην ίδια επιστολή, 9,1:
«Kαλοὶ καὶ οἱ ἱερεῖς, κρεῖσσον δὲ ὁ ἀρχιερεὺς ὁ πεπιστευμένος τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ὃς μόνος πεπίστευται τὰ κρυπτὰ τοῦ θεοῦ· αὐτὸς ὢν θύρα τοῦ πατρός, δι' ἧς εἰσέρχονται Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καὶ οἱ προφῆται καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ ἡ ἐκκλησία. Πάντα ταῦτα εἰς ἑνότητα θεοῦ.».
Ο Ιγνάτιος εδώ φέρνοντας απ’ την προς Εβραίους Επιστολή την ιδιότητα του αρχιερέα για τον Χριστό, συμπεριλαμβάνει όλη την ιστορία των πατριαρχών και προφητών να έχει απώτερο σκοπό την σωτηρία όλων μέσω Αυτού, που αποτελεί την πόρτα εισόδου (θύρα) προς τον Θεό Πατέρα. Κι αυτή όπως λέει είναι η ενότητα όλων προς τον Θεό, επικολλώντας την Παλαιά με την Καινή Διαθήκη στην ολοκληρωμένη και θεόπνευστη Γραφή.
Ιγνατίου επιστολή προς Εφεσίους, 18,1
«ποῦ σοφός; ποῦ συζητητής; ποῦ καύχησις τῶν λεγομένων συνετῶν;».
Μ’ αυτά τα λόγια ο Ιγνάτιος υπενθυμίζει στου Εφεσίους τα παρόμοια λόγια του Παύλου στην Επιστολή του προς Κορινθίους Α΄:
«γέγραπται γάρ· ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω. 20 ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου;», Α΄ Κο 1,19-20.
Άρα την εποχή εκείνη του Ιγνατίου γύρω στο 110 (δηλαδή λίγο καιρό πριν μαρτυρήσει, αρχή του 2ου αι.), οι Επιστολές του Παύλου είναι γνωστές ως συχνά αναγνώσματα σ’ όλες οι εκκλησίες.
Γενικά οι μαρτυρίες του Ιγνατίου που εκπροσωπούν τον αρχαιότερο Πατέρα της εκκλησίας, μόλις 20-30 χρόνια μετά τον θάνατο του τελευταίου αποστόλου, του Ιωάννη, μας δίνουν μια καλή εικόνα της γρήγορης κατάρτισης της Καινής Διαθήκης ως ένα σώμα, αλλά και ως κοινό κτήμα όλων των εκκλησιών.