OI ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (2o)

brown wooden bridge over river
brown wooden bridge over river
THE APOSTOLIC CANONS (2nd)

Θεσσαλονίκη 5-11-2016 (πρώτη δημοσίευση) 8-10-2021 (νέα δημοσίευση με προσθήκες)

Κι αφού είδαμε τις αρχαίες μαρτυρίες και πηγές για τον προσδιορισμό της χρονολογίας σύνταξης των αποστολικών λεγόμενων κανόνων στη σελίδα μας, ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟΝ (ΜΕΡΟΣ B΄) – OI ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (1ο) ,

εδώ θα εξετάσουμε ποιοι απ’ τους κανόνες αυτούς δεν έρχονται απ’ την αρχαία παράδοση (ήθη) της αποστολικής εκκλησίας, και άρα γράφτηκαν και παρεισέφρησαν αργότερα μέσα στο σώμα των κανόνων.

Οι κανόνες 3ος και 4ος ονομάζουν θυσιαστήριο τον χώρο όπου ο πρεσβύτερος ετοιμάζει την Θεία Ευχαριστία (ο χώρος σήμερα καλούμενος ιερό). Αυτή η ονομασία όμως και γενικότερα το χώρισμα και η διάκριση των χώρων μέσα στην εκκλησιαστική σύναξη μπήκε τον 4ο αι., μαζί και με άλλα συνοδευτικά στοιχεία όπως ήταν η κλιμακωτή μεταβολή του έργου των διακόνων απ’ την καθαρά τεχνική διακονία διαφόρων εργασιών όπως ήταν τα συσσίτια [Πρξ κεφ. 6] στην διακονία εντός της Θείας Λειτουργίας, κάτι που έφερε την διάκριση των ρόλων διακόνων και διακονισσών και την σταδιακή κατάργηση του θεσμού των διακονισσών.

[Βλέπε την εργασία μας στο μάθημα του Εκκλησιαστικού Δικαίου που έχουμε βάλει στην σελίδα μας, όπου αναλύουμε εκτενώς τα θέματα αυτά που έχουν ως αίτιο την εξέλιξη της Θείας Λατρείας απ’ την ουσιαστική λατρεία της χριστιανικής πίστεως των 3 πρώτων αιώνων στη τυπολατρία και εισδοχή μαγικού στοιχείου στον εκκλησιαστικό χώρο και στην Θεία Ευχαριστία. Γι αυτό και φτάσαμε σήμερα στην υποκρισία όπου οι επίσκοποι να διαμαρτύρονται εντόνως υπερασπιζόμενοι την μαγική ιδιότητα της Θείας Ευχαριστίας, ότι δηλ. δεν μπορεί να κολλήσει κάποιος … κωρονοϊό μέσω της Θείας Κοινωνίας, ενώ την ίδια στιγμή και περίοδο οι ίδιοι αυτοί επίσκοποι έχουν τις εκκλησίες κλειστές!! Και μόνη η υποκρισία τους φανερώνει την αναλήθειά τους. Ούτε ο χώρος της εκκλησιαστικής σύναξης και του ιερού της έχει κάτι μαγικό, ούτε φυσικά η Θεία Κοινωνία. Το σώμα και το αίμα του Χριστού μετουσιώνεται σε πνευματικό επίπεδο και όχι σε υλικό, και αυτός που πιστεύει και κοινωνεί ωφελείται μόνο πνευματικά, ακόμα κι αν αυτό του προξενήσει ασθένεια και πόνο στο σώμα, ή του κοστίσει την παρούσα και προσωρινή ζωή του. Περισσότερα για το θέμα αυτό μπορείτε να διαβάσετε στη σελίδα μας,

ΤΟ ΘΗΡΙΟ ΚΑΙ Ο ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΗΣ (ΜΕΡΟΣ Α΄) – ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΜΙΑΣ, ΑΓΙΑΣ, ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΚΑΙ ΠΩΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ .]

Πρώτος λοιπόν που αναφέρει την λέξη θυσιαστήριο για τον χώρο του ιερού είναι ο Μ. Αθανάσιος σε διασωθέν απόσπασμα απολεσθέντος και άγνωστου έργου του (PG 26,1257C) που το έγραψε κατά το διάστημα που διετέλεσε επίσκοπος Αλεξανδρείας, δηλ. απ’ το 326 μέχρι τον θάνατό του το 373.

Επομένως οι κανόνες αυτοί είναι μεταγενέστεροι της αρχικής συντάξεως. Άλλωστε οι κανόνες αυτοί απαγορεύουν κάποιες τροφές όπως φρούτα και οπώρες και όσπρια και κρέατα, να μπουν ως συστατικά για την Θεία Ευχαριστία, κάτι που δεν χρειάζεται να κάνει κανένας κανόνας, αφού τα συστατικά της παραδίδονται απ’ την Καινή Διαθήκη και είναι μόνο 2, κρασί και άρτος (Μθ 26,26-28, Μκ 14,22-24, Λκ 22,19-20, Α΄ Κο 11,23-25).

Ο 7ος κανόνας λέει :

«Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, τὴν ἁγίαν τοῦ πάσχα ἡμέραν πρὸ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετὰ Ἰουδαίων ἐπιτελέσοι, καθαιρείσθω.»

Ο κανόνας αυτός αφορά τον εορτασμό του πάσχα. Απ’ τα μέσα του 2ου αιώνα ακόμα, υπήρξε διαφωνία για την ημερομηνία του πάσχα, καθώς οι κατά τόπους εκκλησίες το γιόρταζαν η κάθε μία σύμφωνα με την δική της αντίληψη. Όλες οι αρχαίες μαρτυρίες συμφωνούν στο γεγονός ότι η διαφωνία αυτή για το πάσχα βρέθηκε, και δεν έγινε σε μια σύσκεψη ή συνάντηση ή σύνοδο στην οποία θεσπίστηκε ο εορτασμός του πάσχα και κατόπιν προέκυψε η διαφωνία. Αυτό αποτελεί έμμεση μαρτυρία ότι το πάσχα δεν παραδόθηκε απ’ τους αποστόλους.

Άμεση μαρτυρία αποτελεί η Καινή Διαθήκη, η οποία δεν παραδίδει καμιά γιορτή κι ούτε φυσικά ετήσιο εορτασμό πάσχα. Ο Παύλος απευθυνόμενος στους Κολασσαείς είναι σαφής:

«Μὴ οὖν τις ὑμᾶς κρινέτω ἐν βρώσει ἢ ἐν πόσει ἢ ἐν μέρει ἑορτῆς ἢ νουμηνίας ἢ σαββάτων, 17 ἅ ἐστι σκιὰ τῶν μελλόντων, τὸ δὲ σῶμα Χριστοῦ.», Κολ 2,16-17.

Τους δε Γαλάτες που ξεστράτισαν απ’ το ευαγγέλιο και άρχισαν να τηρούν ιουδαϊκά έθιμα, περιτομή και εορτές, ελέγχει ο Παύλος κατηγορηματικά:

«νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα, οἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε; ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας καὶ καιροὺς καὶ ἐνιαυτούς!», Γα 4,9-10.

Απεναντίας, αυτό που παραδίνει η Κ. Διαθήκη είναι η σταύρωση και ανάσταση του Χριστού που καταγγέλεται με την Θεία ευχαριστία και τελείται με την συμμετοχή των πιστών – συμμετοχή όχι μόνο στην προσευχή για την μετουσίωση του άρτου και οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού, αλλά και στο φάγωμα αυτής – κάθε Κυριακή στην εκκλησία, Μθ 26,26-28, Μρ 14,22-24, Λκ 22,19-20, Ιω 6,48-58, Α΄ Κο 11,23-30. Και αν μελετήσουμε τις πασχάλιες έριδες του 2ου αιώνα, θα βρούμε ότι οι εκκλησίες της Μ. Ασίας είχαν αυτή την παράδοση απ’ τον τελευταίο απόστολο Ιωάννη τον ευαγγελιστή, και άρα ο εορτασμός του πάσχα ακόμα και σ’ αυτούς μπήκε αργότερα. Επομένως ο Χριστός και οι απόστολοι παρέδωσαν μόνο το πάσχα της κάθε Κυριακής.

Η εκκλησιαστική ιστορία μας πληροφορεί ότι ήδη γύρω στο 160, ο Πολύκαρπος επίσκοπος Σμύρνης ταξιδεύει στην Ρώμη για να διευθετήσει το ζήτημα της ημερομηνίας του πάσχα, με τον εκεί επίσκοπο Ανίκητο. Οι πασχάλιες έριδες που ήταν κατ’ ουσία μόνο διαφωνίες χωρίς καυγάδες, συνεχίστηκαν για 1,5 αιώνα ακόμη, μέχρι την τελική διευθέτηση του θέματος από την Α΄ οικουμενική (325) που εξέδωσε όρο με τον οποίο το πάσχα θα εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την εαρινή ισημερία. Και φυσικά δεν επέβαλε ποινές ή επιτίμια για τους πιστούς που δεν θα τηρήσουν αυτήν την ημερομηνία. Απλώς η σύνοδος όρισε έναν κοινό εορτασμό του πάσχα, ως πρόληψη για να μην υπάρχουν διαφοροποιήσεις και διαφωνίες στην ενότητα της εκκλησίας που θα μπορούσαν αργότερα να δημιουργήσουν προβλήματα διάσπασης.

Οι ποινές για την παρέκκλιση του εορτασμού του πάσχα, πρώτη φορά επιβλήθηκαν από την τοπική σύνοδο της Αντιόχειας (341) με τον 1ο κανόνα της. Και αυτό είναι φανερό διότι, ενώ ο κανόνας της κάνει λόγο για τον όρο της εν Νικαία συνόδου (Α΄ οικ.) που αφορά το πάσχα, λέει ότι αυτοί που θα τον καταπατήσουν θα καθαιρούνται αν είναι κληρικοί, και θα αφορίζονται αν είναι λαϊκοί. Το καινούργιο δηλαδή που εισάγει η σύνοδος της Αντιόχειας για τον εορτασμό του πάσχα, είναι η ποινή ή το επιτίμιο.

Επομένως αυτός ο κανόνας παρεισέφρησε μέσα στους αποστολικούς μετά την σύνοδο της Αντιόχειας, δηλ. μετά το 341.

Οι κανόνες 17ος και 19ος απαγορεύουν την χειροτονία κληρικού σε κάποιες περιπτώσεις όπου αντίστοιχα ο υποψήφιος έχει απαράδεκτη γαμική σχέση με παλλακή (17ος) και με 2 αδελφές ή την αδελφή του (19ος). Αυτά όμως είναι απαράδεκτα και για τον χριστιανό που είναι απλό μέλος της εκκλησίας. Το γεγονός ότι τα φέρνουν οι κανόνες για να προλάβουν τους εν λόγω παραβάτες απ’ το να χειροτονηθούν κληρικοί, δείχνει μια σήψη του εκκλησιαστικού ήθους που κάνει υποχωρήσεις στον ηθικό βίο σαν να λέει: «εντάξει, είπαμε να ανεχθούμε τους παραβάτες, αλλ’ όχι αυτοί να γίνουν και κληρικοί!».

Απεναντίας ο 18ος κανόνας δείχνει μια υπερβολική αυστηρότητα καθώς απαγορεύει την χειροτονία κληρικού όταν ο υποψήφιος έχει συνάψει γάμο με γυναίκα αμφιβόλου ηθικής, και μέσα στις περιπτώσεις που διακρίνει, συμπεριλαμβάνει και τον γάμο με χήρα ή δούλη ή χωρισμένη που διώχτηκε απ’ τον άντρα της (εκβεβλημένη). Ειδικά στην περίπτωση της χήρας φαίνεται ότι ο συγγραφέας του κανόνα μπέρδεψε την απαγόρευση της Καινής Διαθήκης όπου ο Παύλος μιλάει για τους υποψήφιους κληρικούς που θα πρέπει να είναι «μιας γυναικός άντρες» (Α΄ Τιμ 3,2 και 12, Τιτ 1,6). Δεν βάζει κάποιο περιορισμό για τις γυναίκες των υποψηφίων, και το μόνο που απαιτείται γι αυτές είναι να είναι απλά μέλη της εκκλησίας.

Γενικά οι παραπάνω κανόνες δεν αντανακλούν την αποστολική παράδοση και γράφτηκαν μάλλον μετά το 325.

Ο 25ος κανόνας υπαγορεύει καθαιρέσεις επισκόπων, πρεσβυτέρων και διακόνων επί σοβαρών αμαρτημάτων, και επεκτείνει αυτήν και στους υπόλοιπους κληρικούς. Όμως μέχρι και το 3ο αιώνα δεν είχαμε άλλες κατηγορίες κληρικών εκτός των 3 που ανέφερε αρχικά ο κανόνας. Στον 4ο αι. μπήκαν και άλλες κατηγορίες, όπως αναγνώστες (διάβαζαν στην εκκλησία την Γραφή) και ψάλτες (υμνωδοί). Πιθανώς ο πρώτος αναγνώστης που αναφέρεται στην ιστορία είναι ο Μ. Αθανάσιος που έγινε στην ηλικία των 18 ετών στην εκκλησία της Αλεξάνδρειας (γύρω στο 315).

Άρα και αυτός ο κανόνας είναι μεταγενέστερος.

Ο 26ος κανόνας δεν επιτρέπει τον γάμο σε επισκόπους, πρεσβυτέρους και διακόνους, παρά μόνο σε αναγνώστες και ψάλτες.

Ισχύουν κι εδώ αυτά που είπαμε στον προηγούμενο κανόνα, κι επιπλέον υπάρχει η τοπική σύνοδος της Αγκύρας (314) η οποία με τον 10ο κανόνα της επιτρέπει τον γάμο των διακόνων όταν αυτοί δεν έδωσαν υπόσχεση αγαμίας. Συνεπώς, αυτός ο κανόνας της Αγκύρας αντανακλά το αρχαίο έθος ή την αποστολική παράδοση καλύτερα απ’ τον παρόντα αποστολικό.

Αναλυτικά σχόλια κι εξηγήσεις για το θέμα του γάμου των διακόνων και γενικότερα την αγαμία των κληρικών όπως αυτή εξελίχθηκε στην διάρκεια των πρώτων 7 αιώνων και φαίνεται στους κανόνες τοπικών και οικουμενικών συνόδων θα βρείτε στην εργασία μας που κάναμε στο 4ο έτος (8ο εξάμηνο) της θεολογίας και την αναρτούμε στη σελίδα μας, ΕΡΓΑΣΙΑ - ΤΟΠΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ .

Ο 34ος κανόνας εισάγει πρώτη φορά στην εκκλησία το πρωτείο κάποιων επισκόπων που τους αναγορεύει ως κεφαλή εκάστου έθνους. Απ’ εδώ παίρνει και η Α΄ οικουμενική την έννοια των πρεσβείων (6ος κανόνας της) και θεωρεί πρώτους επισκόπους επαρχιών (διοικήσεων) που τους ονομάζει μητροπολίτες, τον Ρώμης για την Ιταλία, τον επίσκοπο Αλεξανδρείας για την Αίγυπτο με τα μέρη Λιβύης και Πεντάπολης, τον επίσκοπο Αντιοχείας για την επαρχία της Ανατολής κλπ..

Όμως η Καινή Διαθήκη δεν παρέδωσε κανένα πρωτείο και όλοι οι επίσκοποι είναι ίσοι. Συνεπώς ο παρών αποστολικός είναι μεταγενέστερος της αποστολικής παράδοσης. Έχει όμως ένα καλό: αποτρέπει τον μητροπολίτη από κάθε πρωτοβουλία ή απόφασή του στην οποία δεν θα συμφωνήσουν και οι άλλοι επίσκοποι της επαρχίας. Έτσι διατηρεί κατά κάποιο τρόπο την ισότητα μεταξύ τους, μια ισότητα όμως που δεν βόλευε τους αυτοκράτορες στα ύστερα χρόνια του Βυζαντίου, όταν αυτοί ήθελαν να έχουν τον επίσκοπο Κων/πολης (που στο μεταξύ φόρεσε τον τίτλο του οικουμενικού πατριάρχη) στην σφαίρα επιρροής τους για να ελέγχουν καλύτερα και διπλωματικότερα την εκκλησία. Δεν αδικούμε τους αυτοκράτορες γι αυτό διότι αυτοί ήθελαν πάντα την ενότητα κι εσωτερική γαλήνη της αυτοκρατορίας, όπως την θέλει κάθε βασιλιάς, ακόμα και άπιστος. Κατηγορούμε όμως τους επισκόπους και πατριάρχες για την ανοχή και υπακοή που έδειξαν στους αυτοκράτορες με συνέπεια διάφορα επεισόδια με βία κι έκτροπα που σημειώθηκαν σε οικουμενικές συνόδους. Βλέπε περισσότερα για τα θέματα αυτά στην εργασία μας που αναρτούμε στη σελίδα, ΕΡΓΑΣΙΑ - ΤΟΠΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ .

Ο 37ος κανόνας καθιερώνει σύνοδο επισκόπων δις του έτους (προφανώς εννοεί σε κάθε επαρχία διότι μια οικουμενική σύνοδος ήταν δύσκολη και πολυδάπανη υπόθεση) για να διαλύει «τὰς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας», όπως λέει.

Φαίνεται καλή καταρχήν η θέσπιση αυτή για 2 συνόδους το χρόνο, αλλά οι αντιλογίες όπως έδειξε η εκκλησιαστική ιστορία είναι πολλές και διάφορες και προκύπτουν ξαφνικά, διότι αυτή είναι η δουλειά του διαβόλου, να βάζει πρόσκομμα και φωτιά στην ενότητα της εκκλησίας.

Γι αυτό και νομίζω πρέπει τα προβλήματα να λύνονται αμέσως με την εμφάνισή τους, για να μην τα τρέφει ο χρόνος που περνάει και θεριεύει την «μόλυνση», όπως αμέσως τα έλυσαν οι 2 σύνοδοι που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη: μία στις Πράξεις (κεφ. 16) με την γνωστή αποστολική σύνοδο που έλυσε το πρόβλημα των ιουδαϊζόντων οι οποίοι έβαζαν βόμβα στα θεμέλια της νεοσύστατης εκκλησίας, και μία στην Κόρινθο (Α΄ Κο κεφ. 5) όπου σταμάτησε η παράβαση ενός μέλους της εκκλησίας, ο οποίος υπό την σιωπή και ανοχή των άλλων χριστιανών νόμιζε ότι καλώς πράττει, ενώ στην ουσία διέπραττε πορνεία κατά συρροή.

Συνεπώς ο εν λόγω κανόνας δεν απηχεί την αποστολική παράδοση που ήθελε τα τυχόν προβλήματα να λύνονται άμεσα.

Ο 62ος κανόνας δέχεται μεν τους πεπτωκότες (αυτούς που αρνήθηκαν τον Χριστό ενόψει μαρτυρίου) αλλά δεν τους επιτρέπει να μπουν στον κλήρο. Ξεχνάει όμως ότι ο Πέτρος, ο πιστός και σκληροπυρηνικός εκείνος μαθητής του Χριστού, αρνήθηκε τον Κύριό του 3 φορές στην αυλή του αρχιερέα, και αφού μετάνιωσε έγινε κορυφαίος απόστολος. Όλα λοιπόν εξαρτώνται απ’ το ήθος και την διαγωγή που θα δείξει ο μετανοήσας μετά την μετάνοιά του. Και μπορεί να γίνει πιο θερμός και απ’ αυτούς που αντιστάθηκαν και δεν υποχώρησαν μπροστά στο μαρτύριο.

Συνεπώς ο κανόνας είναι πιο αυστηρός της αποστολικής παράδοσης και άρα μεταγενέστερος.

Ο 69ος κανόνας λέει :

«Όποιος κληρικός δεν νηστεύει την αγία Τεσσαρακοστή, και κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, να καθαιρείται, κι αν είναι λαϊκός ν’ αφορίζεται.»

Η νηστεία της Τεσσαρακοστής

Έχουμε βιώσει και μεγαλώσει όλοι μας με την πεποίθηση ότι το πάσχα και η Τεσσαρακοστή είναι 2 πράγματα άρρηκτα συνδεδεμένα. Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Είδαμε παραπάνω την σχετική ιστορία για το εορτασμό του πάσχα. Όμως σε όλες αυτές τις αρχαίες αναφορές για το πάσχα και τις πασχάλιες έριδες και μέχρι την Α΄ οικουμενική σύνοδο, δεν υπάρχει καμία αναφορά για την Τεσσαρακοστή! Και μάλιστα αξίζει να δούμε τι λένε κάποιοι Πατέρες.

Ο Διονύσιος επίσκοπος Αλεξανδρείας (επισκοπεία 247-264), έγραψε 4 κανόνες που παραδίδονται στο Πηδάλιο, και στον 4ο κανόνα του που αφορά την νηστεία του πάσχα και την ώρα που πρέπει να τελειώσει αυτή (απονηστίζεσθαι την του πάσχα ημέραν), και την ταυτίζει με την ώρα της ανάστασης του Κυρίου, προσδιορίζοντάς την ώρα αυτή μέσα απ’ τις ιστορικές αναφορές των Ευαγγελίων, λέγοντας προς το τέλος:

«Ας μην ενοχλήσουμε και πολύ κάποιους που δεν κρατήθηκαν από την νηστεία και απονήστευσαν (= έφαγαν για πάσχα) λίγες ώρες πιο μπροστά (απ’ την ώρα που προσδιορίζει ο άγιος). Ούτε κι εκείνους που δεν νήστεψαν όμοια τις έξι μέρες της νηστείας, διότι άλλοι έμειναν άσιτοι τις έξι, άλλοι τις δύο, άλλοι τις τρεις, και άλλοι τις τέσσερις, κι άλλοι καμία. Κι αυτούς που δεν νήστευσαν τις τέσσερις μέρες από τις έξι αλλά μόνο τις δύο, την Παρασκευή και το Σάββατο, ας μην νομίζουν ότι έκαναν λαμπρό κατόρθωμα και δοκίμασαν την ίση κακουχία με τους άλλους που νήστεψαν περισσότερες μέρες. Αυτά φρονώ και συμβουλεύοντας έγραψα.»

Από τα λόγια του αγίου επισκόπου Διονυσίου φαίνεται ότι δεν υπήρχαν 40 μέρες νηστείας αλλά 6 μέρες νηστείας, και βγάζουμε έτσι το συμπέρασμα ότι στην εποχή του και τουλάχιστον στην μεγάλη επαρχία της Αιγύπτου που είχε πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια, δεν υπήρχε Τεσσαρακοστή. Υπήρχε μόνο η σήμερα καλούμενη Μεγάλη Εβδομάδα όπου συνηθιζόταν νηστεία. Και όπως βλέπουμε ο άγιος μιλώντας παραινετικά και συμβουλευτικά, θεωρεί την εξαήμερη νηστεία αξιέπαινη δοκιμασία στην κακουχία, και δεν βάζει κάποιο επιτίμιο σ’ αυτούς που νήστεψαν μόνο τις δύο τελευταίες μέρες ή καθόλου. Απεναντίας λέει «να μην τους ενοχλούμε». Άρα η εξαήμερη αυτή νηστεία επικράτησε σαν συνήθεια και όχι σαν υποχρεωτικός όρος της εκκλησίας προφορικός ή γραπτός.

Αξιοσημείωτο επίσης στην αναφορά του Διονυσίου Αλεξανδρείας είναι αυτό που φαίνεται για το απονηστίζεσθαι όπως ονομάζει το πέρας της νηστείας του πάσχα. Δεν μιλάει για την Θεία Κοινωνία που ξέρουμε σήμερα ότι ισοδυναμεί με το πέρας της νηστείας, αλλά για φάγωμα των πασχάλιων φαγητών. Που σημαίνει ότι η νηστεία τότε, δεν ήταν συνδεδεμένη ακόμα με την Θεία Κοινωνία, αλλά κρατούσε την παράδοση του Χριστού και των αποστόλων που μιλάνε για προαιρετική νηστεία που γίνεται εκτάκτως, και όχι σαν προπαρασκευή για την Θεία Κοινωνία, η οποία Κοινωνία αποτελεί τακτική και υποχρεωτική προϋπόθεση σύνδεσης του πιστού με τον Χριστό. Και ας μην ξεχνάμε την πρώτη στην ιστορία της εκκλησίας Θεία Κοινωνία που έγινε κατά τον Μυστικό Δείπνο την πρώτη ημέρα των αζύμων του εβραϊκού πάσχα (Μθ 26,17-28, Μκ 14,12-24, Λκ 22,7-20, Ιω 13,1-2), που την φάγανε αμέσως μετά το φαγητό τους που ήταν αρνάκι ψημένο στα κάρβουνα, με άζυμο ψωμί και πικρά χόρτα, όπως καθόριζε ο μωσαϊκός Νόμος (Εξ 12,3-10).

Στην Α΄ οικουμενική (325) συναντάμε την πρώτη αρχαία και άμεση μαρτυρία για την Τεσσαρακοστή, που ανευρίσκεται στον 5ο κανόνα της όπου καθιερώνει να γίνονται 2 τοπικές σύνοδοι ετησίως σε κάθε επαρχία για να λύνουν τα εκκλησιαστικά θέματα της επαρχίας, και περιέχει την φράση:

«Οι δε σύνοδοι γινέσθωσαν, μία μεν προ της Τεσσαρακοστής, …» χωρίς όμως να γίνεται αναφορά για υποχρεωτική νηστεία.

Ο Μ. Αθανάσιος στην «Εγκύκλιο Επιστολή» του που εξιστορεί έκτροπα που έγιναν στην περιοχή της Αλεξάνδρειας από Αρειανούς γύρω στο 340, - όπως είδαμε και στην αντίστοιχη παραπομπή παραπάνω –, μιλάει για την «αγία Τεσσαρακοστή περί το πάσχα, όταν οι αδελφοί νήστευαν» (4,3), αλλά επειδή στην συνάφεια της περικοπής αυτής, αναφέρεται συχνά σε παρθένους δηλ. μοναχούς και μοναχές που τους ονομάζει αδερφούς, δεν φαίνεται αν η νηστεία της Τεσσαρακοστής γινόταν μόνο απ’ τους μοναχούς ή ήταν καθιερωμένη για όλους.

Αργότερα γίνεται η τοπική σύνοδος της Λαοδίκειας (364) που αναφέρει την Τεσσαρακοστή σε 5 κανόνες της – μεταξύ των οποίων είναι και ο 52ος κανόνας της που απαγορεύει την τέλεση γάμων κατά την διάρκεια της –, και στον 50ό κανόνα της επιβάλλει την νηστεία σε όλη την διάρκεια της Τεσσαρακοστής λέγοντας :

«… πρέπει όλη την Τεσσαρακοστή (οι πιστοί) να νηστεύουν, ξηροφαγούντες»

χωρίς όμως να βάζει επιτίμιο στους παραβάτες. Αυτή είναι και η πρώτη αναφορά της υποχρεωτικής νηστείας της Τεσσαρακοστής, και το γεγονός ότι θεσπίζεται από σύνοδο, σημαίνει ότι τα προηγούμενα χρόνια η Τεσσαρακοστή δεν τηρούνταν απ’ όλους σε όλη την περίοδό της.

Η νηστεία της Τετάρτης και Παρασκευής

Για την νηστεία αυτή υπάρχει η εξής πρώτη αρχαία αναφορά απ’ τον Πέτρο επίσκοπο Αλεξανδρείας (επισκοπεία 299-311) που βρίσκεται στον 15ο κανόνα του και παραδίνεται στο Πηδάλιο. Λέει λοιπόν ο επισκοπος:

«Ας μην μας κατηγορήσει κάποιος που θα μας δει να νηστεύουμε Τετάρτη και Παρασκευή κατά παράδοση. Διότι την μεν Τετάρτη έγινε το συμβούλιο των ιουδαίων επί την προδοσία του Κυρίου, την δε Παρασκευή έπαθε (δια του σταυρού) υπέρ ημών. Και την Κυριακή που είναι ημέρα χαρμόσυνη λόγω της αναστάσεώς του, (δεν νηστεύουμε), ούτε γόνυ κλίνουμε.»

Βλέπουμε ότι η νηστεία αυτή όχι μόνο δεν ήταν υποχρεωτική, αλλά ο επίσκοπος κατά κάποιο τρόπο απολογείται για την τήρησή της. Η δε παράδοση που επικαλείται, προφανώς ήταν μόνο τοπική της Αιγύπτου. Άρα η νηστεία αυτή μπήκε στην εκκλησία ως υποχρεωτική πολύ αργότερα. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει άλλη αναφορά για την υποχρεωτική νηστεία της Τετάρτης και Παρασκευής παρά μόνο στο 69ο αποστολικό κανόνα που εξετάζουμε.

Με τα παραπάνω στοιχεία φαίνεται, ότι ο κανόνας αυτός μπήκε μετά την σύνοδο της Λαοδίκειας (364), και δεν ανήκε στο σώμα των αρχικών κανόνων.

Η Κ. Διαθήκη παρέδωσε την νηστεία με τον αναλογούντα σεβασμό ως προαιρετική σε πολλά σημεία της, και πουθενά ως υποχρεωτική. Επιπλέον ο Παύλος καταπολεμάει τους αιρετικούς που υποχρεώνουν τους χριστιανούς ν’ απέχουν από τροφές στα χωρία: Α΄ Τι 4,1-5, Κλ 3,16-23, Ρω 14,1-23.

Ο 73ος κανόνας κάνει λόγο για άγια σκεύη, χρυσά ή αργυρά ή σεντόνια, τα οποία απαγορεύεται να πάρει κάποιος για ιδιωτική χρήση.

Ο Χριστός και οι απόστολοι δεν παρέδωσαν κανένα άγιο υλικό σκεύος που προορίζεται αποκλειστικά για ιερή χρήση. Άγιοι είναι μόνο οι άνθρωποι του Θεού που δείχνουν με τα λόγια και τα έργα τους ηθικό και καθαρό βίο, κι έχουν να προσφέρουν μόνο την καρδιά τους και το σώμα τους στο Θεό.

Και αυτός ο κανόνας λοιπόν είναι μεταγενέστερος.

Ο 29ος κανόνας λέει :

«Όποιος επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος, δώσει χρήματα προκειμένου να χειροτονηθεί, να καθαιρείται, και αυτός και ο χειροτονήσας, και να κόβεται για πάντα απ’ την κοινωνία με τους χριστιανούς, όπως έγινε με τον Σίμωνα τον μάγο από μένα τον Πέτρο.»

Καταρχήν ο απ. Πέτρος δεν αφόρισε τον Σίμωνα τον μάγο, απεναντίας τον ήλεγξε αυστηρά και τον κάλεσε σε μετάνοια, κι εκείνος μετανόησε αμέσως και ζήτησε το έλεος του Θεού μέσω της προσευχής των αποστόλων, Πρξ 8,9-24. Εξάλλου το δεύτερο επιτίμιο του κανόνα που είναι ο ισόβιος αποκλεισμός, δεν παρέχει ευκαιρία μετανοίας όπως έδωσε ο Πέτρος στον Σίμωνα, και προδίνει την νόθο ιδιότητά του.

Δείξαμε ήδη ότι οι κανόνες δεν είναι των αποστόλων, και άρα η φράση «από μένα τον Πέτρο», μπήκε αργότερα. Άρα ο αρχικός κανόνας πρέπει να σταματάει στο «χειροτονήσας», και η υπόλοιπη φράση παρεισέφρησε αργότερα.

Κατά παρόμοιο τρόπο κι απ’ τον 82ο κανόνα πρέπει ν’ αφαιρεθεί η νόθος φράση «οίος και ο ημέτερος Ονήσιμος εφάνη» που αναφέρεται στον δούλο του Φιλήμονα Ονήσιμο, και αφορά το γνωστό θέμα της προς Φιλήμονα επιστολής του απ. Παύλου. Κατά τα άλλα ο κανόνας απηχεί την αποστολική παράδοση, καθώς απαγορεύει ένα χριστιανό που είναι δούλος να γίνει επίσκοπος χωρίς την άδεια του αφεντικού του, καθώς η επισκοπική θέση απαιτεί αυξημένα και μερικές φορές αιφνίδια καθήκοντα που είναι δυνατόν να παρεμποδίσουν τα καθήκοντά του ως δούλου.

Και τέλος για τον 85ο κανόνα όπως έχουμε επισημάνει απ’ την αρχή σχεδόν, συμβαίνουν αναλυτικότερα τα εξής, και σύμφωνα με τον έγκυρο κανόνα των γνήσιων βιβλίων της Αγίας Γραφής που μας παραδίνει ο Μ. Αθανάσιος στην ΛΘ΄ (39η) Εορταστική ή Πασχάλια επιστολή του:

Βάζει στα βιβλία της Π. Διαθήκης, την Εσθήρ και τα 3 των Μακκαβαίων που δεν είναι γνήσια. Βάζει στα βιβλία της Κ. Διαθήκης, τις 2 Επιστολές του Κλήμεντος και τις Διαταγές του Κλήμεντος για τους επισκόπους σε 8 βιβλία για τα οποία λέει ότι δεν πρέπει να δημοσιεύονται σε όλους, γιατί περιέχουν μυστικά! Δεν βάζει την Αποκάλυψη. Και προσθέτει και την φράση «δι᾿ ἐμοῦ Κλήμεντος,»

Για όλα τα παραπάνω θεωρούμε και αυτόν τον κανόνα ότι παρεισέφρησε πολύ αργότερα.

Υπάρχουν και μερικοί ακόμη κανόνες που δείχνουν έθη μεταγενέστερα της Καινής Διαθήκης, δηλ. της αποστολικής παράδοσης, σαν τους 17ο, 18ο, 19ο 25ο και 26ο που είδαμε παραπάνω και αιτιολογήσαμε την αντίστοιχη αυστηρότητα ή χαλαρότητα. Τέτοιοι είναι ο 44ος που μιλάει για τόκο δανείου και αφορίζει τους κληρικούς που θα τον απαιτήσουν ενώ θα έπρεπε να τον απαγορεύει για κάθε χριστιανό σύμφωνα με την εντολή που υπάρχει στο μωσαϊκό νόμο (Δευτερονόμιο 23,20). Παρόμοια κινούνται και οι κανόνες 42ος και 43ος. Ο 46ος που μιλάει για βάπτισμα και θυσία, εννοώντας την θυσία της Θείας Ευχαριστίας και αντιμετωπίζεται παρόμοια με αυτά που λέμε για τη λέξη θυσιαστήριο στην εξέταση των κανόνων 3ου και 4ου. Ο 53ος που μιλάει για εορτές και αντιμετωπίζεται παρόμοια με τον 69ο που σχολιάσαμε. Ο 65ος που μιλάει για καυγά όπου εμπλέκεται κληρικός και αντιμετωπίζεται παρόμοια με τους 17ο και 18ο που σχολιάσαμε. Ο 66ος που μιλάει για νηστεία η οποία δεν πρέπει να γίνεται Σάββατο ή Κυριακή εκτός από ένα μόνο Σάββατο, κι εννοεί το Μεγάλο Σάββατο, και άρα μιλάει για νηστεία προ του πάσχα και αντιμετωπίζεται παρόμοια με τον 69ο που σχολιάσαμε. Ο 72ος που μιλάει για κεριά ή λάδι της εκκλησίας και αντιμετωπίζεται παρόμοια με τον 73ο που σχολιάσαμε.

Πιστεύουμε ότι δώσαμε μια καλή εικόνα των κριτηρίων βάσει των οποίων χαρακτηρίζουμε αυτούς ως μεταγενέστερους της αρχικής αποστολικής παράδοσης.

Όπως βλέπουμε είναι αρκετοί αποστολικοί κανόνες οι οποίοι άλλοι χρήζουν διόρθωσης και πολλοί άλλοι αναφέρονται σε ήθη μεταγενέστερα που δεν απηχούν την αποστολική παράδοση. Οι υπόλοιποι λεγόμενοι αποστολικοί κανόνες που μένουν, αποτελούν το σώμα των διατάξεων που απηχεί το αρχαίο έθος της αποστολικής εκκλησίας και την γνήσια παράδοση των αποστόλων που συμπίπτει με αυτήν που εξάγεται απ’ την Καινή Διαθήκη και γενικά τη θεόπνευστη Γραφή που μας άφησε ο Θεός για να ευθυγραμμίζουμε τον βίο μας και η εκκλησία να ρυθμίζει την οργάνωση και ιεραρχία της, δηλ. όλο το Εκκλησιαστικό ή Κανονικό Δίκαιο.

Μην παραλείψετε την σελίδα μας, ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (3ο) – Η ΓΕΛΟΙΑ «ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑ» ΤΟΥ ΣΙΑΜΑΚΗ , που έχει την «πρωτότυπη» άποψη του Σιαμάκη για το θέμα, και τέλος την πολύ ενδιαφέρουσα σελίδα μας για την Ιερά Παράδοση, ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟ (ΜΕΡΟΣ Γ΄) – ΟΙ ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ & Η ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ .