ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟ (ΜΕΡΟΣ Α΄) & Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

brown wooden ship's wheel
brown wooden ship's wheel
THE BOOK “PEDALION” (“STEERING WHEEL”, PART I) & THE BIBLE

Θεσσαλονίκη 5-11-2016 (αρχική δημοσίευση) 8-10-2021 (πρόσφατη δημοσίευση με προσθήκες)

Το Πηδάλιο είναι μια συλλογή κανόνων εμπλουτισμένη μ’ ερμηνείες και σχόλια που το μεταβάλλουν από απλή συλλογή σ’ ένα έργο μοναδικό στη φύση του και αξιοθαύμαστο για τα δεδομένα του Κανονικού Δικαίου της εκκλησίας. Κανονικό Δίκαιο και κανονικά κείμενα ονομάζονται όλα εκείνα τα κείμενα που παρέχουν κανόνες για τους τρόπους που η εκκλησία ρυθμίζει την οργάνωσή της και δια-κανονίζει τις παραβάσεις του ηθικού βίου των χριστιανών.

Το Πηδάλιο παρόλο που δεν περιέχει τους κανόνες όλων των συνόδων – έγιναν πολλές τοπικές σύνοδοι για τις οποίες έχουμε πληροφορίες, όπως η τοπική σύνοδος που έγινε στην Αντιόχεια το 268 και καταδίκασε και καθήρεσε τον Παύλο Σαμοσατέα για την διδασκαλία του που ήταν περίπου πρόδρομη του αρειανισμού –, αποτελεί μια ολοκληρωμένη εικόνα του πώς σκέφτονταν και αποφάσιζαν οι πατέρες της εκκλησίας. Και είχαν την Αγία Γραφή σε πρωτεύοντα ρόλο, αφού πάρα πολλοί κανόνες αιτιολογούνται με την χρήση χωρίων της Γραφής.

Έτσι απ’ την αρχή ακόμα της εισαγωγής του το Πηδάλιο ξεκινάει με την φράση του απ. Παύλου: «Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις ὀφειλέτης εἰμί», Ρω 1,14.

Το Πηδάλιον βασίζεται στο βιβλίο «Συλλογή Πάντων των Ιερών και Θείων Κανόνων των Αγίων Αποστόλων, και Οικουμενικών Συνόδων άμα δε και Τοπικών, συν τούτοις και των λοιπών Αγίων Πατέρων των κατ’ ιδία οροθετησάντων, και υπό Συνόδων οικουμενικών ή τοπικών θεωρηθέντων», που συνέταξε ο διδάσκαλος και ιερομόναχος Αγάπιος Λεονάρδος από την Δημητσάνα της Πελοποννήσου, και εκτύπωσε το 1787. Περιέχει επιπλέον την εξήγηση ή ερμηνεία των κανόνων που βασίζεται στα εξηγητικά έργα των παλιών ερμηνευτών των κανόνων – Ιωάννου Ζωναρά (1074-1159), Θεοδώρου Βαλσαμώνος (1140-1199), Αλεξίου Αριστηνού (12ος αιώνας), κ.ά. –, και που μεταφέρθηκε στην απλή ελληνική της εποχής εκείνης από τον ιερομόναχο Διονύσιο Ζαγοραίο που ήταν ασκητής στη νήσο Πιπέρι (βόρειες Σποράδες) και είχε αποβιώσει λίγο πριν ξεκινήσει η σύνταξη του Πηδαλίου. Και τέλος περιέχει και την “συμφωνία” των κανόνων, την προσπάθεια δηλ. συμβιβασμού των κανόνων όταν αυτοί παρουσιάζουν διαφωνίες, με διευκρινήσεις κι εκτενή σχόλια του μοναχού Νικοδήμου Αγιορείτου. Το Πηδάλιον συντάχθηκε ως χειρόγραφο το 1789 με την συνεργασία των Αγαπίου και Νικοδήμου, αλλά τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1800 (αφού πέρασε πολλές περιπέτειες).

Τις παραπάνω πληροφορίες παίρνω απ’ την εισαγωγή σημερινής έκδοσης του Πηδαλίου (1987, Βασ. Ρηγόπουλου, εισαγωγή αρχιμ. Ειρηναίου Δεληδήμου) που είναι ακριβής ανατύπωση της 3ης απ’ την αρχή έκδοσης του 1864, και φέρει τα ονόματα των αρχικών συντακτών : Αγαπίου ιερομονάχου και Νικοδήμου μοναχού.

Στο ίντερνετ υπάρχει σε ηλεκτρονική μορφή η 2η έκδοση του 1841, https://greekdownloads.wordpress.com/category/εκκλησιαστικοί-κανόνες/
καθώς και η 4η έκδοση του 1886, https://enoriakapareliou.wordpress.com/2012/07/30/αγαπιου-του-ιερομοναχου-και-νικοδημο .

Σήμερα το Πηδάλιο είναι γνωστό ως συνταχθέν έργο του Νικοδήμου Αγιορείτου, κι έτσι φέρεται και στα εξώφυλλα των εκδόσεων.

Σύντομο ιστορικό των συλλογών των κανόνων

Ο Νικόδημος δεν ήταν ο μόνος που έγραψε σχόλια, ερμηνείες, εξηγήσεις και συμφωνίες (επιχειρήματα που προσπαθούν να συμβιβάσουν κανόνες που δεν συμφωνούν μεταξύ τους) πάνω στους κανόνες των συνόδων, αλλά υπήρξαν κι άλλοι πολλοί ερμηνευτές παλαιότεροι, απ’ τους οποίους σημαντικότεροι είναι οι 3 που αναφέραμε παραπάνω του 12ου αι., Ι. Ζωναράς, Θ. Βαλσαμών και Α. Αριστηνός. Το Πηδάλιο όμως έχει την μοναδικότητα ότι συχνά περιέχει και τις ερμηνείες των 3 αυτών ερμηνευτών καθώς και άλλα πατερικά σχόλια και αποκτάει μια ασύγκριτη πληρότητα σε σχόλια κι ερμηνείες.

Συλλογές κανόνων άρχισαν να εμφανίζονται απ’ τον 6ο αι. οπότε έχουμε την 1η σημαντική συλλογή (1ο ήμισυ του 6ου αι.) από κάποιο ανώνυμο συντάκτη που συγκέντρωσε σ’ αυτήν τους αποστολικούς λεγόμενους κανόνες, τους κανόνες των 4 πρώτων οικουμενικών συνόδων (δηλ. αυτών που είχαν γίνει μέχρι τότε) και των γνωστών τοπικών. [Ποιες είναι ακριβώς οι σύνοδοι που περιέχονται στις τελικές συλλογές θα τις δούμε πιο κάτω, όπου περιγράφουμε τα περιεχόμενα του Πηδαλίου.] Λίγο αργότερα (γύρω στο 550) ο Ιωάννης Σχολαστικός (δικηγόρος) που έγινε και πατριάρχης Κων/πόλεως (διάφορος του Ιωάννη Νηστευτή που άκμασε μερικές δεκαετίες αργότερα, αρχές του 7ου αι.) εξέδωσε την ίδια συλλογή κανόνων αφού συμπλήρωσε σ’ αυτήν τους κανόνες τους Μ. Βασιλείου. Στον επόμενο 1,5 αιώνα άρχισαν και άλλοι κανόνες μεμονωμένων πατέρων να θεωρούνται ισότιμοι και κανονικοί, δηλ. ως κανονικά κείμενα, ώστε να μπορούν αυτά να μπουν στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας. Στη συνέχεια η Πενθέκτη σύνοδος (692) επικυρώνει όλους τους πατερικούς κανόνες που υπάρχουν σήμερα στο Πηδάλιο, εκτός απ’ τους κανόνες των Ιωάννη Νηστευτή. Αργότερα και κατά τον 12ο αι. με την παρέμβαση των 3 κανονολόγων που αναφέραμε και άλλων, όπως του Ματθαίου Βλάσταρη (14ος αι.) και Κων/νου Αρμενόπουλου (14ου αι.), μπήκαν και οι κανόνες του Νηστευτή καθώς και τα κείμενα των Ταρασίου (πατριάρχη Κων/πόλεως) και Νικηφόρου Ομολογητού (πατριάρχη Κων/πόλεως) που έγραψαν στον 9ο αι..

Εκείνη όμως η συλλογή κανόνων που θεωρείται η περισσότερο εμπεριστατωμένη σε κανόνες και εκκλησιαστικές διατάξεις, είναι η έκδοση των Γ. Α. Ράλλη και Μ. Ποτλή σε 6 τόμους που έγινε στην Αθήνα κατά το διάστημα 1852-1857. Το επιπλέον υλικό σ’ αυτήν είναι ο Νομοκάνων του Φωτίου (συλλογή κανόνων που συνδυάζουν το πολιτικό δίκαιο με το εκκλησιαστικό), το Κατά στοιχείον Σύνταγμα του Ματθαίου Βλάσταρη, μελέτες των Ζωναρά και Βαλσαμών, αποκρίσεις του τελευταίου, και πολλές μεταγενέστερες εκκλησιαστικές διατάξεις.

Στο Πηδάλιο περιέχονται κατά σειρά:

85 Κανόνες φερώνυμοι των Αποστόλων.

Όλοι οι κανόνες της Α΄ οικουμενικής συνόδου (325).

Όλοι οι κανόνες της Β΄ οικουμενικής συνόδου (381).

Όλοι οι κανόνες της Γ΄ οικουμενικής συνόδου (431).

Επιστολή της Γ΄ οικουμενικής συνόδου.

Όλοι οι κανόνες της Δ΄ οικουμενικής συνόδου (451).

Σχόλια (Προλεγόμενα) για τις Ε΄ και ΣΤ΄ οικουμενικές συνόδους που δεν εξέδωσαν κανόνες (τα Προλεγόμενα που είναι σχόλια του Νικοδήμου, υπάρχουν και σε όλα τα υπόλοιπα, δηλ. σύνοδοι, πατέρες κ. ά. που φέρουν κανόνες).

Όλοι οι κανόνες της Πενθέκτης συνόδου (692).

Όλοι οι κανόνες της Ζ΄ οικουμενικής συνόδου (787).

Οι κανόνες των Α΄ και Β΄ συνόδων που έγιναν στην Κων/πολη το 861 επί πατριάρχη Φωτίου και είναι γνωστές ως Πρωτοδευτέρα σύνοδος.

Οι κανόνες της συνόδου που έγινε στην Κων/πολη το 879 πάλι επί πατριάρχη Φωτίου, και καλείται από πολλούς και ως Η΄ οικουμενική.

Ο μοναδικός κανόνας της τοπικής συνόδου που έγινε στην Καρχηδόνα (ή Καρθαγένη) επί Κυπριανού το 256.

Οι κανόνες της τοπικής συνόδου που έγινε στην Άγκυρα το 314.

Οι κανόνες της τοπικής συνόδου που έγινε στην Νεοκαισάρεια το 315.

Οι κανόνες της τοπικής συνόδου που έγινε στην Γάγγρα το 340 ή 361.

Οι κανόνες της τοπικής συνόδου που έγινε στην Αντιόχεια της Συρίας το 341.

Οι κανόνες της τοπικής συνόδου που έγινε στην Λαοδίκεια το 364.

Οι κανόνες της τοπικής συνόδου που έγινε στην Σαρδική το 347.

Οι κανόνες της τοπικής συνόδου που έγινε στην Κων/πολη το 394 επί πατριάρχη Νεκταρίου Κων/πόλεως.

Οι κανόνες της τοπικής συνόδου που έγινε στην Καρθαγένη το 418 ή 419.

2 επιστολές της αυτής συνόδου της Καρθαγένης.

4 κανόνες του Διονυσίου επισκόπου Αλεξανδρείας (επισκοπία 247-264).

12 κανόνες του Γρηγορίου επισκόπου Νεοκαισαρείας (επισκοπία 238-270).

15 κανόνες του Πέτρου επισκόπου Αλεξανδρείας (επισκοπία 299-311).

2 επιστολές του Μεγάλου Αθανασίου και το κομμάτι της ΛΘ΄ Εορταστικής Επιστολής του που περιέχει τον κανόνα των βιβλίων της Αγίας Γραφής.

92 κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου επισκόπου Καισαρείας (επισκοπία 370-378).

8 κανόνες του Γρηγορίου επισκόπου Νύσσης (επισκοπία 372-395).

Τον Κανόνα των βιβλίων της Αγίας Γραφής σε ποιητική μορφή του Γρηγορίου Θεολόγου ή Ναζιανζηνού επισκόπου Κωνσταντινούπολης το 380.

Τον Κανόνα των βιβλίων της Αγίας Γραφής σε ποιητική μορφή του Αμφιλοχίου επισκόπου Ικονίου (επισκοπία 374-394).

18 ερωταποκρίσεις του Τιμοθέου επισκόπου Αλεξανδρείας (επισκοπία 380-385).

14 κανόνες του Θεοφίλου επισκόπου Αλεξανδρείας (επισκοπία 385-412).

5 κανόνες του Κυρίλλου επισκόπου Αλεξανδρείας (επισκοπία 412-444).

1 επιστολή του Γενναδίου πατριάρχη Κων/πολης (πατριαρχία 458-471).

35 κανόνες του Ιωάννου Νηστευτού πατριάρχη Κων/πολης (πατριαρχία 582-595).

1 επιστολή του Ταρασίου πατριάρχη Κων/πολης (πατριαρχία 784-806).

37 κανόνες του Νικηφόρου Ομολογητού πατριάρχη Κων/πόλεως (9ος αι.)

7 ακόμα κανόνες αγνώστου πατέρα, ίσως του προηγούμενου Νικηφόρου.

11 ερωταποκρίσεις της τοπικής συνόδου στη Κων/πολη, επί Νικολάου Γραμματικού πατριάρχη Κωνσταντινούπολης (πατριαρχία 1084-1111) .

Διδασκαλία περί συνοικεσίων, που είναι διευκρινήσεις κυρίως για τον εμποδισμένο ή ανεμπόδιστο γάμο λόγω κάποιου βαθμού συγγένειας.

9 τύποι εκκλησιαστικού γράμματος για θέματα όπως, συμμαρτυρία για την χειροτονία ιερέα, διαθήκη, προικοσύμφωνο, διαζύγιο, κ ά..

Και στο τέλος :

Κάτοψη εκκλησιαστικού ναού, με αντίστοιχη περιγραφή των επιμέρους χώρων του.

Πίνακας τοπολογικός, που είναι αλφαβητικός θεματικός κατάλογος με παραπομπές στις σελίδες του Πηδαλίου και πολύ χρήσιμος.

 

Από τα περιεχόμενα του Πηδαλίου, όσα δεν είναι κανόνες, όπως επιστολές πατέρων ή συνόδων, ερωταποκρίσεις, κ.ά., στην ουσία είναι πάλι κανόνες που περιέχονται σ’ αυτά, και λύνουν διάφορα θεολογικά, εκκλησιαστικά και πρακτικά ζητήματα. Επιπλέον τα σχόλια που βάζει ο συντάκτης του Νικόδημος Αγιορείτης, παρέχουν πλήθος γνωμών και άλλων πατέρων, χωρίων της Γραφής, και διαφωτιστικών στοιχείων της εκκλησιαστικής ιστορίας.

Η βάση και η σοβαρή εξάρτηση των κανόνων από την Αγία Γραφή

Παρακάτω θα βάλουμε κάποια δείγματα, για να φανεί αυτή η εξάρτηση:

[Σημείωση: Το Σύμβολο της πίστεως, που είναι περίληψη του πιστεύω ενός χριστιανού, γι αυτό και λέγεται απ’ τον κατηχούμενο πριν την βάπτισή του, και που απαγγέλλεται σε κάθε Θεία Λειτουργία, και συντάχθηκε από τις Α΄ και Β΄ οικουμενικές συνόδους, και κατοχυρώθηκε και κλειδώθηκε από την Γ΄ οικουμενική με τον 7ο κανόνα της που λέει ότι, όποιος προσθέσει ή αφαιρέσει κάτι απ’ το Σύμβολο, να αναθεματίζεται – σύμφωνα και με τα Προλεγόμενα του Νικοδήμου στην Γ΄ σύνοδο –, περιέχει λέξεις που είναι μόνο από την Αγία Γραφή, με μόνη εξαίρεση την λέξη ομοούσιος.

Όμως το ομοούσιος μπήκε για να δηλώσει την ταυτότητα ουσίας Υιού - Πατέρα, αφού δεν υπάρχει καλύτερη λέξη γι αυτό, διότι όπως λέει και ο Μέγας Αθανάσιος στο έργο του «Περί των εν Αριμίνω και Σελευκεία Συνόδων»:

«η λέξη ομοιούσιος που περιέχει το συνθετικό όμοιο- και το οποίο υπάρχει στην Γραφή , δεν επαρκεί για την ταυτότητα αυτή. Πρέπει να βρεθεί μια λέξη που να περιέχει τις έννοιες και της όμοιας ουσίας και της προέλευσης εκ της ουσίας, όπως συμβαίνει με τα γεννήματα του ανθρώπου, του ζώου και του φυτού», 44, 1-2. «Άνθρωπος με άνθρωπο είναι όμοιοι κατά το σχήμα και τις χαρακτηριστικές ιδιότητες. Κατά την ουσία όμως είναι ομοφυείς (= ίδια φύτρα =>βιολογικό είδος). Το ομοφυές είναι και ομοούσιο», 53,1-3. «Αν επιπλέον ισχύει το αδιαίρετο της φύσεως του Υιού με τον Πατέρα, κάτι που δεν συμβαίνει με τους ανθρώπους, γι αυτό και λέει ότι “εγώ είμαι ένα με τον πατέρα”, Ιω 10,30, και ότι “όποιος είδε εμένα, είδε τον πατέρα”, Ιω 14,9, γιατί λοιπόν αυτός να μην λέγεται ομοούσιος;», 52, 4-5.

Σημειωτέον επίσης ότι η λέξη ομοούσιος εμφανίζεται για πρώτη φορά στα έργα του Κλήμη Αλεξανδρέα 150-211 μ.Χ. (την βρήκα 2 φορές στους Στρωματείς), και αργότερα εμφανίζεται και σε άλλους συγγραφείς, όπως στον Ωριγένη (185-251), στον Πλωτίνο (204-270), κ.ά., βλέπε λεξικό Lidell-Scott (LSK). Επομένως το ομοούσιος δεν υπήρχε στην αρχαία ελληνική κατά τους χρόνους της συγγραφής της Καινής Διαθήκης.]

 

Ο 2ος κανόνας της Α΄ οικουμενικής συνόδου, και ο 3ος κανόνας της εν Λαοδικεία τοπικής συνόδου, και ο 80ός αποστολικός κανόνας, απαγορεύουν την χειροτονία κληρικού που βαπτίσθηκε πρόσφατα. Βασίζονται δε στην Γραφή, και συγκεκριμένα στα λόγια του απ. Παύλου με τα οποία καθοδηγεί τον Τιμόθεο, στο πώς και με ποια κριτήρια θα επιλέγει τους επισκόπους και πρεσβυτέρους.

«μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρίμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου», Α΄ Τι 3,6.

Η ερμηνεία που δίνει ο Παύλος για την απαγόρευση αυτή, βρίσκεται στην λέξη τυφωθείς. Η λέξη βγαίνει απ’ τον παθητικό παρακείμενο τετύφωμαι, του ρήματος τυφόω (= ρίχνω καπνό [τύφο]), και χρησιμοποιείται συχνά με την μεταφορική έννοια : τετύφωμαι = έχω πλήρη τύφλωση λόγω αλαζονείας, είμαι εκτός εαυτού λόγω υπερηφάνειας (λεξικό LSK). Επομένως αυτό που εννοεί ο Παύλος, είναι ότι ο προσφάτως βαπτισθείς, αν γίνει κληρικός, είναι πολύ πιθανόν να νομίσει ότι είναι πολύ καλός και χαρισματικός, αφού τόσο γρήγορα είδαν την αρετή του. Και να πέσει έτσι στην μεγάλη παγίδα της υπερηφάνειας που βάζει ο διάβολος.

 

Ο 7ος κανόνας της Β΄ οικουμενικής συνόδου που διακανονίζει την επιστροφή κάποιων ομάδων αιρετικών, τελειώνει ως εξής :

«…καὶ οὕτω κατηχοῦμεν αὐτούς, καὶ ποιοῦμεν χρονίζειν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ ἀκροᾶσθαι τῶν γραφῶν, καὶ τότε αὐτοὺς βαπτίζομεν..»

Βλέπουμε ότι ο κανόνας καθιστά ικανή και αναγκαία συνθήκη – δανείζομαι τον όρο από τις θετικές επιστήμες που θέτουν την ισχύ ενός αξιώματος εφ’ όσον υπάρχει η συνθήκη που είναι και απαραίτητη, και αρκετή από μόνη της –, την ακρόαση των Γραφών, και κανενός άλλου κειμένου, για την περαιτέρω βάπτιση των κατηχουμένων.

 

Η επιστολή της Γ΄ οικουμενικής συνόδου (431) που στάλθηκε σε άλλη σύνοδο στην Παμφυλία για ένα εκεί τοπικό θέμα, και πέρασε στα κανονικά κείμενα (στο Πηδάλιο βρίσκεται αμέσως μετά τους κανόνες της Γ΄) αρχίζει με την φράση :

«”Μετὰ βουλῆς πάντα ποίει” (Παροιμίες 24,38), τῆς θεοπνεύστου λεγούσης Γραφής, ἐχρῆν δὴ μάλιστα τοὺς ἱερᾶσθαι λαχόντας μετὰ πάσης ἀκριβείας τὴν ἐφ’ ἅπασι τοῖς πρακτέοις ποιεῖσθαι διάσκεψιν.»

Η πρώτη φράση είναι από χωρίο των Παροιμιών και η επιστολή επισημαίνει ότι όλα πρέπει να γίνονται με σωστή φρόνηση (και φωτισμό) της θεοπνεύστου Γραφής. Μάλιστα σημειώνει, ότι αυτό χρειάζεται να γίνεται ειδικά στους έχοντες την ιεραρχία της εκκλησίας (τοὺς ἱερᾶσθαι λαχόντας) και με κάθε ακρίβεια, ώστε να ευοδωθεί κάθε τους σύνοδος (διάσκεψιν).

 

Ο 2ος κανόνας της Ζ΄ οικουμενικής συνόδου (787) λέει ότι ο κάθε υποψήφιος επίσκοπος πριν χειροτονηθεί, πρέπει ν’ ανακρίνεται από τον μητροπολίτη του αν μπορεί να διαβάζει την Αγία Γραφή στην εκκλησία πρόθυμα «ἐρευνητικῶς, καὶ οὐ παροδευτικῶς [= με σαφή νοηματική έρευνα και όχι ίσα ίσα να τα περνάει]), διότι «Οὐσία γὰρ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ἱεραρχίας ἐστὶ τὰ θεοπαράδοτα λόγια, ἤγουν ἡ τῶν θείων Γραφῶν ἀληθινὴ ἐπιστήμη», αλλιώς να μην χειροτονείται!

Βλέπουμε να λέγεται καθαρά και κυριολεκτικά, ότι η ουσία της ιεραρχίας είναι μία: να διαβάζει ο ποιμένας, μάλιστα ο επίσκοπος, τα θεοπαράδοτα λόγια της Γραφής στο ποίμνιό του. Αυτό ήταν και το πρώτο και κύριο περιεχόμενο της κυριακάτικης θείας λατρείας με δεύτερα στοιχεία τους ύμνους και τις προσευχές.

 

Ο 11ος κανόνας της συνόδου της Νεοκαισάρειας (315), λέει ότι δεν πρέπει να χειροτονείται κάποιος πρεσβύτερος πριν γίνει 30 ετών. Και αιτιολογεί :

«Ὁ γὰρ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐν τῷ τριακοστῷ ἔτει ἐβαπτίσθη, καὶ ἤρξατο διδάσκειν (Λκ 3,23).»

Η ηλικία των 30 ετών θεωρούνταν η ηλικία της πνευματικής ωρίμανσης, γι αυτό και η ιερατεία και το κήρυγμα ή γενικά ο δημόσιος λόγος κάποιου ξεκινούσε απ’ αυτήν την ηλικία (Α΄ Παραλειπομένων 23,3). Βλέπουμε ότι ακόμα και οι ηλικίες των κληρικών βγαίνουν βάσει της Γραφής.

 

Ο 17ος αποστολικός κανόνας απαγορεύει την χειροτονία κληρικών που έχουν παντρευτεί 2 φορές.

Το ίδιο λέει και ο 12ος κανόνας του Μ. Βασιλείου. Παρόλο που δεν αναφέρεται αιτιολόγηση σε κανέναν απ’ τους 2 παραπάνω κανόνες, ούτε και στα σχόλιά τους, όμως η αιτιολόγηση βγαίνει απ’ την εντολή του απ. Παύλου που λέει ότι θα πρέπει να είναι «μιας γυναικός άντρες», τόσο για τον επίσκοπο, Α΄ Τι 3,2, και Ττ 1,7, όσο και για τον πρεσβύτερο Ττ 1,6, και τον διάκονο Α΄ Τι 3,12.

 

Ο 19ος κανόνας της Πενθέκτης, αρχίζει :

«Ὅτι δεῖ τοὺς τῶν ἐκκλησιῶν προεστῶτας, ἐν πάσῃ μὲν ἡμέρᾳ, ἐξαιρέτως δὲ ἐν ταῖς Κυριακαῖς, πάντα τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν ἐκδιδάσκειν τοὺς τῆς εὐσεβείας λόγους, ἐκ τῆς θείας γραφῆς ἀναλεγομένους τὰ τῆς ἀληθείας νοήματά τε, καὶ κρίματα, …»

Βάζουμε και την ερμηνεία του Νικοδήμου που ακολουθεί τον κανόνα :

«Διορίζει ο κανών, ότι οι προεστώτες των εκκλησιών, οι Επίσκοποι μεν προηγουμένως, επομένως δε και οι Πρεσβύτεροι, και εις κάθε ημέραν να διδάσκουν τον Κλήρον όλον και τον λαόν, εξαιρέτως δε και μάλιστα εις τας Κυριακάς (ή και τας λοιπάς εορτάς). Επειδή εις τας ημέρας ταύτας, με το να παύωσιν οι χριστιανοί από τα εργόχειρά των, συναθροίζονται εις τας εκκλησίας, και ακροάζονται τα Θεία λόγια, ακολούθως δε και οι διδάσκοντες εις αυτά, περισσότερον προξενούσι την ωφέλεια εις αυτούς.»

Βάζω και τα σχόλια του Νικοδήμου που έχει στην υποσημείωση :

«Εις τον παρόντα κανόνα εύρηται σημείωμα: “θαύμασον πώς σήμερον αμελείται ο γαρ οσιότατος ούτος λόγος”. Σημείωσαι τον παρόντα κανόνα, και ο πατριάρχης εκείνος κύριος Ιωάννης ο επονομαζόμενος του Χαλκηδόνος, όστις ήτο επί του Αλεξίου του Κομνηνού, καθ’ εκάστην Κυριακήν εδίδασκε, δι’ ό και ευρίσκονται αι διδασκαλίαι αυτού εν βιβλ. ιδιωτάτω. Ευρίσκεται δε και Κυριακοδρόμιον Ιωάννου, ή Γεωργίου Ξιφιλίνου Πατριάρχου Κωνσταντινούπόλεως, και άλλων Πατριαρχών τε και Επισκόπων. Συμφώνως με τον παρόντα κανόνα, λέγει και ο άγιος Ιουστίνος εν τη β΄ απολογία υπέρ των χριστιανών. Φησί γαρ, ότι κατά την Κυριακήν εσυναθροίζοντο από όλα τα μέρη οι χριστιανοί εις την εκκλησίαν. Και αφού ήθελον αναγνωσθούν εν τη λειτουργία, τα της Νέας και Παλαιάς Γραφής αναγνώσματα, έκαμνεν ο αρχιερεύς διδαχήν. “Είτα παυσαμένου του αναγινώσκοντος, ο προεστώς δια λόγου την νουθεσίαν, και πρόσκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιήται.” … Και ο Χρυσόστομος (ορίζει για τους προεστώτες) διδασκαλίαν έχοντας και προστασίαν του λαού.»

Βλέπουμε ότι η ανάγνωση της Αγίας Γραφής, και ακολούθως η εξήγηση και ανάλυση που γίνεται από τους προεστώτες επισκόπους ή πρεσβυτέρους, προς νουθεσία και μιμήσεως πράξη, είναι απαραίτητο στοιχείο της σύναξης των χριστιανών τις Κυριακές, που έγινε αργότερα γνωστή ως Θεία Λειτουργία.

Και θαυμάζει μάλιστα εκείνος που έγραψε την σημείωση που βρήκε ο Νικόδημος δίπλα στον κανόνα, που γράφει ότι «αμελείται σήμερον ο οσιότατος ούτος λόγος». Πολύ λυπηρή αυτή η διαπίστωση που προηγείται της εποχής του Νικοδήμου, αιώνες ίσως. Δυστυχώς και σήμερα συνήθως αμελείται στις εκκλησίες ο οσιότατος αυτός λόγος.

Η πολύ αρχαία μαρτυρία του Ιουστίνου (100-165) γνωστού ως απολογητού, που παραθέτει ο Νικόδημος, είναι από τις σπάνιες μαρτυρίες που έχουμε για την εκκλησία των χριστιανών των πρώτων μεταποστολικών χρόνων, οι οποίοι στις συνάξεις τους αυτό που έκαναν κυρίως, ήταν αυτό που παρέλαβαν απ’ τους αποστόλους, δηλ. ακρόαση της Γραφής που διάβαζε ο προεστώς.

 

Ο 2ος κανόνας της συνόδου της Αντιόχειας (341), λέει :

«Πάντας τοὺς εἰσιόντας εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τῶν ἱερῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ, ἢ ἀποστρεφομένους τὴν ἁγίαν μετάληψιν τῆς εὐχαριστίας κατά τινα ἀταξίαν, τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς ἐκκλησίας, …»

Το άξιον παρατηρήσεως εδώ είναι, ότι περιγράφεται έμμεσα μεν αλλά καθαρά, τί γινόταν ακριβώς στην Θεία Λειτουργία την εποχή εκείνη. Ότι δεν υπάρχει αμφιβολία για το ότι μιλάει για την Θεία Λειτουργία, μας το εξασφαλίζει η ερμηνεία του κανόνα που λέει ακριβώς αυτό, ότι πρόκειται για την Θεία Λειτουργία. Επομένως τα βασικά χαρακτηριστικά της ήταν κατά την χρονική σειρά που γίνονταν:

1.      Ακρόαση των ιερών Γραφών.

2.      Προσευχή με την συμμετοχή όλων, παρόλο που την απαγγελία της προσευχής την έκανε ο πρεσβύτερος. Ο λαός έδειχνε την συμμετοχή του λέγοντας το Αμήν στο τέλος της κάθε επί μέρους προσευχής.

3.      Μετάληψη της Θείας Ευχαριστίας.

Εννοείται ότι λέγονταν και ψαλμοί και ύμνοι, αλλ’ αυτοί δεν αναφέρονται εδώ γιατί λέγονταν σποραδικά μέσα στην Θεία Λειτουργία, όπως γίνεται και σήμερα. Δεν αποτελούσαν δηλαδή ένα συγκεκριμένο και διαρκές χρονικό κομμάτι.

 

Είδαμε στα περιεχόμενα του Πηδαλίου ότι υπάρχει τμήμα της ΛΘ΄ Εορταστικής Επιστολής του Μεγάλου Αθανασίου, που περιέχει τον Κανόνα της Αγίας Γραφής, δηλ. τον κατάλογο των γνήσιων βιβλίων της. Αυτός ο κατάλογος ή Κανόνας της Αγίας Γραφής, θεωρούμε ότι είναι ο πιο έγκυρος.

Το Πηδάλιο περιέχει και Κανόνα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, σε μορφή ποιητική, με τους πρώτους στίχους να εξηγεί ότι δίνει τον «έγκριτο» κατάλογο και αριθμό των αγίων βιβλίων, για να προληφθούν οι «κακότητες» που έχουν τα «κλεψίτυπα βιβλία».

Παρομοίως περιέχεται και ο μελοποιημένος κατάλογος του Αμφιλοχίου Ικονίου, με τους πρώτους στίχους να εξηγεί ότι υπάρχουν ψευδώνυμοι Βίβλοι, νόθοι σαν τα κίβδηλα νομίσματα, που χρησιμοποιούν το σεμνό όνομα της Γραφής. Και παραθέτει ονομαστικά «εκάστην βίβλον των θεοπνεύστων».

 

Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας στον 2ο κανόνα του, ερωτάται αν και κατά πόσο πρέπει να εγκρατεύονται οι σύζυγοι και ν’ απέχουν απ’ την συζυγική συνεύρεση, και φέρνει σαν απάντηση το χωρίο του απ. Παύλου που λέει:

«μὴ ἀποστερεῖτε ἀλλήλους, εἰ μή τι ἂν ἐκ συμφώνου πρὸς καιρὸν, ἵνα σχολάζητε τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῇ καὶ πάλιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέρχησθε, ἵνα μὴ πειράζῃ ὑμᾶς ὁ σατανᾶς διὰ τὴν ἀκρασίαν ὑμῶν.», Α΄ Κο 7,5.

 

Η σύνοδος της Καρθαγένης (418 ή 419), έχει τους παρακάτω κανόνες:

32ος Εκτός των κανονικών Γραφών, κανένα άλλο βιβλίο να μην αναγινώσκεται στην εκκλησία, υπενθυμίζοντας έτσι και τον 59ο κανόνα της Λαοδίκειας που είδαμε, και μάλιστα λέει, ούτε αυτά που φέρονται σαν θείες Γραφές. Και αναφέρει τον Κανόνα των βιβλίων της Αγίας Γραφής.

125ος Αυτός ο κανόνας που έχει συναφές περιεχόμενο με τους κανόνες 121-127, αναθεματίζει τον Πελάγιο μοναχό και τον μαθητή του Κελέστιο και την διδασκαλία τους που έλεγε ότι ο άνθρωπος παρόλο που παίρνει απ’ το Θεό την χάρη, αρκείται όμως για να σωθεί με την δική του θέληση και αρετή, (σύμφωνα και με τα σχόλια του Νικοδήμου, τόσο στα προλεγόμενα, όσο και στους επί μέρους κανόνες, που είναι εκτενή περιλαμβάνοντας και γνώμες πατέρων).

Όλοι οι παραπάνω κανόνες, τεκμηριώνονται με χωρία της Γραφής, και ειδικά ο 125ος, φέρνει την περικοπή της Επιστολής του Ιωάννη :

«ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν. 9 ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καὶ δίκαιος, ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας. 10 ἐὰν εἴπωμεν ὅτι οὐχ ἡμαρτήκαμεν, ψεύστην ποιοῦμεν αὐτὸν, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν.», Α΄ Ιω 1,8-10.

 

Ο 4ος κανόνας της Ζ΄ οικουμενικής συνόδου, αφορίζει τον αρχιερέα δηλ. επίσκοπο ή μητροπολίτη (ο μητροπολίτης ήταν επίσκοπος σε μεγάλη πόλη ή πρωτεύουσα επαρχίας) που κερδοσκοπεί χρηματικά, βασιζόμενος σε 5 χωρία της Γραφής, χωρίς άλλη αιτιολόγηση. Τελειώνει μάλιστα ο κανόνας ως εξής :

«… ἀναίσθητος ὄντως ἐστί (ο κερδοσκόπος αρχιερέας), … ὡς παραβάτης ἐντολῆς Θεοῦ, καὶ τῶν ἀποστολικῶν διατάξεων. Παραγγέλλει γὰρ καὶ Πέτρος, ἡ κορυφαία τῶν ἀποστόλων ἀκρότης, : “ποιμάνατε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστῶς, ἀλλ' ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως, 3 μηδ' ὡς κατακυριεύοντες τῶν κλήρων, ἀλλὰ τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου· 4 καὶ φανερωθέντος τοῦ ἀρχιποίμενος κομιεῖσθε τὸν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον (Α΄ Πε 5,2-4)” »

Σημειώνουμε μόνο εδώ, ότι ο Πέτρος δεν το λέει αυτό μόνο για τους αρχιερείς δηλ. τους κάθε τίτλου επισκόπους (ή μητροπολίτες ή πατριάρχες) αλλά για όλους τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας αφού το έργο τους είναι καθαρά ποιμαντικό, είτε είναι επίσκοποι, είτε πρεσβύτεροι. Αυτό φαίνεται απ’ το χωρίο που προηγείται της παραπάνω περικοπής :

«Πρεσβυτέρους τοὺς ἐν ὑμῖν παρακαλῶ ὁ συμπρεσβύτερος καὶ μάρτυς τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων, ὁ καὶ τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός», Α΄ Πε 5,1.

Θαυμαστό είναι ότι το μάθημα ταπεινοφροσύνης που μας δίνει ο απόστολος Πέτρος που θεωρείται από τον παρόντα κανόνα «των αποστόλων ακρότης», χαρακτηρισμό που θα τον αποποιούνταν ο ίδιος, αφού δεν χαρακτηρίζει τον εαυτό του, ούτε επίσκοπο, ούτε μητροπολίτη, ούτε πατριάρχη, κι ούτε φυσικά κορυφαίο των αποστόλων, αλλά θέλει να λέγεται εδώ απλά «συμπρεσβύτερος» (!) και αλλού «απόστολος Ιησού Χριστού», Α΄ Πε 1,1 ή «δούλος και απόστολος Ιησού Χριστού», Β΄ Πε 1,1.

 

Ο κανόνας 22 της Ζ΄ οικουμενικής συνόδου, προτρέπει τους κληρικούς και τον λαό, όταν μαζεύονται άνδρες και γυναίκες σε τραπέζι, για να φάνε και να πιούν, να μην εκτρέπονται:

«μὴ μετά τινων θυμελικῶν ἐπιτηδευμάτων, εἴτουν σατανικῶν ᾀσμάτων, κιθαρῶν τε, καὶ πορνικῶν λυγισμάτων, οἷς ἐπέρχεται ἡ προφητικὴ ἀρά, οὑτωσὶ λέγουσα· “Οὐαὶ οἱ μετὰ κιθάρας, καὶ ψαλτηρίου, τὸν οἶνον πίνοντες, τὰ δὲ ἔργα Κυρίου οὐκ ἐμβλέπουσι, καὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ οὐ κατανοοῦσι.” (Ησ 5,12)».

Γι αυτό ο κανόνας κατ’ αρχήν, υπενθυμίζει την ρήση του Χριστού :

«Χριστὸς δὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις αὐτοῦ, τὰς ἀρχὰς τῶν ἁμαρτημάτων ἐκκόπτειν προστέταχεν· οὐ γὰρ ἡ μοιχεία μόνον παρ᾿ αὐτοῦ κολάζεται, ἀλλὰ καὶ ἡ κίνησις τοῦ λογισμοῦ πρὸς τὴν τῆς μοιχείας ἐγχείρησιν κατακέκριται· λέγοντος αὐτοῦ· “Ὁ ἐμβλέψας γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτῆς, ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτήν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ.” (Μθ 5,28). Ἔνθεν οὖν μαθητευθέντες, λογισμούς ὀφείλομεν καθαιρεῖν.»

Και υπενθυμίζει άλλα 2 χωρία του Παύλου :

«“Εἴτε γαρ ἐσθίετε, εἴτε πίνετε”, ο θείος Απόστολος φησί, “πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε” (Α΄ Κο 10,31).».

«“ει και πάντα ἔξεστιν, ἀλλ' οὐ πάντα συμφέρει” (Α΄ Κο 10,23), ὡς ἐξ ἀποστολικῆς φωνῆς διδασκόμεθα.».

Και ο κανόνας καταλήγει, ότι αν έκαναν τέτοια κάποιοι χριστιανοί, πρέπει να διορθωθούν, αλλιώς θα υπάρξουν επιτίμια που κανονίζονται από κανόνες προηγούμενων συνόδων.

Άρα λοιπόν ο παρών κανόνας που βασίζεται αποκλειστικά στην Γραφή, δεν απαγορεύει φαγοπότια με χορούς μικτών παρεών, δηλ. ανδρών και γυναικών, αλλά απαγορεύει τα «σατανικά άσματα και χορούς μετά πορνικών λυγισμάτων», των γυναικών εννοείται, διότι αυτά κυρίως διεγείρουν λογισμούς μοιχείας, όπως αναλυτικά αναφέρει ο κανόνας.

Η επιστολή-απόφαση της συνόδου της Καρχηδόνας (255) επί Κυπριανού που περάστηκε ως κανονικό κείμενο, έχει σαν αντικείμενο τον υποχρεωτικό αναβαπτισμό αυτών που βαπτίστηκαν από αιρετικούς, και μετά γύρισαν στην μία ορθόδοξη και καθολική εκκλησία. Αν και ο κανόνας ακυρώθηκε από μετέπειτα συνόδους, φέρνει πλήθος επιχειρημάτων απ’ την Γραφή:

«Τούτο και νυν χειροτονούντες (χειροτονούντες εδώ κατά τον σχολιασμό του Νικοδήμου σημαίνει ψηφίζοντες, διορισμένοι), όπερ δια παντός και ισχυρώς κρατούμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι έξω της καθολικής Εκκλησίας, ενός όντος βαπτίσματος, και εν μόνη τη καθολική εκκλησία υπάρχοντος. Γέγραπται γαρ, “ἐμὲ ἐγκατέλιπον πηγὴν ὕδατος ζωῆς, καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, οἳ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν” (Ιερ 2,13). Και πάλιν η Αγία Γραφή προμηνύουσα λέγει, “Από ύδατος αλλοτρίου απέχεσθε, και από πηγής αλλοτρίας μη πίετε” (Πρμ 10,15)»

«Δια τε Ιεζεκιήλ του Προφήτου λέγει Κύριος, “καὶ ρανῶ ἐφ' ὑμᾶς καθαρὸν ὕδωρ, καὶ καθαρισθήσεσθε ἀπὸ πασῶν τῶν ἀκαθαρσιῶν ὑμῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν εἰδώλων ὑμῶν, καὶ καθαριῶ ὑμᾶς. 26 καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινὴν καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ἐν ὑμῖν ” (Ιεζ 36,25). Πώς δύναται καθαρίσαι και αγιάσαι ύδωρ ο ακάθαρτος ων αυτός, και παρ’ ώ Πνεύμα Άγιον ουκ εστί; Λέγοντος του Κυρίου εν Αριθμοίς, “καὶ παντὸς οὗ ἐὰν ἅψηται αὐτοῦ ὁ ἀκάθαρτος, ἀκάθαρτον ἔσται” (Αρ 19,22). Πώς βαπτίζων δύναται, άλλω δούναι άφεσιν αμαρτιών, ο μη δυνηθείς τα ίδια αμαρτήματα, έξω της Εκκλησίας (= ο αιρετικός ως έξω της Εκκλησίας ων, σύμφωνα με το εξηγητικό σχόλιο του Νικοδήμου) αποθέσθαι ;»

«Πώς δε εύξεται υπέρ του βαπτισθέντος, ουχί ιερεύς, αλλ’ ιερόσυλος και αμαρτωλός; Λεγούσης της Γραφής ότι «οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει.» (Ιω 9,31). Δια της αγίας Εκκλησίας νοούμεν άφεσιν αμαρτιών.»

«Και δια τούτο τα υπ’ αυτών (αιρετικών) γινόμενα, ψευδή και κενά υπάρχοντα, πάντα εστίν αδόκιμα. Ουδέν γαρ γίνεται δεκτόν, και αιρετόν είναι παρά Θεώ, των υπ’ εκείνων γινομένων, ους ο Κύριος πολεμίους και αντιπάλους αυτού λέγει εν τοις Ευαγγελίοις, “ὁ μὴ ὢν μετ' ἐμοῦ κατ' ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ' ἐμοῦ σκορπίζει” (Μθ 12,30).

 

Η σύνοδος της Γάγγρας (340) καταδίκασε και αναθεμάτισε τον αιρετικό Ευστάθιο και τους οπαδούς του. Σύμφωνα με τα σχόλια του Νικοδήμου στα προλεγόμενα ο Ευστάθιος αυτός, χρημάτισε επίσκοπος της Σεβάστειας στην Αρμενία, και ήταν υπερβολικά συντηρητικός και ασκητικός, και «από την πολλήν ακρίβειαν και άσκησιν, έπεσεν εις τα παράλογα και αιρετικά φρονήματα».

Η σύνοδος αυτή έχει τους παρακάτω κανόνες που σχετίζονται με τον γάμο και την οικογένεια (βάζουμε σύντομη μετάφραση):

1ος «Όποιος μέμφεται τον γάμο, και την πιστή και ευλαβή παντρεμένη γυναίκα, να είναι ανάθεμα».

Και η ερμηνεία του κανόνα λέει : «Καθώς οι Μανιχαίοι το πρότερον, και οι άλλοι αιρετικοί τον νόμιμον γάμον διέβαλλον, ούτω και οι του μιαρού Ευσταθίου μαθηταί ύστερον, περί ών προφητικώς είπεν ο θείος απόστολος, ότι “ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων, 2 ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυστηριασμένων τὴν ἰδίαν συνείδησιν, 3 κωλυόντων γαμεῖν,” (Α΄Τι 4,1-3). Διά τούτο και ο παρών κανών αναθεματίζει τους τοιούτους οπού κατηγορούν τον γάμον…».

2ος «Όποιος κατακρίνει αυτόν που τρώει κρέας μετ’ ευλαβείας και πίστεως, και τον θεωρεί ως μη έχοντα ελπίδα σωτηρίας, να είναι ανάθεμα.»

Και η ερμηνεία λέει : «Και τούτο ο απόστολος προεφήτευσεν, ότι θέλουν ειπή οι περί τον Ευστάθιον τον κατηγορούντα τους τρώγοντας κρέας. Φησί γαρ ακολούθως εις το ρητόν “ἀπέχεσθαι βρωμάτων ἃ ὁ Θεὸς ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετὰ εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν ἀλήθειαν. 4 ὅτι πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον· 5 ἁγιάζεται γὰρ διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως.” (Α΄ Τι 4,3-5). Διά τούτο και ο παρών κανών αναθεματίζει τους τοιούτους οπού κατακρίνουν τον μετά ευχαριστίας και πίστεως τρώγοντα κρέας …»

9ος «Όποιος παρθενεύει ή εγκρατεύεται, βδελυττόμενος (= απεχθανόμενος) τον γάμο και γίνεται μοναχός, να είναι ανάθεμα

10ος «Αν κάποιος από τους παρθενεύοντες, κατεπαίρεται (= υπερηφανεύεται και καταφρονεί) τους παντρεμένους, να είναι ανάθεμα

15ος «Αν κάποιος παρατάει τα παιδιά του, και δεν τεκνοτροφεί, με πρόφαση την θεοσέβεια και την άσκηση, να είναι ανάθεμα.»

Η ερμηνεία του κανόνα λέει:

«Ανίσως τα άλογα ζώα, και αυτά τα θηρία και λεοντάρια επιμελούνται τους σκύμνους των, πόσο μάλλον οι λογικοί άνθρωποι πρέπει να περιέπουσιν ταύτα. Δι ό και ο θείος Παύλος λέγει “εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων.”, (Α΄ Τι 5,8). Και “ καὶ οἱ πατέρες μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλ' ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου.” (Εφ 6,4). Και πάλιν διά την χήραν λέγει «αν ετεκνοτρόφησε» (Α΄ Τι 5,10). Και διά τας πρεσβυτέρισσας και γερόντισσας να παιδεύουσι τας νέας εις το «να είναι φίλανδροι και φιλότεκνοι» (Ττ 2,4).»

16ος «Αν κάποια τέκνα γίνονται μοναχοί, και δεν αποδίδουν την προσήκουσα τιμή στους γονείς τους με πρόφαση την θεοσέβεια, να είναι ανάθεμα»

Η ερμηνεία του κανόνα λέει καθαρά, ότι η προσήκουσα αυτή τιμή δεν είναι άλλη από την φροντίδα των γέρων γονέων και την γηροκόμησή τους από τα τέκνα. Είναι φανερό στον καθένα, ότι η τέτοια αποφυγή και εγκατάλειψη των γέρων γονέων, και μάλιστα χάριν της θεοσέβειας, είναι εκτός από καταπάτηση της 5ης θεμελιώδους εντολής του Δεκαλόγου, και μέγιστη και βδελυκτή υποκρισία. [Κι όμως ο Σιαμάκης διδάσκει στους μαθητές του την καταπάτησή της, ο αντίχριστος. Βλέπε την σελίδα μας, ΤΑ ΚΑΤ’ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΣΙΑΜΑΚΗ .]

Η σύνοδος της Λαοδίκειας (341) έχει τους παρακάτω κανόνες :

35ος Απαγορεύει ο κανόνας την λατρεία των αγγέλων, και την ονομάζει «κεκρυμμένη ειδωλολατρεία», κι όποιος επιδίδεται σ’ αυτήν, «έστω ανάθεμα».

Στα σχόλιά του ο Νικόδημος, βάζει αυτά που έχουν λεχθεί γι αυτήν την αίρεση απ’ τους πατέρες Επιφάνειο Κύπρου και Θεοδώρητο, και απ’ τον Ωριγένη, αλλά κυρίως παραπέμπει στην προς Κολασσαείς επιστολή του Παύλου.

Η Αγία Γραφή πρώτη λοιπόν μέσω του Παύλου, χτυπάει την ίδια αυτή αίρεση – αφού στέλνει την επιστολή του αυτή και στους Λαοδικείς, Κλ 2,1 και 4,16 – με την φράση :

«μηδεὶς ὑμᾶς καταβραβευέτω θέλων ἐν ταπεινοφροσύνῃ καὶ θρησκείᾳ τῶν ἀγγέλων, ἃ μὴ ἑώρακεν ἐμβατεύων, εἰκῇ φυσιούμενος ὑπὸ τοῦ νοὸς τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, 19 καὶ οὐ κρατῶν τὴν κεφαλήν, ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶμα διὰ τῶν ἁφῶν καὶ συνδέσμων ἐπιχορηγούμενον καὶ συμβιβαζόμενον αὔξει τὴν αὔξησιν τοῦ Θεοῦ», Κλ 2,18-19.

Απαράδεκτοι λοιπόν κατά τον Παύλο, αυτοί οι αιρετικοί που μέσω προσποιητής ταπεινοφροσύνης και της θρησκείας των αγγέλων – πιο κάτω την ονομάζει και εθελοθρησκεία, 2,23 – που φτιάχνουν, σύμφωνα μ’ αυτά που θέλουν να κάνουν φιγούρα, αφού πρόκειται για άτομα φυσιωμένα (= φουσκωμένα από περηφάνια).

Εκτενέστερα σχόλια που έχει και το Πηδάλιο γι αυτήν την αίρεση θα βρείτε στη σελίδα μας, Η ΑΓΓΕΛΟΛΑΤΡΕΙΑ & Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ ΣΙΑΜΑΚΗΣ .

48ος «Ὅτι δεῖ (= πρέπει) τοὺς φωτιζομένους μετὰ τὸ βάπτισμα χρίεσθαι χρίσματι ἐπουρανίῳ, καὶ μετόχους εἶναι τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ.»

Πρόκειται για την δεύτερη αναφορά του χρίσματος σε κανόνα. Η πρώτη έγινε στην επιστολή-απόφαση της Καρχηδόνας (255), που τον είδαμε ανωτέρω και μιλούσε για τον αναβαπτισμό. Εκεί αναφέρεται ότι ο βαπτιζόμενος, όταν χρίεται γίνεται μέτοχος Χριστού.

Ο Νικόδημος αναφέρει σχόλιο του Κυρίλλου Ιεροσολύμων που υπάρχει στο έργο του Κατηχήσεις:

«ούτω και ημίν αναβεβηκόσιν από της κολυμβήθρας των ιερών ναμάτων, εδόθη χρίσμα το αντίτυπον, ού εχρίσθη Χριστός.»

Και συνεχίζει το σχόλιο του Κυρίλλου που λέει ότι το χρίσμα είναι σύμβολο ότι λαμβάνουμε το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος. Και ότι με το χρίσμα γινόμαστε χριστοί Κυρίου και μέτοχοι Χριστού, κατά το ψαλμικό:

«διὰ τοῦτο ἔχρισέ σε ὁ Θεὸς ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρὰ τοὺς μετόχους σου.», Ψα 44,8.

Πρώτη η Γραφή λοιπόν με τον προφητικό ψαλμό, και ύστερα με την βάπτιση του Χριστού όπου κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα με μορφή (εν είδει) περιστεράς επάνω του Λκ 3,22, προδιαγράφει το μυστήριο του χρίσματος.

59ος «Ὅτι οὐ δεῖ (= δεν πρέπει) ἰδιωτικοὺς ψαλμοὺς λέγεσθαι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, οὐδὲ ἀκανόνιστα βιβλία, ἀλλὰ μόνα τὰ κανονικὰ τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης.

Απαγορεύει λοιπόν, ο κανόνας να ψάλλονται στην Εκκλησία ιδιωτικοί ψαλμοί (δηλαδή άλλοι παρεκτός των Ψαλμών της Γραφής), και να διαβάζονται άλλα βιβλία, παρά μόνο τα κανονικά βιβλία της Καινής και Παλαιάς Διαθήκης. Ο κανόνας εννοεί ότι άλλα βιβλία καλά και ωφέλιμα, μπορεί να διαβάζουν οι χριστιανοί, ή να ψάλλουν ύμνους ιδιωτικής προέλευσης και ποίησης προς τον Θεό, αλλά σε άλλες στιγμές, και όχι στην εκκλησία, όπου την αποκλειστικότητα έχει η Αγία Γραφή, και οι ψαλμοί και ύμνοι που υπάρχουν σ’ αυτήν.

60ός Ο κανόνας αυτός είναι διάσημος γιατί περιέχει κατάλογο των βιβλίων της Αγίας Γραφής, και θεωρείται απ’ τους αρχαιότερους. Ξεκινάει με την σύσταση, ότι «Ὅσα δεῖ (= πρέπει) βιβλία ἀναγινώσκεσθαι» εννοώντας στην εκκλησία, αφού είναι συνέχεια του αμέσως προηγούμενου κανόνα που είδαμε. Όμως ο κατάλογος δεν είναι ο σωστός Κανόνας της Γραφής καθώς δεν έχει την Αποκάλυψη στην Καινή, ενώ περιλαμβάνει την Εσθήρ στη Παλαιά.

Ο 2ος κανόνας του Μ. Βασιλείου κανονίζει την επιτηδευμένη άμβλωση θεωρώντας την φόνο, αρνούμενος τυχόν δικαιολογίες για «μορφωμένο» (= έχον πάρει μορφή) ή «εξεικονισμένο» ή «αμόρφωτο» έμβρυο. Και στα σχόλιά του ο Νικόδημος λέει ότι ο Βασίλειος έχει κατά νου την περικοπή της Εξόδου, όπου ο μωσαϊκός νόμος λέει:

«ἐὰν δὲ μάχωνται δύο ἄνδρες καὶ πατάξωσι γυναῖκα ἐν γαστρὶ ἔχουσαν καὶ ἐξέλθῃ τὸ παιδίον αὐτῆς μὴ ἐξεικονισμένον, ἐπιζήμιον ζημιωθήσεται· καθότι ἂν ἐπιβάλῃ ὁ ἀνὴρ τῆς γυναικός, δώσει μετὰ ἀξιώματος· 23 ἐὰν δὲ ἐξεικονισμένον ᾖ, δώσει ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς», Εξ 21,22-23.

Ο Μ. Βασίλειος εννοεί ότι στην περικοπή της Εξόδου πρόκειται για μάχη ανδρών που γίνεται πλάι σε γυναίκα έγκυο, που αν δεν φαίνεται έγκυος, το κτύπημα που προξενεί την αποβολή, θεωρείται απ’ το Θεό ακούσιο και απλώς αποζημιώνεται. Η επιτηδευμένη άμβλωση όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ακούσια, όπως και το χτύπημα στην έγκυο που έχει καλοσχηματισμένη κοιλιά, και θεωρείται απ’ τον μωσαϊκό νόμο ότι έπρεπε αυτή να προσεχθεί, και άρα λογαριάζεται για φόνος στον οποίο πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη κατά το μωσαϊκό «οφθαλμόν αντί οφθαλμού, και ζωή αντί ζωής».

Επίσης οι κανόνες του Μ. Βασιλείου 31, 33, 35, 39, και 41 που αφορούν θέματα γάμου, μοιχείας, και χηρείας βασίζονται στα λόγια του Χριστού και του Παύλου.

Θεωρούμε αρκετά τα παραπάνω, για να φανεί η βάση και η άμεση και σοβαρή εξάρτηση των κανόνων των συνόδων και των πατέρων από την Αγία Γραφή. Τους κανόνες όλων των συνόδων πλην της επιστολής-απόφασης της Καρχηδόνας επί Κυπριανού (256), τοπικών και οικουμενικών, μπορείτε να τις βρείτε ηλεκτρονικά στην σελίδα, Οικουμενικές Σύνοδοι (uoa.gr) . Σ’ αυτήν θα βρείτε και όλους τους κανόνες των μεμονωμένων πατέρων που περάστηκαν στις συλλογές κανόνων, και στο Πηδάλιο.

Άλλα σπουδαία θέματα και συμπεράσματα που βγαίνουν απ’ την μελέτη του Πηδαλίου, διαπραγματευόμαστε στις σελίδες μας, ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟΝ (ΜΕΡΟΣ B΄) – OI ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (1ο) , OI ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (2o) , ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (3ο) – Η ΓΕΛΟΙΑ «ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑ» ΤΟΥ ΣΙΑΜΑΚΗ , ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟ (ΜΕΡΟΣ Γ΄) – ΟΙ ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ & Η ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ .