Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ & ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

landscape photography of brown mountain
landscape photography of brown mountain
THE APOSTOLICITY OF BOOKS & AUTHORS
OF THE NEW TESTAMENT

                                                                                                     Θεσσαλονίκη   24-10-2020

            Στην έρευνά μας για το θηρίο και τον ψευδοπροφήτη, ανοιχτήκαμε σε Εισαγωγικά θέματα της Αποκάλυψης. Εκεί διαπιστώσαμε και την αθεολόγητη θέση του Σιαμάκη στον ορισμό της αποστολικότητας των βιβλίων της Καινής Διαθήκης (βλέπε και την σελίδα μας,

ΤΟ ΘΗΡΙΟ ΚΑΙ Ο ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΗΣ (ΜΕΡΟΣ Δ΄) – Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ & Ο ΨΕΥΤΗΣ ΚΑΙ ΥΒΡΙΣΤΗΣ ΣΙΑΜΑΚΗΣ .

Έτσι, στην παρούσα σελίδα μας δίνουμε αρκετά στοιχεία ώστε πιστεύουμε, οι αναγνώστες να διαμορφώσουν ικανοποιητική γνώμη, για το πώς ορίζεται και τεκμηριώνεται η αποστολικότητα όλων ανεξαιρέτως των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, πράγμα που ο Σιαμάκης δεν αντιλαμβάνεται, ούτε θα περιμέναμε από έναν απατεώνα ν’ αντιληφθεί!

Απ’ τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, άλλοι υπήρξαν μαθητές του Κυρίου, και άλλοι υπήρξαν μαθητές των αποστόλων, όπως ήταν οι Μάρκος και Λουκάς, οι οποίοι πρώτα μαθήτευσαν παρά των αποστόλων και μετά έγιναν κι αυτοί απόστολοι. Ειδικά για την περίπτωση του Μάρκου που ήταν νεαρός κατά τον χρόνο της Σταύρωσης και Ανάστασης του Κυρίου (θα ξαναδούμε την περίπτωσή του πιο κάτω), είναι πιθανόν να διετέλεσε για λίγο διάστημα στον ευρύτερο κύκλο των 70 μαθητών του Κυρίου (Λκ 10,1). Έτσι, οι Τιμόθεος και Τίτος που μαθήτευσαν παρά τον Παύλο έγιναν απόστολοι και πήγαν για ιεραποστολή στα μέρη της Εφέσου ο 1ος (Α΄ Τιμ 1,3) και στην Κρήτη ο 2ος (Τιτ 1,5). Επίσης και οι Βαρνάβας, και Απολλώς (Πρξ 18,24-28) ήταν κι αυτοί απόστολοι, αλλά κανείς απ’ τους Βαρνάβα, Απολλώ, Τιμόθεο και Τίτο δεν έγραψαν θεόπνευστο βιβλίο. Υπήρξαν κι άλλοι συνεργάτες-απόστολοι, βοηθοί του Παύλου, όπως οι Σιλουανός (Πρξ 15,32 & 16,25), Επαφράς (Κολ 4,12 & Φλμ 23), Επαφρόδιτος (Φλπ 2,25), Τυχικός (Εφ 6,21, Κολ 4,7) και Αρίσταρχος ο μακεδών (Κολ 4,10 & Φλμ 24). Κανείς τους όμως δεν έγραψε θεόπνευστο βιβλίο. Απεναντίας, έγραψαν οι αδερφοί του Κυρίου Ιάκωβος και Ιούδας παρόλο που δεν διετέλεσαν μαθητές Του και το κυριότερο: δεν Τον παραδέχονταν όσο ζούσε (Ιω 7,5)!

Το ποιοι συγγραφείς θα γράψουν θεόπνευστο βιβλίο, αυτό είναι καθαρά επιλογή του Αγίου Πνεύματος, αλλά είναι όλοι τους απόστολοι με ιεραποστολικό έργο!

                        Η αποκλειστική θεοπνευστία της Αγίας Γραφής

Η Αγία Γραφή είναι το ιερό βιβλίο του περιούσιου λαού του Θεού, ο οποίος για μεν την Παλαιά Διαθήκη ήταν οι Εβραίοι και όσοι προσήλυτοι από γειτονικά ή άλλα έθνη. Για δε την εποχή της Καινής Διαθήκης που ζούμε σήμερα, περιούσιος λαός είναι οι χριστιανοί για τους οποίους τονίζεται τώρα περισσότερο απ’ ότι στην Παλαιά Διαθήκη το ανεξάρτητο της εθνικότητας. Ιερό όμως, είναι αυτό που είναι άγιο και απαραβίαστο, διότι δεν προέρχεται από ανθρώπινη διάνοια, αλλά απ’ του Θεού την διάνοια και σοφία με την οποία σχεδίασε από καταβολής κόσμου την σωτηρία των ανθρώπων. Απλώς ο Θεός χρησιμοποίησε την γραφίδα και το ανθρώπινο χέρι των δικών του αγίων και προφητών για να την γράψει. Μπορεί δηλαδή να είναι γραμμένη από ανθρώπινα χέρια, αλλ’ όχι από ανθρώπινο μυαλό! Συνεπώς αυτό που έχει σωτήρια σημασία, είναι ότι γράφτηκε από το πνεύμα του Θεού ή το Άγιο Πνεύμα.

Εδώ πρέπει να σχολιάσουμε την λανθασμένη νοοτροπία που έχουν κάποιοι απλοϊκοί χριστιανοί, που νομίζουν ότι η Παλαιά Διαθήκη ήταν το ιερό βιβλίο πριν τον Χριστό, και ότι τώρα μόνο την Καινή Διαθήκη πρέπει να μελετούμε, αφού η Καινή αντικατέστησε την Παλαιά!

Μέγα λάθος και αίρεση μαζί, είναι αυτή η νοοτροπία. Διότι ο ίδιος ο Κύριος είπε:

«Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι.», Μθ 5,17.

Με την λέξη πληρῶσαι ο Κύριος δίνει διπλή σημασία: 1) την εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης που πραγματοποιείται στο πρόσωπό Του, και 2) την συμπλήρωση των εντολών του Νόμου.

Και με την συμπλήρωση των τελευταίων ο Νόμος πλέον γίνεται τέλειος, αφού καταργείται κάθε εντολή εκδίκησης, όπως το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», και τονίζεται η εντολή της αγάπης προς τον πλησίον, αλλά και προς τους εχθρούς. Έτσι, δεν έχουμε κατάργηση του παλαιού Νόμου, αλλά συμπλήρωσή του στο τέλειο!

Και όπως είναι γνωστό, η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι μόνο εντολές και Νόμος που αποτελούν το 1ο σπουδαιότερο στοιχείο της Γραφής, αλλά κατά 2ο σπουδαιότερο αποτελεί την αυθεντική ιστορία όχι μόνο του αρχαίου Ισραήλ που ήταν ο περιούσιος λαός του Θεού, αλλά και την αυθεντική ιστορία της κατασκευής του κόσμου! Όταν λοιπόν ο απ. Παύλος μιλάει στην προς Ρωμαίους Επιστολή του για να αντιδιαστείλει θεολογικά την Σάρρα από την Άγαρ (τις 2 γυναίκες του Αβραάμ), πώς θα «πιάσουν» οι χριστιανοί το θεολογικό νόημα που θέλει να δώσει ο Παύλος, αν δεν διαβάσουν όλη την ιστορία του Αβραάμ; Ή πώς θα «πιάσουν» οι χριστιανοί το θεολογικό νόημα της ιεροσύνης του Χριστού «κατά την τάξη Μελχισεδέκ», που αναφέρει πάλι ο Παύλος στην προς Εβραίους Επιστολή του, αν δεν γνωρίζουν ποιος ήταν ο Μελχισεδέκ που εμφανίζεται στην Γένεση;

Θα μπορούσαν να γίνουν πολλές τέτοιες ερωτήσεις, στις οποίες δεν μπορεί ν’ απαντήσει ένας χριστιανός που είναι αναγνώστης μόνο της Καινής Διαθήκης! Κι όμως οι απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές που συνδέουν την Παλαιά με την Καινή Διαθήκη, είναι βασικές για την θεολογική κατάρτιση των χριστιανών.

Τώρα εδώ μπορεί να πει κάποιος: Ε, δεν χρειάζεται να γίνουμε τόσο καλοί θεολόγοι όσο ήταν ο απόστολος Παύλος!

Ναι, είναι αυτό μια άποψη, δηλ. να είσαι απλός χριστιανός χωρίς πολλές θεολογικές απαιτήσεις. Απ’ την άλλη όμως, όσο πιο θεολογικά καταρτισμένοι είμαστε, τόσο λιγότερο κινδυνεύουμε απ’ τις πλάνες! Γι αυτό ο Παύλος λέει:

«῾Εαυτοὺς πειράζετε εἰ ἐστὲ ἐν τῇ πίστει, ἑαυτοὺς δοκιμάζετε. … οὐ γὰρ δυνάμεθά τι κατὰ τῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς ἀληθείαςτοῦτο δὲ καὶ εὐχόμεθα, τὴν ὑμῶν κατάρτισιν. Διὰ τοῦτο ταῦτα ἀπὼν γράφω, …
Λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλεῖσθε, τὸ αὐτὸ φρονεῖτε, εἰρηνεύετε, καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν.», Β΄ Κο 13,5-11.

Έτσι, η Αγία Γραφή περιέχει την αποκλειστική θεοπνευστία και είναι η 1η πηγή της χριστιανικής πίστεως. Η ιερά Παράδοση που ευθυγραμμίζεται με την διδασκαλία και το δόγμα της Αγίας Γραφής, και βάσει αυτής συστηματοποιεί το δόγμα και οργανώνει την διαποίμανση της εκκλησίας, αποτελεί την 2η πηγή της πίστεως.

Σε κανέναν δεν επιτρέπεται να εκφράζει αμφιβολίες για την αυθεντία ή θεοπνευστία κάποιου ή κάποιων βιβλίων της επειδή δεν μπορεί να τα ερμηνεύσει (όπως την Αποκάλυψη), ή επειδή διαφωνεί σε κάποια σημεία των βιβλίων της. Διότι έτσι δημιουργείται η αίρεση! Ο δε Κανόνας των βιβλίων της Καινής Διαθήκης (και αντίστοιχα της Παλαιάς Διαθήκης) ορίζεται και στοιχειοθετείται με κριτήριο την απόλυτη ταύτιση των δογματικών ιδεών, νοημάτων και εντολών του περιεχομένου των βιβλίων του. Το κριτήριο αυτό δηλ. αντανακλά την ίδια πάντοτε ηθική.

Έτσι π.χ. καταλαβαίνουμε ότι η Εσθήρ δεν ανήκει στον Κανόνα των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, διότι διδάσκει την ηθική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», ηθική ξένη προς το πνεύμα της Γραφής. Συγκεκριμένα περιέχει την ιστορία της Εσθήρ που ήταν αρραβωνιαστικιά ενός εβραίου αξιωματούχου στην αυλή του πέρση βασιλιά Αρταξέρξη, στα Σούσα, αλλ’ ο αρραβωνιαστικός της Μαρδοχαίος την έστειλε ως υποψήφια νύφη (βασίλισσα) για τον βασιλιά (2,5-8), με απόλυτη μυστικότητα ότι είναι κι αυτή εβραία (2,10 & 20), ώστε αν την πάρει ο βασιλιάς, να μπορεί να μαθαίνει τα μυστικά του και τα σχέδιά του για τους εβραίους αιχμαλώτους (Εσθ 2,10-11). Πουθενά όμως κάτι τέτοιο δεν ανευρίσκεται στον Νόμο και στις εντολές του Θεού, οι οποίες είναι ξεκάθαρες: «ου μοιχεύσεις» και «ουκ επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου»[1]. Σε καμιά λοιπόν περίπτωση ο Θεός που είναι τόσο κάθετος στις εντολές του, δεν μπορεί να επιτρέπει τέτοιου είδους «διπλωματική μοιχεία», ούτε για το ατομικό συμφέρον κάποιου, ούτε για εθνικούς λόγους!

Κι εδώ φαίνεται πόσο θεολογική κατάρτιση έχουν οι α-θεολόγητες προτεσταντικές Σχολές (και όσοι τις ακολουθούν) που παρασυρόμενοι απ’ τον εβραϊκό Κανόνα των εβραίων ραβίνων, δέχονται στον Κανόνα τους την Εσθήρ, ενώ δεν δέχονται τον Βαρούχ, ένα απ’ τα πλέον ισχυρά προφητικά βιβλία για την φανέρωση του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού!       

________________

[1] Στην περίπτωση αυτήν με την Εσθήρ, ο βασιλιάς είναι φυσικά αθώος γιατί δεν ξέρει ότι αυτή η γυναίκα είναι εβραία και ανήκει σε άλλον, στον Μαρδοχαίο. Ένοχοι όμως είναι τόσο η Εσθήρ, όσο και ο Μαρδοχαίος ο οποίος εξύφανε την κομπίνα!

Όμως η όλη ιστορία της Εσθήρ είναι μύθος, καθώς στο συμπέρασμα αυτό συνάδουν και άλλα πραγματολογικά και χρονολογικά στοιχεία, που δεν είναι όμως της ώρας για να τα δούμε. Θ’ αναφέρουμε εδώ μόνο 3 απ’ αυτά τα βασικά στοιχεία:

1.     Η Εσθήρ είναι το μόνο βιβλίο του εβραϊκού Κανόνα που δεν περιέχει την δράση κάποιου προφήτη. Γι αυτό και δεν χωράει στην χονδρική κατανομή των 22 ιερών βιβλίων που κάνει ο Ιώσηπος στο έργο του όταν τα χωρίζει σε 3 κατηγορίες:

Νόμοι Μωυσέως και ανθρωπογονία 5, Πράξεις προφητών 13, και Ύμνοι στον Θεό και Υποθήκες του βίου 4 (Ιώσηπος, Κατά Απίωνος, 1,38-40). Σύνολο 5+13+4 = 22. Το δε έργο του Κατά Απίωνος το γράφει ο Ιώσηπος προς το τέλος της ζωής του (100 μ.Χ.) 

2.     Οι εβραίοι ραβίνοι του 2ου αι. μ.Χ. δεν εκτιμούσαν το βιβλίο της Εσθήρ, και αυτό τελικά μπήκε στον εβραϊκό  Κανόνα με πολλές αμφιβολίες (Βλέπε και την σελίδα, http://www.jewishencyclopedia.com/articles/3259-bible-canon#anchor42 ). 

3.     Η Εσθήρ είναι το μόνο βιβλίο του εβραϊκού Κανόνα που δεν βρέθηκε στα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας (Κουμράν).   

(Βλέπε και την σελίδα, https://www.deadseascrolls.org.il/learn-about-the-scrolls/scrolls-content ).

Και δεν βρέθηκε γιατί δεν υπήρχε ακόμα γραμμένη. Έτσι η Εσθήρ γράφτηκε στις αρχές με μέσα του 2ου αι. μ.Χ. κατευθείαν στα ελληνικά από ιουδαίους πληγωμένους στην εθνική τους υπερηφάνεια μετά την ήττα τους στον 1ο ιουδαϊκό πόλεμο (ίσως και στον 2ο => 130 μ.Χ.),  και μπήκε λαθραία στον κανόνα της Μετάφρασης των Ο΄.

_________________

Ας δούμε τώρα τι συμβαίνει με τους συγγραφείς της Αγίας Γραφής:

Κανείς συγγραφέας θεόπνευστου βιβλίου δεν ήταν άγνωστος ή έστω με κάποια αμφιβολία για την ταυτότητά του. Αλλ’ ας δούμε τα στοιχεία ξεχωριστά για την κάθε Διαθήκη.

Οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης

Για την Πεντάτευχο γνωρίζουμε ότι την έγραψε ο Μωυσής. Υπάρχουν όμως συγγραφείς και ειδικά μερικοί απ’ τους μικρούς προφήτες που σήμερα γνωρίζουμε ελάχιστα ή καθόλου γι αυτούς, όπως ο Μαλαχίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στην εποχή τους και στην πόλη τους δεν ήταν γνωστοί. Κι όταν χρειάζονταν να βγουν έξω απ’ την πόλη τους και περιοχή τους, όπως ο Ιωνάς που βγήκε έξω απ’ τα όρια του αρχαίου Ισραήλ και πήγε στη Νινευί, το έργο τους γίνονταν τότε γνωστό και διαδίδονταν. Το Άγιο Πνεύμα ήταν αυτό που αποφάσιζε τόσο για το συγκεκριμένο έργο ενός προφήτη, δηλ. πού θα σταλεί και τί θα πει, όσο και για την καταγραφή του έργου του. Και πολύ γρήγορα γράφονταν το ομώνυμο βιβλίο τους, είτε απ’ τους ίδιους, είτε από άλλους προφήτες ή μαθητές τους μετά τον θάνατο εκείνων[2]. Και τότε το βιβλίο περνούσε στον Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης.

Όταν λοιπόν το βιβλίο καταγράφονταν, ο λαός ήξερε ποιος ήταν ο πρωταγωνιστής προφήτης και ποιος το κατέγραψε. Αλλά το ποιος ήταν ο συγγραφέας δεν είχε και τόση σημασία όσο ποιος ήταν ο προφήτης, ο άγιος εκείνος του Θεού που χρησιμοποιήθηκε για να πει αυτά που ήθελε ο Θεός να πει. Γι αυτό και ο τίτλος ενός βιβλίου αν είναι όνομα προφήτη, είναι του πρωταγωνιστή προφήτη! Έτσι έχουμε τους 12 μικρούς προφήτες (Ωσηέ, Αμως, Μιχαΐας, Ιωήλ, Οβδιού, Ιωνάς, Ναούμ, Αμβακούμ, Σοφονίας, Αγγαίος, Ζαχαρίας και Μαλαχίας) που αποτελούσαν στην εβραϊκή Βίβλο 1 τόμο-βιβλίο, και τους 4 μεγάλους (Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ) που έχουν από 1 βιβλίο ο καθένας. Στο βιβλίο του Ιερεμία συγκαταλέγονται η Επιστολή του και ο Βαρούχ. Ενώ μερικά ονόματα των συγγραφέων δεν διατηρήθηκαν μέσω της παράδοσης τόσων αιώνων. Μπορούμε όμως κάποια να τα υποθέσουμε.

Ποιοι π.χ. κατέγραψαν τα βιβλία των Βασιλειών και των Παραλειπομένων; Εκτός απ’ τον Δαβίδ που ήταν πρωταγωνιστής σε μια μεγάλη περίοδο μέχρι και τον θάνατό του (Γ΄ Βα 2,11), ήταν και οι προφήτες που είχαν καλές σχέσεις με τον βασιλιά και μπαινοέβγαιναν στο παλάτι, όπως ο Νάθαν επί βασιλείας Δαβίδ, και ο Αχιά ο Σηλωνίτης επί βασιλείας Ροβοάμ, εγγονού του Δαβίδ. Οι καταγραφές όμως των γεγονότων που αφορούσαν τους βασιλιάδες και γενικά τα εθνικά και κρατικά θέματα, ήδη γίνονταν απ’ τους γραμματείς του παλατιού, όπως γίνονταν πάντα απ’ την εποχή των κρατών-πόλεων που είχαν πάρει το αλφάβητο.

Ειδικά ο Ισραήλ που ήταν ο πρώτος δέκτης του αλφαβήτου απ’ τον Θεό στο Σινά, λίγο μετά την έξοδό του απ’ την κοσμοκράτειρα τότε Αίγυπτο και κατά την πορεία του προς την Γη της Επαγγελίας (γύρω στο 1500), διέθετε τους γραμματείς (Εξ 5,15, Αρ 11,16) που κατέγραφαν όλα τα γεγονότα που αφορούσαν την σχέση μεταξύ Ισραήλ και Θεού. Δεν ήταν δηλ. ο Ισραήλ απλώς ένα θεοκρατικό έθνος, αλλά ένα έθνος που συνδεόταν σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του με τον Θεό. Και η Πρόνοια του Θεού φρόντισε από πολύ νωρίς να έχει ο αρχαίος Ισραήλ πρόσβαση στα γράμματα και στην καταγραφή της ιστορίας του. Άλλωστε το σχέδιο του Θεού δεν ήταν απλώς μακρόπνοο αλλά κι αιώνιο, για ν’ αφήσει σε όλες τις μελλοντικές γενιές την Αγία του Γραφή!

Έτσι, τα γεγονότα της εισόδου στην Γη της Επαγγελίας καταγράφτηκαν επί Ιησού του Ναυή, και αντίστοιχα στην εποχή των Κριτών και της Ρουθ τα γεγονότα εκείνα. Αυτά τα 3 βιβλία φέρονται και μαζί ως Τρίτευχος, γι αυτό και ο τελικός συντάκτης ήταν μάλλον το ίδιο πρόσωπο που έζησε την εποχή της Ρουθ ή λίγο αργότερα. 

Έτσι, στην εποχή των βασιλέων που ξεκίνησε επί του μεγάλου κριτή και προφήτη Σαμουήλ, είναι πολύ λογικό να υποθέσουμε ότι η καταγραφή των γεγονότων έγινε με την επιμέλεια και φροντίδα του Σαμουήλ, τουλάχιστον μέχρι τον θάνατό του (Α΄ Βα 25,1). Είναι πολύ πιθανόν επίσης ο Σαμουήλ να είναι ο συντάκτης των βιβλίων της Τριτεύχου.

Για τον Σολομώντα επίσης ξέρουμε ότι ο ίδιος υπήρξε συγγραφέας 3 ποιητικών βιβλίων (Παροιμίες, Εκκλησιαστής και Άσμα Ασμάτων), και μάλλον φρόντισε και για την καταγραφή των γεγονότων της δικής του βασιλείας, τουλάχιστον μέχρι που αποστάτησε απ’ τον Θεό (Γ΄ Βα 11,8). Σχεδόν αμέσως τότε ο Θεός χώρισε τον Ισραήλ σε 2 βασίλεια, το νότιο με τις 2 φυλές, Ιούδα και Βενιαμίν, και το βόρειο με τις 10 υπόλοιπες φυλές. Απ’ την βασιλεία του Ροβοάμ (γιου του Σολομώντα) στο νότιο βασίλειο, και του Ιεροβοάμ στο βόρειο, έχουμε εν συνεχεία και μέχρι της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας, τις μαρτυρίες ότι τα γεγονότα καταγράφονται στα βασιλικά αρχεία:         

«καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ροβοὰμ καὶ πάντα, ἃ ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ιούδα;», Γ΄ Βα 14,29.

«καὶ περισσὸν ρημάτων ῾Ιεροβοάμ, ὅσα ἐπολέμησε καὶ ὅσα ἐβασίλευσεν, ἰδοὺ αὐτὰ γεγραμμένα ἐπὶ βιβλίου ρημάτων τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέων ᾿Ισραὴλ.», Γ΄ Βα 14,19.  

Ήταν εύκολο λοιπόν για τους αγίους και προφήτες της κάθε εποχής να έχουν στην διάθεσή τους τ’ αρχεία αυτά (με την βοήθεια και οδηγία του Αγίου Πνεύματος φυσικά), και από κει ν’ αντλήσουν πληροφορίες και να καταγράψουν τα θεόπνευστα βιβλία, τα οποία ήταν και ο απώτερος στόχος του Θεού. Μ’ αυτόν τον τρόπο, πετυχαίνονται τα 2 στοιχεία που ενυπάρχουν στα βιβλία της Αγίας Γραφής:

1.     Καταγράφεται η αυθεντική ιστορία.

2.     Δεν αναιρείται η εκ μέρους του Θεού αποκάλυψη που ξεσκεπάζει και απογυμνώνει την αληθινή αιτία των ιστορικών γεγονότων, η οποία άλλοτε είναι ο φθόνος ακόμα και σεβαστών προσώπων όπως ήταν οι 10 πατριάρχες που πούλησαν τον αδερφό τους Ιωσήφ (Γε κεφ. 37), και άλλοτε είναι η άρνηση του Θεού και απιστία του βασιλιά, όπως ήταν ο Σολομώντας που αποστάτησε (Γ΄ Βα κεφ. 11). Ή ακομα και η απιστία του λαού όπως στο βιβλίο των Κριτών, όπου ο λαός αποστάτησε πολλές φορές. 

Κι εδώ φαίνεται πόσο πλανώνται εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι η ιστορία των εβραίων. Αν η ΠΔ ήταν η ιστορία των εβραίων, δεν θα ξεγύμνωνε επανειλημμένα τα παραστρατήματα των πατέρων τους και τις ασέβειές τους, και δεν θα είχε τον Θεό πάντα σε πρώτο πλάνο. Δεν θα έλεγε πάντα μπράβο στους ευσεβείς διηγούμενη τις ευλογίες τους απ’ τον Θεό, και πάντα κατάρες και τιμωρίες για τους ασεβείς πάλι απ’ τον Θεό. Δεν θα διηγούνταν τις πικρές δοκιμασίες των ευσεβών απ’ τις οποίες βγαίνουν νικητές, και δεν θα καταδίκαζε τα ενίοτε σφάλματα ακόμα και των πιο αγίων.

Δεν είναι λοιπόν η Γραφή βιβλίο καταρχήν ιστορικό, αλλά καταρχήν θεϊκό, προς διδαχή, πνευματική ωφέλεια και σωτηρία, και κατά 2ο λόγο ιστορικό. Διότι αν είναι θεϊκό, τότε έπεται το συμπέρασμα ότι είναι και αλάνθαστη και αυθεντική ιστορία!

Έτσι και τα βιβλία των Παραλειπομένων γράφτηκαν πιθανόν απ’ τον Έσδρα, τον ιερέα και γραμματέα, άνθρωπο του Θεού και σεβαστό ενώπιον του λαού και του βασιλιά Αρταξέρξη (Β΄ Έσδρας 7,1-6). Ο Έσδρας ήταν ανάμεσα στους ηγέτες της επανόδου των ισραηλιτών απ’ την βαβυλώνια αιχμαλωσία, μαζί με τον πολιτικό αρχηγό Ζοροβάβελ (απόγονο του Δαβίδ)[3], και τον αρχιερέα Ιησού του Ιωσεδέκ. Το γνήσιο βιβλίο Έσδρας είναι το Β΄ Έσδρας (το Α΄ Έσδρας είναι νόθο), και το έγραψε ο ίδιος ο Έσδρας διότι στα κεφάλαια 8 και 9 ο συγγραφέας μιλάει σε α΄ ενικό πρόσωπο, και στα χωρία 7,27-28 αναφέρεται καθαρά στον εαυτό του.

Παρόμοια το βιβλίο Νεεμίας το έγραψε ο ίδιος ο Νεεμίας, διότι απ’ την αρχή μέχρι το τέλος μιλάει ο ίδιος σε α΄ ενικό πρόσωπο, και σπανιότερα σε α΄ πληθυντικό όταν μιλάει εκ μέρους του λαού και αντιπαρατίθεται με τους ηγέτες των γειτονικών εθνών που δεν ήθελαν την ανέγερση των τειχών της Ιερουσαλήμ. Για δε τον Έσδρα που πρωταγωνιστεί και αυτός στα γεγονότα που εξιστορεί, ο συγγραφέας μιλάει σε γ΄ ενικό πρόσωπο.

Μας έμειναν τα 2 ποιητικά βιβλία, οι Ψαλμοί και ο Ιώβ.

            Ψαλμοί

Γνωρίζουμε ότι μεγάλο μέρος των Ψαλμών έγραψε ο Δαβίδ. Για τους υπόλοιπους ψαλμούς μας παραδίνεται τ’ όνομα του Ασάφ του προφήτη (Β΄ Πα 29,30), και των αδελφών του, Αιμάν και Ιδιθούν, επίσης προφητών του βασιλιά Δαβίδ (Β΄ Πα 35,15). Αυτοί τοποθετήθηκαν ως ψαλτωδοί κατά παραγγελία του Δαβίδ προς τους Λευίτες για να υπάρχει έγχορδη υμνωδία και ψαλτική (ψαλτῳδοὺς ἐν ὀργάνοις, νάβλαις, κινύραις καὶ κυμβάλοις τοῦ φωνῆσαι εἰς ὕψος ἐν φωνῇ εὐφροσύνης) που θα δοξάζει τον Θεό καθημερινά, αρχής γενομένης απ’ την μεταφορά της κιβωτού της Διαθήκης στον οίκο του βασιλιά. Και οι Λευίτες επέλεξαν τους παραπάνω μαζί με τους συγγενείς τους (Α΄ Πα 15,16-22).  

Ιώβ

Οι θεολόγοι ερευνητές δεν έχουν καταλήξει ποιος είναι ο συγγραφέας και πότε γράφτηκε το βιβλίο του Ιώβ, αν και αυτά δεν είναι και τόσο ουσιώδη στο σπουδαίο αυτό βιβλίο που είναι παρηγοριά σε κάθε άνθρωπο που δοκιμάζεται από δύσκολα συμβάντα, όπως οι θλίψεις και η αρρώστια. Όμως, απ’ τα στοιχεία που μας δίνει το βιβλίο στην αρχή και στο τέλος, και σε συνδυασμό με το κεφ. 36 της Γένεσης όπου αναφέρονται οι απόγονοι του Ησαύ (καθώς φαίνεται ότι και ο Ιώβ ανήκε σ’ αυτούς), μπορούμε ν’ αναπλάσουμε την γενεαλογία του Ιώβ, ώστε να καθορίσουμε περίπου την εποχή του:

Αβραάμ => Ισαάκ => Ησαύ => Ζαρέ => Ιωβ. Κι έτσι ο Ιώβ είναι 5ος στη σειρά απ’ τον Αβραάμ (Ιώβ 42,17γ). Κι αφού ο Αβραάμ είναι στον 19ο αι. π.Χ., άρα ο Ιώβ ζει στον 17ο αι. π.Χ. (υπολογίζουμε την γενιά στα 40 χρόνια και με το δεδομένο ότι ο Αβραάμ έκανε τον Ισαάκ στα 100 του χρόνια).

Μια γνώμη των ερευνητών είναι ότι το βιβλίο του Ιώβ έγραψε ο Μωυσής που ζει γύρω στο 1500 π.Χ.. Είναι βέβαια πιθανό αυτό, αλλά το βιβλίο παρουσιάζει μια λογοτεχνική αρτιότητα τόσο στην διάταξη που μας θυμίζει τα διαλογικά έργα του Πλάτωνα, όσο και στον υπέροχο λυρισμό του δράματος που αφηγείται με ποιητικό τρόπο. Κι επειδή άλλη γνώμη των ερευνητών τοποθετεί την χρονολόγηση του βιβλίου στην εποχή του Σολομώντα (11ος αι. π.Χ.), θεωρούμε κι εμείς πολύ πιθανόν ο συγγραφέας να είναι ο ίδιος ο Σολομών, ο οποίος άλλωστε μας έχει δείξει τον λυρισμό του με τ’ άλλα ποιητικά έργα του, Παροιμίες, Εκκλησιαστής και Άσμα Ασμάτων. Και την σύνταξη του βιβλίου ο θεόπνευστος Σολομών την έκανε βασιζόμενος στ’ αρχεία της συριακής βίβλου, όπως μας πληροφορεί το ίδιο το βιβλίο του Ιώβ, 42,17β.      

_________________ 

[2] Μόνο ο θάνατος του προφήτη-πρωταγωνιστού στο βιβλίο του και τα λίγα συνοδευτικά σχόλια γι αυτόν, είναι βέβαιο ότι γραφόταν από άλλον προφήτη ή μαθητή του θανόντος, όπως έγινε με τον θάνατο του Μωυσή,  τὸν οἰκέτη Κυρίου, που αναφέρεται στο τέλος του Δευτερονομίου και όλης της Πεντατεύχου (Δε 34,5-12), και αντίστοιχα με τον θάνατο του Ιησού του Ναυή (Ιησ 24,30-33).      

[3] Ο Ζοροβάβελ ήταν ο πολιτικός αρχηγός, επειδή η αρχηγία του συστήθηκε με τις προφητείες των Αγγαίου και Ζαχαρία (Αγ 2,23, Ζα 4,9-10) καθώς είχε και τα τυπικά προσόντα, ήταν δηλ. απόγονος του Δαβίδ. Δεν μπορούσε να πάρει τον τίτλο του βασιλιά, καθώς ο τίτλος αυτός είχε πάψει πλέον τότε για τον αρχαίο Ισραήλ, καθώς μετά την επάνοδο απ’ την Βαβυλώνα οι εβραίοι συνέχιζαν να είναι υπό την επίβλεψη κι επιτήρηση της περσικής αυτοκρατορίας, την οποία διαδέχθηκε η ελληνική αυτοκρατορία του Μ. Αλέξανδρου. Ένα μικρό μεσοδιάστημα «ανεξαρτησίας» ενός αιώνα περίπου μετά την Μακκαβαϊκή επανάσταση, ήταν μόνο οι τελευταίες ανάσες της ασθματικής εβραϊκής υπερηφάνειας. Γι αυτό και δεν ευλογήθηκε απ’ τον Θεό αυτή η «ανεξαρτησία» τους καθώς ήταν γεμάτη δόλο, ίντριγκες, κι εμφύλιες συγκρούσεις (βλέπε την προφητεία του Δανιήλ, Δα 11,22-23 & 30-35). 

_______________

Οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης

Η παράδοση εδώ ως πιο φρέσκια εντυπώθηκε για τα καλά στις ψυχές και διάνοιες των πρώτων χριστιανών που διψούσαν για λόγια πνευματικής ωφέλειας, και γι αυτό οι τοπικές εκκλησίες που αξιώθηκαν να γίνουν παραλήπτριες των Επιστολών των αποστόλων, τις κρατούσαν ως κόρη οφθαλμού. Κι όχι μόνο αυτό, αλλ’ αναζητούσαν συνεχώς οποιαδήποτε επιστολή μπορεί να έγραψε κάποιος άγιος και άξιος εκκλησιαστικός άντρας! Άξια σημειώσεως είναι τα παρακάτω λόγια του Πολυκάρπου Σμύρνης (που μαζί με τον Ιγνάτιο Αντιόχειας ονομάστηκαν αποστολικοί πατέρες) προς τους Φιλιππησίους:

«Ἐγράψατέ μοι καὶ ὑμεῖς καὶ Ἰγνάτιος, ἵν' ἐάν τις ἀπέρχηται εἰς Συρίαν, καὶ τὰ παρ' ὑμῶν ἀποκομίσῃ γράμματα· ὅπερ ποιήσω, ἐὰν λάβω καιρὸν εὔθετον, εἴτε ἐγώ, εἴτε ὃν πέμπω πρεσβεύσοντα καὶ περὶ ὑμῶν. 13.2 τὰς ἐπιστολὰς Ἰγνατίου τὰς πεμφθείσας ἡμῖν ὑπ' αὐτοῦ καὶ ἄλλας, ὅσας εἴχομεν παρ' ἡμῖν, ἐπέμψαμεν ὑμῖν, καθὼς ἐνετείλασθε· αἵτινες ὑποτεταγμέναι εἰσὶν τῇ ἐπιστολῇ ταύτῃ· ἐξ ὧν μεγάλα ὠφεληθῆναι δυνήσεσθε. περιέχουσι γὰρ πίστιν καὶ ὑπομονὴν καὶ πᾶσαν οἰκοδομὴν τὴν εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν ἀνήκουσαν

Βλέπουμε τον πνευματικό πόθο με τον οποίο οι χριστιανοί (εδώ οι Φιλιππήσιοι) ζητούν επιστολές αξίων επισκόπων και μαρτύρων. Και ο ίδιος ο Πολύκαρπος τους βεβαιώνει ότι οι επιστολές του Ιγνατίου προσφέρουν μεγάλη πνευματική ωφέλεια!

Λόγω λοιπόν αυτής της ζωντάνιας και της ειλικρινούς πίστεως των πρώτων χριστιανών που δεν δίσταζαν να την εκφράσουν με μαρτυρική θυσία, πιστεύουμε ότι μόλις γράφονταν μια Επιστολή από κάποιον απόστολο, αυτή γίνονταν πολύ γρήγορα κτήμα όλων των εκκλησιών γιατί την ζητούσαν! Έτσι πιστεύουμε, μέσα σ’ ελάχιστο χρόνο 2-3 ετών απ’ την ώρα που γράφτηκε και το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, αυτή αποτέλεσε ενιαίο σώμα που το κατείχαν όλες οι εκκλησίες. 

Η φρέσκια λοιπόν και γεμάτη πνευματική δίψα παράδοση, μας διέσωσε τα εξής:

Το Ευαγγέλιο κατά Ματθαίον ονομάστηκε έτσι επειδή το έγραψε ο ομώνυμος μαθητής του Χριστού και απόστολος.

Το Ευαγγέλιο κατά Μάρκον το έγραψε ο μαθητής των αποστόλων Μάρκος που διετέλεσε και συνεργάτης τους, δηλ. απόστολος, πρώτα των Παύλου και Βαρνάβα (Πρξ 12,25), πιο ύστερα μόνο του Βαρνάβα (Πρξ 15,39) και αργότερα του Παύλου (Φιλ 24) και του Πέτρου (Α΄ Πε 5,13).

Το  Ευαγγέλιο κατά Λουκάν το έγραψε ο μαθητής και συνεργάτης του αποστόλου Παύλου Λουκάς ο ιατρός (Φιλ 24, Κολ 4,14) ως επιστολή σε κάποιον άρχοντα ή αξιωματούχο (κράτιστο) Θεόφιλο. Κι αφού ήταν συνεργάτης του Παύλου, ήταν κι αυτός απόστολος.

Για το Ευαγγέλιο κατά Ιωάννη δεν χρειάζεται να πούμε κάτι διότι το λέει ο ίδιος, ο μαθητής ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς (Ιω 21,20), και ήταν αυτός που ανέλαβε την φροντίδα της μητέρας του Ιησού (Ιω 19,26-27).

Τις Πράξεις των Αποστόλων έγραψε πάλι ο Λουκάς με τα ίδια στοιχεία, ύφος και αρχή επιστολής, αφού πάλι παραλήπτης είναι ο κράτιστος Θεόφιλος.  

Για τις 13 Επιστολές του Παύλου δεν χρειάζεται να πούμε κάτι, αφού φέρεται στην αρχή τους ως ο συγγραφέας και αποστολέας, ενίοτε μαζί με κάποιον ή κάποιους συνεργάτες του που είναι μαζί του κατά τον χρόνο της συγγραφής.

Για την Επιστολή προς Εβραίους θα πούμε λίγα, ως απάντηση στις σημερινές ποικίλες άθεες-προτεσταντικές αμφισβητήσεις – κυρίως γερμανικές που ξεκίνησαν απ’ τον Λούθηρο και αναπτύχθηκαν κατά τους 19ο & 20ό αιώνες –, αλλά και στις αρχαίες τέτοιες που διαδόθηκαν στην Δύση και ειδικά στην εκκλησία της Ρώμης, που όπως φαίνεται κατέστη από νωρίς άντρο των αιρετικών και αλαζόνων αντιχρίστων!

Η προς Εβραίους Επιστολή του Παύλου

Σύμφωνα λοιπόν με τα επιχειρήματα της προτεσταντικής «θεολογίας» η αμφισβήτηση της προς Εβραίους εδράζει:

1)    Στην απουσία χαιρετισμού και άρα στοιχείων αποστολέα.

2)    Στο διαφορετικό γλωσσικό επίπεδο που θεωρείται το υψηλότερο της Καινής Διαθήκης μαζί με τα 2 βιβλία του Λουκά.

3)    Σε άλλα θεολογικά και χριστολογικά στοιχεία που ενώ υπάρχουν άφθονα στις άλλες Επιστολές του Παύλου, λείπουν εντελώς απ’ την προς Εβραίους (π.χ. η λέξη ευαγγέλιο ή ο όρος εν Χριστώ (βλέπε και Ι. Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, 3η έκδοση, 2010, σελ. 314-316).

Κι έτσι οι περισσότεροι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν την έγραψε ο Παύλος αλλά κάποιος μαθητής ή συνεργάτης του, πιθανόν ο Λουκάς.

Το πράγμα όμως εξηγείται πολύ απλά αν λάβουμε υπόψιν μας τους παρακάτω λόγους, οι οποίοι όμως συνδέονται λειτουργικά μεταξύ τους και πρέπει να τους θεωρήσουμε ως σύνολο:

1.     Ο Ιωάννης Χρυσόστομος εξηγεί πολύ ωραία πόσο οι εβραίοι χριστιανοί της Παλαιστίνης και των Ιεροσολύμων στους οποίους απευθύνεται, δεν παραδέχονταν τον Παύλο ως απόστολο. Φέρνει μάλιστα ο Χρυσόστομος στον πρόλογό της ερμηνευτικής ομιλίας του στην Επιστολή, το χωρίο των Πράξεων όπου ο Ιάκωβος, ο ένας απ’ τους 3 στύλους της εκκλησίας των Ιεροσολύμων, είπε στον Παύλο τα λόγια:

«Θεωρεῖς, ἀδελφέ, πόσαι μυριάδες εἰσὶν Ἰουδαίων τῶν πεπιστευκότων, καὶ πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσι. 21 κατηχήθησαν δὲ περὶ σοῦ ὅτι ἀποστασίαν διδάσκεις ἀπὸ Μωϋσέως τοὺς κατὰ τὰ ἔθνη πάντας Ἰουδαίους» (Πρξ 21,20-21).

Έτσι λοιπόν, ο Παύλος παραλείπει τον χαιρετισμό γιατί δεν θέλει να φανερώσει την ταυτότητά του επίτηδες, εφόσον σκοπός του είναι η Επιστολή του να διαβαστεί και όχι ν’ απορριφθεί αμέσως μετά τον χαιρετισμό! Κι αφού διαβαστεί, μετά δεν τον ενδιαφέρει και τόσο αν κάποιοι απ’ τους παραλήπτες μαντεύσουν την ταυτότητα του, καθώς βλέπουμε ότι κι εκείνος δίνει ένα υπονοούμενο στο τέλος με την αναφορά του Τιμόθεου (Εβ 13,23) που ήταν ο μόνος περιτετμημένος απ’ τους μαθητές του και που τον έβαλε να λειτουργήσει σαν ενδιάμεση γέφυρα. Γι αυτό και ο Χρυσόστομος λέει:

«Οἶμαι αὐτοὺς οὐ πάνυ πρὸς τὸν Τιμόθεον ἔχειν ἀπεχθῶς· ὅθεν καὶ αὐτὸν προεστήσατο. = Νομίζω ότι δεν διάκεινται απεχθώς προς τον Τιμόθεο. Γι αυτό και πρώτα αυτόν έφερε μπροστά τους.».  

2.     Είναι θεολογικό σφάλμα να θεωρούμε ότι ο Παύλος δεν κατέχει το ανώτερο γλωσσικό επίπεδο μόρφωσης παρόμοιο μ’ αυτό του Λουκά, κρίνοντας μόνο απ’ τις άλλες Επιστολές του, την ώρα που γνωρίζουμε την υψηλή του θεολογική μόρφωση και τις ελληνικές σπουδές του.

Τότε εύλογα σχηματίζεται η απορία: Γιατί οι άλλες 13 Επιστολές του δεν έχουν το ίδιο άριστο γλωσσικό επίπεδο όπως του Λουκά, αλλά απλώς ένα καλό επίπεδο;

Η απάντηση είναι ότι οι άλλες Επιστολές γράφτηκαν όταν ο Παύλος βρίσκονταν σε ανάγκη καταπολέμησης αιρετικών ή επίλυσης επειγουσών προβλημάτων των εκκλησιών, ή άμεσης διευθέτησης θεμάτων όπως των ποιμαντικών που διευθετεί με τις 2 Επιστολές προς Τιμόθεο και 1 προς Τίτο. Το γλωσσικό του επίπεδο είναι επίπεδο πολέμου ή έκτακτης ανάγκης, και η όμορφη και στρωτή σύνταξη για ένα υψηλό γλωσσικό αποτέλεσμα δεν είναι απαραίτητη, ούτε έχει κάποια αξία. Η δύναμη των Επιστολών δεν βρίσκεται στην ομορφιά της γλώσσας, αλλά στο νόημα της εν Χριστώ σωτηρίας. Γι αυτό και ο Παύλος κάνοντας στην άκρη την ιουδαϊκή και νομική θεολογία του απ’ την μια μεριά, και την σοφία της ελληνικής παιδείας του απ’ την άλλη, λέει:

«ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, 23 ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν», Α΄ Κο 1,22-23.

Παρόμοια και οι εχθροί του Παύλου ομολογούν:

«αἱ μὲν ἐπιστολαὶ, φησί, βαρεῖαι καὶ ἰσχυραί, ἡ δὲ παρουσία τοῦ σώματος ἀσθενὴς καὶ ὁ λόγος ἐξουθενημένος. », Β΄ Κο 10,10.

Στην προς Εβραίους Επιστολή όμως το πράγμα είναι διαφορετικό. Οι εβραίοι αυτοί αν και χριστιανοί, δεν παραδέχονται τον Παύλο. Εκείνος όμως μαθαίνει τα νέα τους, πόσο δυσκολεύονται από θλίψεις και διωγμούς απ’ τους ομοεθνείς τους ιουδαίους, πόσο η πίστη τους δοκιμάζεται. Και πάνω στους διωγμούς, οι «παραδοσιακοί» εβραίοι τους αντιπροτείνουν: «Ποιον Χριστό πιστεύετε; Δεν ήταν αυτός ο Μεσσίας! Συνέλθετε και γυρίστε στη θρησκεία που μας παρέδωσε ο Μωυσής.»! [Παρόμοια εξισλάμιζαν και οι τούρκοι τους έλληνες επί τουρκοκρατίας: «Για να μην διώκεστε σαν χριστιανοί, ασπαστείτε το ισλάμ!»!] Και θέλει να τους βοηθήσει, να τους πει έναν λόγο παρηγοριάς, να τους ενδυναμώσει! Αλλά πώς να το κάνει, όταν αυτοί δεν τον παραδέχονται; 

 Ο Παύλος βλέπει ότι η εκκλησία των εβραίων χριστιανών χρειάζεται στήριξη. Συμφώνησε να κηρύττει στα έθνη αφήνοντας την ιεραποστολή των ιουδαίων της Παλαιστίνης στους άλλους αποστόλους (Γα 2,7-9). Όμως, δεν φαίνεται κάποιο στήριγμα για τους χριστιανούς εβραίους της Παλαιστίνης, καθώς οι διωγμοί εκεί έχουν στριμώξει πολύ όλους τους αποστόλους. Και απ’ την αγάπη του προς την εκκλησία και προς κάθε ποίμνιο, αποφασίζει να τους προσφέρει μια πνευματική χείρα βοηθείας μεν, αλλά με άκρα διακριτικότητα και σύνεση.

Έτσι ο Παύλος σχεδιάζει με προσοχή και σύνεση μια Επιστολή όπου δεν θα φανερωθεί απ’ την αρχή. Πρέπει να την σχεδιάσει με μαστοριά που μόνο η αγάπη του θα καταφέρει, και η σοφία του Θεου! Θα πρέπει να τα πει όλα με την σειρά, και μέσα από άφθονη χρήση της Παλαιάς Διαθήκης που γνωρίζουν καλά οι παραλήπτες! Ξεδιπλώνει λοιπόν την αξεπέραστη θεολογία του μέσω των ιδεών-γεφυρών που συνδέουν με ανεπανάληπτο τρόπο τις 2 Διαθήκες:

1)    Η αρχή είναι σημαντική, γι αυτό ξεκινάει με το υπ’ αριθμόν 1 δόγμα του ευαγγελίου. Ο Χριστός, είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, ο Υιός του Θεού σύμφωνα με τις προφητείες, που έπρεπε να έρθει ως άνθρωπος ομοιοπαθής μ’ εμάς χωρίς να ντρέπεται να μας αποκαλεί αδερφούς, ώστε να μας αγιάσει δια του σταυρικού θανάτου (κεφ. 1-2).

2)    Το παράδειγμα προς αποφυγήν του άπιστου Ισραήλ της Παλαιάς Διαθήκης, που έβλεπε θαύματα καθημερινά, έτρωγε το μάννα απ’ τον ουρανό, κι όμως δεν πίστευε, και τιμωρήθηκε να μην μπει ποτέ στη Γη της Επαγγελίας, αλλά να πεθάνει στην έρημο (κεφ. 3)!

3)    Η «κατάπαυση του Θεού» που έχει προφητευθεί είναι η επουράνια «Γη της Επαγγελίας». Αν οι υποσχέσεις του Θεού εκπληρώθηκαν σ’ αυτήν την γη, δεν θα έδινε αργότερα άλλες, ασύγκριτα ανώτερες (κεφ. 4)!

4)    Η ιεροσύνη του Χριστού κατά την τάξη Μελχισεδέκ (κεφ. 5-8). Οι ιερείς της Λευιτικής ιεροσύνης είναι υποδεέστεροι της ιεροσύνης του Χριστού, γιατί ο Μελχισεδέκ ήταν ιερέας του Υψίστου [Γε 14,18] εκ πίστεως και όχι κληρονομικός όπως ο Λευί, κι ευλόγησε τον Αβραάμ πριν ακόμα γεννηθεί ως απόγονός του ο Λευί. 

5)    Η ιδιότητα του Χριστού ως αρχιερέα που προσφέρει για θυσία τον εαυτό Του, κι έτσι δεν χρειάζεται να γίνει άλλες θυσίες, όπως έκανε ο αρχιερέας της Παλαιάς Διαθήκης για τ’ αμαρτήματα του λαού και τα δικά του (κεφ. 9-10).

Όλα τα παραπάνω είναι μεγαλειώδη θεολογικά στοιχεία και παριστάνουν «τύπους» της Παλαιάς Διαθήκης που εκπληρώνονται στην Καινή Διαθήκη και αποτελούν το κρυμμένο από αιώνες σχέδιο της σοφίας του Θεού για την σωτηρία του κόσμου. Και την υψηλή αυτή θεολογία ο Παύλος την πήρε ως δοθείσα σοφία απ’ τον Θεό! Όμως του μένει ακόμα ένα βασικό στοιχείο να υπενθυμίσει στους παραλήπτες του απ’ την Παλαιά Διαθήκη:

6)    Τέλος και πολύ σημαντικό, τα παραδείγματα των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης που είναι αναμφίβολα και τα ιστορικά πρότυπα των εβραίων, δηλ. τους άγιους και προφήτες που υπέφεραν και διώχτηκαν (κεφ. 11). Θάρρος λοιπόν, σαν να τους λέει, και τους παρηγορεί με τα λόγια:

«Διὸ τὰς παρειμένας χεῖρας καὶ τὰ παραλελυμένα γόνατα ἀνορθώσατε», Εβ 12,12.

Αυτό το τελευταίο χωρίο επαναλαμβάνει ξανά και ξανά ο Χρυσόστομος στον πρόλογο της αντίστοιχης ομιλίας του, για να δείξει κι αυτός την μεγάλη ανάγκη στήριξης των εβραίων χριστιανών που ήταν η μόνη αιτία συγγραφής της Επιστολής απ’ τον Παύλο, όταν οι άλλοι απόστολοι αδυνατούν εκείνη την περίοδο γι αυτό!

Κι έτσι ο Παύλος, ο απόστολος των εθνών, αποδεικνύεται και σ’ αυτούς τους ομοεθνείς του εβραίους κατάλληλος για στήριξη και πνευματική ωφέλεια, εξίσου καλός με τους άλλους αποστόλους, για να μην πω καλύτερος (!), παρέχοντας στους χριστιανούς κάθε εποχής μια αιώνια παρακαταθήκη υψηλών θεολογικών ιδεών που συνδέουν άμεσα τις 2 διαθήκες, Παλαιά και Καινή! Δοξασμένο τ’ όνομα του Κυρίου που δίνει το Πνεύμα του στους προφήτες και αποστόλους ώστε να μας αφήσουν τέτοια ανεκτίμητα θεολογικά μνημεία! 

Όσο για τ’ άλλα χριστολογικά στοιχεία που λείπουν απ’ την Επιστολή, όπως π.χ. οι όροι εν Χριστώ και ευαγγέλιο (τα οποία φέρνουν οι προτεσταντικές Σχολές), είναι νομίζω ευνόητο ότι στην Επιστολή προς Εβραίους ο Παύλος, δεν ρίχνει το βάρος στο νόημα της ζωής εν Χριστώ που εμπνέεται απ’ το ευαγγέλιο όπως κάνει στις άλλες Επιστολές, αλλά στο νόημα της ζωής που επαγγέλθηκε στις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης!  

Φυσικά δεν υπάρχει καμιά διαφορά, αλλ’ αυτό το κάνει από διακριτικότητα ο Παύλος, γι αυτό και φέρνει απ’ την αρχή μέχρι το τέλος παραδείγματα απ’ την Παλαιά Διαθήκη.  

Κάποιες αμφισβητήσεις εκφράστηκαν για τις Επιστολές Ιακώβου, Β΄ Πέτρου, Β΄ και Γ΄ Ιωάννου και Ιούδα, αλλ’ όχι από αξιόπιστα πρόσωπα. Βλέπε και την σελίδα μας,

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ  .

                        Ο συγγραφέας και απόστολος Μάρκος

Έτσι λοιπόν, οι μόνοι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης που δεν ήταν άμεσοι μαθητές του Χριστού ή μαθητές εξ αποκαλύψεως όπως ο Παύλος, ήταν οι Ιάκωβος και Ιούδας (αδελφοί του Κυρίου), και οι Μάρκος και Λουκάς. Όμως, ο μεν Ιάκωβος είδε τον Χριστό αναστημένο (Πρξ 1,14 & Α΄ Κο 15,7) και το ίδιο συμπεραίνουμε για τον Ιούδα καθώς αναφέρονται όλοι οι αδελφοί Του στα μέλη της πρώτης εκκλησίας αμέσως μετά την Ανάληψή Του (Πρξ 1,14), ο δε Μάρκος ήταν εκείνος ο νεανίσκος που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο ότι βρέθηκε παρών στο επεισόδιο της σύλληψης του Χριστού ντυμένος μόνο μ’ ένα σεντόνι (περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ, Μκ 14,51-52).

Το τελευταίο αυτό επιχείρημα για την ταυτότητα του Μάρκου αμφισβητείται από τους νεώτερους θεολόγους ως μη επιστημονικό. Το μεγάλο λάθος τους όμως είναι ότι εξετάζουν το βιβλικό κείμενο με αποκλειστικώς επιστημονικά κριτήρια! Ενώ όπως είπαμε η Βίβλος είναι πρώτα θεϊκό βιβλίο και μετά ιστορικό. Πρώτα λοιπόν πρέπει να πιστεύει κάποιος στην θεοπνευστία της, και μετά να εξετάζει και να διερευνά όλα τα λογοτεχνικά και ιστορικά στοιχεία του κειμένου της. Συνεπώς, αν θέλουμε να βρούμε την απάντηση σε ορισμένα ερωτήματα που αφορούν την συγγραφή των βιβλίων της Βίβλου, πρέπει να δεχόμαστε το εξής θεολογικό αξίωμα:

Όταν γράφει το Άγιο Πνεύμα προκειμένου ν’ αφήσει στην ανθρωπότητα το σωτήριο μήνυμα, δεν ασχολείται με πρόσωπα άσχετα με το μήνυμα!

Κι έτσι ο ευαγγελιστής Μάρκος δεν είχε λόγο να γράψει για έναν άσχετο νεανίσκο που ξεφύτρωσε απ’ το πουθενά και σχεδόν αμέσως πάλι χάθηκε! Αλλά το έγραψε επειδή επρόκειτο για τον εαυτό του, και ως μαρτυρία της αυτοψίας του! Επομένως ο Μάρκος καθίσταται αυτόπτης μάρτυρας τουλάχιστον των τελευταίων γεγονότων της ζωής του Χριστού, δηλ. της Σταύρωσης και Ανάστασής Του!

                                    Ο συγγραφέας και απόστολος Λουκάς

Απομένει έτσι μόνο ο Λουκάς, ο οποίος και απουσίαζε εντελώς απ’ όλα τα γεγονότα αφού έγινε μαθητής του Παύλου αρκετά αργότερα, κατά την 2η περιοδεία του Παύλου και πιο συγκεκριμένα όταν περνούσε απ’ την Τρωάδα. Αυτό είναι βέβαιο διότι στο σημείο αυτό ακριβώς της διήγησης των Πράξεων (Πρξ 16,8), ο Λουκάς παύει να μιλάει σε γ΄ πληθυντικό πρόσωπο αναφερόμενος πλέον στην πρωταγωνιστική ομάδα του Παύλου (οὐκ εἴασεν αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα / κατέβησαν εἰς Τρῳάδα), και αρχίζει να μιλάει σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο (εὐθέως ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς τὴν Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ Κύριος εὐαγγελίσασθαι αὐτούς). Άρα, στο σημείο αυτό της Τρωάδας εισέρχεται ο Λουκάς στην ομάδα του Παύλου.

Τί συνέβη λοιπόν με τον Λουκά και αποφάσισε ο Θεός να του δώσει την θεία έμπνευση της συγγραφής 2 θεοπνεύστων βιβλίων, όταν μάλιστα δεν ανήκε στους αυτόπτες μάρτυρες της Ανάστασης του Χριστού;

Εδώ βέβαια την απάντηση την ξέρει μόνο το Άγιο Πνεύμα και δεν δίνει λογαριασμό σε κανένα, ούτε ενδιαφέρεται για το αν εμείς έχουμε κάποια ικανοποιητική απάντηση πάνω σ’ αυτό! Έχουμε το δικαίωμα όμως, να προτείνουμε μιαν απάντηση σύμφωνα με τ’ ανθρώπινα και φτωχά μέτρα μας, αρκεί η απάντησή μας να είναι μέσα στα θεολογικά πλαίσια της θεοπνευστίας και όχι να εξοκείλει προς την αμφισβήτησή της! 

Ο Λουκάς αποδείχθηκε ο πιστός εκείνος μαθητής και συνεργάτης που δεν έφυγε ποτέ μακριά απ’ τον διδάσκαλό του, ακόμα κι όταν εκείνος ενδεχομένως να του ζήτησε να πάει για ιεραποστολή ή επίβλεψη (όχι να γίνει επίσκοπος, διότι οι απόστολοι δεν γίνονταν επίσκοποι αλλά κήρυτταν διαρκώς το ευαγγέλιο και επέβλεπαν για την σταθερότητα των εκκλησιών) σε κάποια περιοχή, όπως πήγαν ο Τιμόθεος στην Έφεσο, και ο Τίτος στην Κρήτη. Γι αυτό και ο Παύλος στο τέλος κι ενώ είναι στην φυλακή περιμένοντας την εκτέλεσή του, δηλώνει:

«Λουκᾶς ἐστι μόνος μετ' ἐμοῦ.», Β΄ Τιμ 4,11.

Αυτός ήταν ο πιστός και ταπεινός Λουκάς, ο οποίος παρόλο που τέλειωσε πανεπιστήμιο αφού ήταν γιατρός (Κολ 4,14), δεν ένιωσε ποτέ ότι υπερέχει γραμματικά των άλλων μαθητών και συνεργατών του Παύλου. Άρα ήξερε ότι μπορεί να φανεί άξιος στο κήρυγμα όσο τουλάχιστον και οι άλλοι. Και είναι σίγουρο ότι συμμετείχε στο κήρυγμα μαζί με τους άλλους συνεργάτες του Παύλου (Πρξ 16,13). Αλλά προτίμησε να μείνει με τον διδάσκαλό του Παύλο μέχρι τέλους! Ίσως πάλι από ταπεινοφροσύνη να αισθάνονταν ότι δεν είναι άξιος για να κηρύξει το ευαγγέλιο μόνος του σε άγνωστη περιοχή! Έπειτα ο Λουκάς δεν ήταν άπειρος θαυματουργικών δυνάμεων αφού είδε τον Παύλο να βγάζει δαιμόνια (απ’ την παιδίσκη στους Φιλίππους, Πρξ 16,16-18), και ν’ ανασταίνει νεκρό (τον νεανία Ευτυχή, Πρξ 20,9-12).  Έτσι ο Λουκάς είχε τόσο την πίστη όσο και την θαυματουργική εμπειρία της πίστεως που είχαν και οι άλλοι αυτόπτες απόστολοι που είδαν τον αναστημένο Χριστό! Επομένως ο Λουκάς διέθετε όλες τις προϋποθέσεις για να τον επιλέξει ο Θεός και να τον εμπνεύσει με το Άγιο Πνεύμα προς συγγραφή θεοπνεύστων βιβλίων!

Τα κριτήρια του Πνεύματος για την συγγραφή της Καινής Διαθήκης (το γλωσσικό επίπεδο)

Δεν μπορούμε όμως να ορίσουμε απολύτως τα κριτήρια με τα οποία το Πνεύμα επιλέγει τους συγγραφείς των ιερών κειμένων. Μόνο σχετικά κριτήρια μπορούμε. Π.χ. πρέπει κάποιος να ξέρει την ελληνική διότι η Καινή Διαθήκη πρέπει να γραφτεί στην διεθνή γλώσσα της εποχής! Συνεπώς ο συγγραφέας πρέπει να την ξέρει έστω στοιχειωδώς, όπως ο ευαγγελιστής Ιωάννης. (βλέπε και αυτά που λέμε για το στοιχειώδες γλωσσικό επίπεδο της Αποκάλυψης στην σελίδα μας,

ΤΟ ΘΗΡΙΟ ΚΑΙ Ο ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΗΣ (ΜΕΡΟΣ Δ΄) – Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ & Ο ΨΕΥΤΗΣ ΚΑΙ ΥΒΡΙΣΤΗΣ ΣΙΑΜΑΚΗΣ .

Χρειάζονται όμως και συγγραφείς σπουδαγμένοι, όπως ο Παύλος που σπούδασε θεολογία κι ελληνική παιδεία και φιλοσοφία, ή άλλοι επιστήμονες όπως ο Λουκάς ο ιατρός[4]. Γι αυτό και ο Παύλος έγραψε τα περισσότερα βιβλία, γιατί τα ελληνικά του είναι πολύ καλά και άνετα, και μπορεί έτσι ν’ αποδώσει την θεολογία σε 3 διαφορετικές διαστάσεις ή οπτικές γωνίες:

1)    Την θεολογία που χρειάζονται οι πρώην ιουδαίοι εκτός Παλαιστίνης, που εκτιμούν ακόμα τα τυπικά στοιχεία τον Νόμου. Αυτήν την θεολογία ο Παύλος αναπτύσσει με τις Επιστολές προς Ρωμαίους και προς Γαλάτας.

2)    Την θεολογία που χρειάζονται οι πρώην ιουδαίοι εντός της Παλαιστίνης, για να στηριχτούν απέναντι στους διωγμούς και την επιρροή των ιουδαίων ομοεθνών τους. Αυτήν την θεολογία την είδαμε συνοπτικά παραπάνω στα σχόλιά μας στην προς Εβραίους Επιστολή. 

3)    Την θεολογία που χρειάζονται τα έθνη. Την αναπτύσσει στις υπόλοιπες Επιστολές του.  

Οι Επιστολές του Παύλου μπορεί να περιέχουν δόσεις υψηλού λογοτεχνικού ύφους, αλλά επίσης περιέχουν και ανακόλουθα σχήματα (πρόταση που δεν ολοκληρώνεται), και αυθόρμητα σχήματα που δεν ανήκουν σ’ έναν στρωτό και ρητορικό λόγο, μέχρι και λέξεις που κατασκευάζει ο ίδιος, όπως εθελοθρησκεία, οφθαλμοδουλία, ανθρωπάρεσκος, αρσενοκοίτης, που επίσης δείχνουν πρωτότυπα και μη ρητορικά στοιχεία! Οι ανακολουθίες αυτές και οι αυθορμητισμοί του Παύλου που ξεφεύγουν απ’ το άριστο γλωσσικό επίπεδο, οφείλονται στην αγωνία του και στο έκτακτο της εμπόλεμης κατάστασης που αντιμετωπίζει. Διότι λέει κάποια στιγμή:

«ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι. », Β΄ Κο 7,5.

_______________

[4] Ο Λουκάς έγραψε κι αυτός τα 2 μεγάλα βιβλία που είδαμε, Ευαγγέλιο και Πράξεις, ώστε στο σύνολο οι Παύλος και Λουκάς έγραψαν το 57% της Καινής Διαθήκης!

_______________

Ο Μάρκος όμως δεν έχει τόσο καλό επίπεδο γλώσσας διότι περιέχει πολλούς αραμαϊσμούς και εβραϊσμούς όπως οι Ο΄ (Εβδομήκοντα) αλλά και πολλές λατινικές λέξεις. Κι επειδή το Μάρκος είναι λατινικό όνομα υποθέτουμε ότι αυτός κατάγεται από ένα περιβάλλον με αρκετές ρωμαϊκές επιρροές. Έτσι, ήξερε μάλλον καλά την λατινική γλώσσα αλλ’ όχι τόσο καλά την ελληνική. Κι αυτά φαίνεται ότι εξηγούν το γεγονός, ότι μας έχει δώσει ένα όχι και τόσο καλό ελληνικό κείμενο (το Ευαγγέλιό του) με αρκετούς λατινικούς όρους, χωρίς ωστόσο να ξεφεύγει απ’ την εβραϊκή και αραμαϊκή του κουλτούρα.

Όμως η θεολογία του στοιχειωδώς μορφωμένου στη γλώσσα Ιωάννη πώς θα δικαιολογήσει την συγγραφή του Ευαγγελίου υψηλών θεολογικών νοημάτων; Εδώ είναι η σοφία του Πνεύματος! Ο Ιωάννης αποδίδει την ταύτιση Πατέρα και Υιού με μια πολύ απλή και λαϊκή γλώσσα, γιατί αυτός είναι ο σκοπός της συγγραφής αυτού του Ευαγγελίου! Έτσι ώστε το χριστολογικό δόγμα να γίνεται κατανοητό στον πιο απλό άνθρωπο! Όσο κι αν δεν μπορεί να το εξηγήσει και ο πιο σοφός και γραμματιζούμενος, διότι είναι πράγματι μυστήριο! Όμως αυτό το μυστήριο περιέχεται σε 2 φρασούλες:

«οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν. … 38 μετὰ τοῦτο ἐπὶ γῆς ὤφθη καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη.», Βαρούχ 3,36-38.

«καὶ ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ.», Α΄ Τιμ 3,16.

Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη και το συνοπτικό πρόβλημα

Ο Ιωάννης γράφει το Ευαγγέλιό του τελευταίος απ’ τους άλλους ευαγγελιστές. Ο σκοπός της συγγραφής του όμως διαφέρει απ’ τον σκοπό των άλλων που επιδιώκουν να προσφέρουν τα ιστορικά γεγονότα μαζί με τα κύρια στοιχεία της διδασκαλίας του Χριστού. Τον Ιωάννη ελάχιστα τον ενδιαφέρει η ιστορία. Εκείνο που θέλει να δώσει κυρίως με το Ευαγγέλιό του είναι το δόγμα! Ποιός ήταν ο άνθρωπος Ιησούς, αυτός που προφητεύθηκε ως Μεσσίας και ως Χριστός, και ποιός είναι ο Παράκλητος! 

Συνεπώς, ο Ιωάννης δεν κινείται σε ιστορικό πεδίο δράσης όπως οι άλλοι συνοπτικοί ευαγγελιστές που αφηγούνται ταυτόχρονα γεγονότα και διδασκαλία, αλλά σε θεολογικό πεδίο, δηλ. κυρίως για ειδική διδασκαλία! Γράφει για να χτυπήσει τους αιρετικούς που αρνούνταν την θεότητα του Χριστού, και ατενίζοντας προφητικά, και αυτούς που θ’ αρνηθούν στο μέλλον την θεότητα του Πνεύματος.

Οι αιρετικοί αυτοί επίσης αρνούνταν την αγάπη του Χριστού ως κίνητρο της θυσίας Του και την εντολή της αγάπης μεταξύ των αδελφών! Γι αυτά ο Ιωάννης τους χτυπάει αναλυτικά στις Επιστολές του, ειδικά στην Α΄. Έτσι στο Ευαγγέλιό του ο Ιωάννης αποδύεται σε μακρές ομιλίες του Χριστού για να εμπεδώσει την ταυτότητά του απ’ την μια, ότι δηλ. είναι ίσος με τον Πατέρα, και απ’ την άλλη, την αγάπη του Θεού για τους ανθρώπους, αφού θυσιάζει τον μονογενή Υιό Του για την σωτηρία τους. Και η τελική του διδασκαλία και συμπέρασμα είναι, ότι παρόμοια και οι άνθρωποι πρέπει να έχουν αγάπη μεταξύ τους.

Χαρακτηριστικό επίσης του Ευαγγελίου είναι η πολλαπλή σύγκρουση του Χριστού με τους ιουδαίους που δεν τον παραδέχονται κι επιμένουν να του πηγαίνουν κόντρα, αναπαυόμενοι στην κληρονομική προέλευσή τους απ’ τον Αβραάμ, και στην παράδοση του Νόμου που υποτίθεται ότι κρατάνε απ’ τον Μωυσή. Είναι όμως ψεύτες και υποκριτές καθώς δεν τηρούν την ουσία του Νόμου παρά μόνο τα τυπικά στοιχεία του. Επειδή τους λείπουν η αγάπη και ταπεινοφροσύνη, και κομπάζουν από υπερηφάνεια. Γι αυτό ο Κύριος τους χτυπάει αδυσώπητα με την σκληρή κατηγορία:

«ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστὲ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν.», Ιω 8,44.

Αυτό είναι ένα μήνυμα προς όλους τους αιρετικούς που αρνούνται την αληθινή ταυτότητα του Χριστού. Οπότε στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, ό,τι ετοιμάζει ο Θεός για τον διάβολο, το ίδιο ετοιμάζει και για τους αμετανόητους υποκριτές και ψευδοδιδασκάλους που παριστάνουν την ελίτ των θεοσεβούμενων και της θεοσεβούς «γνώσης» (γνωστικοί)!

Εξάλλου ο Ιωάννης έχει πικρή πείρα απ’ την υπερηφάνεια των ιουδαϊζόντων χριστιανών που έβαζαν εμπόδια στο έργο του Παύλου και απαιτούσαν να τηρεί την περιτομή στις εκκλησίες των εθνών (Πρξ 15,1, Γα 2,3-5), και αναστάτωσαν τις εκκλησίες της Γαλατίας, και στο τέλος παρέσυραν όλους τους αποστόλους πλην του Παύλου να μην επισκέπτονται τα σπίτια των χριστιανών εξ εθνών (περιστατικό στην Αντιόχεια, Γα 2,11-14)!

Επίσης ο Ιωάννης γνωρίζει τα Ευαγγέλια των άλλων ευαγγελιστών και δεν χρειάζεται να επαναλάβει κι αυτός γεγονότα. Ρίχνει λοιπόν το βάρος του στην διδασκαλία και την θεολογία της αγάπης του Θεού και του Υιού Του, και αφηγείται ελάχιστα γεγονότα που κυρίως δεν έχουν οι άλλοι ευαγγελιστές, όπως ο γάμος της Κανά, η θεραπεία του αναπήρου στην Βηθεσδά, η ανάσταση του Λαζάρου. Οι συναντήσεις με την Σαμαρείτιδα και τον Νικόδημο είναι κι αυτές μοναδικές διηγήσεις, αλλά τις κατατάσσουμε στην διδασκαλία του Κυρίου αφού είναι ευκαιρίες για μακρές ομιλίες Του.

Τους τελευταίους αιώνες η προτεσταντική θεολογία – κι όσοι την ακολουθούν, ανεξαρτήτως αν δηλώνουν στο θρήσκευμα προτεστάντες, ή καθολικοί ή ορθόδοξοι – επαναλαμβάνει συνεχώς τις άθεες θεωρίες της για το λεγόμενο συνοπτικό πρόβλημα! Δηλ. γιατί το Ευαγγέλιο του Ιωάννη είναι διαφορετικό στην δομή του απ’ τ’ άλλα που τα χαρακτήρισε συνοπτικά, καθώς του Ιωάννη είναι περισσότερο λόγοι του Χριστού και όχι αφήγηση γεγονότων; Σύμφωνα όμως μ’ αυτά που είπαμε, δεν υπάρχει κανένα συνοπτικό πρόβλημα!

Ας αφήσουμε λοιπόν τους άθεους θεολόγους να πλανώνται σαν τυφλά πρόβατα, διότι οτιδήποτε και να κάνουν χωρίς πίστη, δεν θα βρουν ποτέ τα θεολογικά αξιώματα που αφορούν την συγγραφή των θεοπνεύστων βιβλίων και τις ορθές ερμηνείες της Γραφής. Αυτό είναι το πρώτο και μεγαλύτερο θεολογικό αξίωμα!

                                    Συμπέρασμα

Το συμπέρασμα που βγαίνει, είναι ότι το Άγιο Πνεύμα του Θεού επέλεξε απ’ όλα τα είδη των συγγραφέων και των γλωσσικών επιπέδων, για να μας δείξει ότι ο λόγος Του είναι δυνατός σαν ορμητικός χείμαρρος, και οξύς σαν μαχαίρι, και περνάει μέσα απ’ τα πιο μορφωμένα μυαλά όπως των Παύλου και Λουκά, όχι απλώς άνετα και τεχνικά όμορφα, αλλ’ αφήνοντας παράλληλα τα σημάδια φουρτουνιασμένης θάλασσας και αγωνιώδους μάχης. Περνάει δε και απ’ τα πιο στοιχειωδώς μορφωμένα μυαλά όπως του Ιωάννη, αφήνοντας τα ίδια σημάδια, δίνοντας έτσι στο άτεχνο και απλοϊκό κείμενο μια ορμή και ζωντάνια αιώνια! Έτσι ο σοφός Θεός εμβολίασε μέσα στο αιώνιο κείμενο της Καινής Διαθήκης Του, όλες τις ιδιότητες των γλωσσικών επιπέδων, της τελειότητας και της ατεχνίας, της ρητορικής και της απλοϊκότητας, και τους συνδυασμούς αυτών, με την απαράμιλλη δύναμη των ρημάτων ζωής Του:

«Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις·», Ιω 6,68.

Δοξασμένο τ’ όνομα του Κυρίου!

Το άρθρο αυτό γράφτηκε όπως είπαμε στην αρχή με αφορμή την αμφισβήτηση της αποστολικότητας της Αποκάλυψης, και παρόλο που αποτελεί αυτοτελή ενότητα, ωστόσο σχετίζεται με τις παρακάτω σελίδες μας,

1)    ΤΟ ΘΗΡΙΟ ΚΑΙ Ο ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΗΣ (ΜΕΡΟΣ Α΄) – ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΜΙΑΣ, ΑΓΙΑΣ, ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΚΑΙ ΠΩΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ ,

2)    ΤΟ ΘΗΡΙΟ ΚΑΙ Ο ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΗΣ (ΜΕΡΟΣ Β΄) – ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ,

3)    ΤΟ ΘΗΡΙΟ ΚΑΙ Ο ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΗΣ (ΜΕΡΟΣ Γ΄) – ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ,

4)    ΤΟ ΘΗΡΙΟ ΚΑΙ Ο ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΗΣ (ΜΕΡΟΣ Δ΄) – Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ & Ο ΨΕΥΤΗΣ ΚΑΙ ΥΒΡΙΣΤΗΣ ΣΙΑΜΑΚΗΣ .