Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ & Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ (ΜΕΡΟΣ Β΄)
THE BIBLICAL CANON & ITS TRANSMISSION (PART IΙ)
Θεσσαλονίκη 5-11-2016 (συνέχεια)
Οι εξωτερικές της Γραφής μαρτυρίες – Οι αρχαιότεροι κανόνες της Αγίας Γραφής
Ο Ευσέβιος Καισαρείας έγραψε ένα μνημειώδες έργο, την Εκκλησιαστική Ιστορία του. Σ’ αυτήν παρέχει πλήθος πληροφοριών για την εκκλησία των 3 πρώτων αιώνων. Μόνο που πολλές πληροφορίες του είναι λανθασμένες και ψεύτικες. Αυτές τις παίρνει από θρυλούμενες προφορικές παραδόσεις, όπως φαίνεται όταν μιλάει για τον Φίλωνα στην αντίστοιχη αναφορά του που χρησιμοποίησα στην σελίδα με τους αποστολικούς κανόνες, (βλέπε την σελίδα μας, ). Εκεί ο Ευσέβιος λέει για τον Φίλωνα: «τὸν Φίλωνα, ὃν καὶ λόγος ἔχει κατὰ Κλαύδιον ἐπὶ τῆς Ῥώμης εἰς ὁμιλίαν ἐλθεῖν Πέτρῳ».
Βλέπουμε λοιπόν τον Ευσέβιο γι αυτήν την πληροφορία (ότι ο Φίλων μίλησε με τον απ. Πέτρο), να επικαλείται κάποιον προφορικό λόγο που υπάρχει και κυκλοφορεί.
Το αληθινό όμως και μεγαλειώδες που έχει η ιστορία του Ευσεβίου, είναι οι πολλές παραθέσεις αποσπασμάτων κειμένων άλλων συγγραφέων που τις βάζει αυτούσιες με ελάχιστα αντιγραφικά λάθη λόγω παρανάγνωσης. Αυτό είναι εύκολο να το διαπιστώσει κάποιος, αν συγκρίνει κείμενα που έχουν διασωθεί με τ’ αντίστοιχα αποσπάσματα που παραθέτει ο Ευσέβιος.
Έτσι, εκτός απ’ τον δικό του κατάλογο ή κανόνα γνήσιων βιβλίων της Αγίας Γραφής, παραδίνει και τους κανόνες 2 άλλων εκκλησιαστικών συγγραφέων που δεν διασώθηκαν στα ίδια τα συγγράμματά τους και που είδαμε αναλυτικά παραπάνω. Ο ένας είναι του Μελίτωνα Σάρδεων, και ο άλλος του Κλήμη Αλεξανδρέα. Ο πρώτος χρονολογείται την περίοδο 170-180. Γι αυτό και θεωρούμε ότι είναι ο αρχαιότερος κανόνας της Π. Διαθήκης αφού μόνο της Παλιάς έχει, και ο δεύτερος χρονολογείται γύρω στο 200, και έχει και των 2 Διαθηκών.
Ας συγκρίνουμε τώρα τις παραπάνω χρονολογίες των 2 πολύ αρχαίων κανόνων, με την χρονολογία θανάτου του Πολυκάρπου γύρω στο 170, και την χρονολογία που υπολογίσαμε χονδρικά για τον θάνατο και των τελευταίων άμεσων μαθητών των αποστόλων το αργότερο το 190. Βλέπουμε ότι η εποχή μεταξύ των 2 κανόνων (εύρος 20-30 ετών) ταυτίζεται με την εποχή του θανάτου των άμεσων μαθητών των αποστόλων. Και αναλογιζόμαστε έτσι πόσο μεγάλο ρόλο έπαιξαν οι ζωντανές μνήμες που κρατούσαν αναμφίβολη την παράδοση του σωστού κανόνα της Αγίας Γραφής.
Και αυτή η ταύτιση μας βεβαιώνει για το χρονολογικό ορόσημο της εκκλησιαστικής ιστορίας, το 170 που είναι και το σημείο καμπής όπου άρχισε η αμφισβήτηση των γνήσιων βιβλίων. Διότι αν δεν υπήρχε αμφισβήτηση δεν θα χρειάζονταν οι πατέρες να γράψουν καταλόγους.
Παραθέτω σκόπιμα τον αρχαιότερο κατάλογο ή κανόνα που είναι του Μελίτωνα – που όπως λέει και ο ίδιος ο Μελίτων στο απόσπασμα που παραδίδει ο Ευσέβιος, βρισκόταν στο έργο του «Εκλογαί» που δεν σώζεται σήμερα – για να κάνω λίγα σημαντικά σχόλια:
««Μελίτων Ὀνησίμῳ τῷ ἀδελφῷ χαίρειν. ἐπειδὴ πολλάκις ἠξίωσας, σπουδῇ τῇ πρὸς τὸν λόγον χρώμενος, γενέσθαι σοι ἐκλογὰς ἔκ τε τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν περὶ τοῦ σωτῆρος καὶ πάσης τῆς πίστεως ἡμῶν, ἔτι δὲ καὶ μαθεῖν τὴν τῶν παλαιῶν βιβλίων ἐβουλήθης ἀκρίβειαν πόσα τὸν ἀριθμὸν καὶ ὁποῖα τὴν τάξιν εἶεν, ἐσπούδασα τὸ τοιοῦτο πρᾶξαι, ἐπιστάμενός σου τὸ σπουδαῖον περὶ τὴν πίστιν καὶ φιλομαθὲς περὶ τὸν λόγον ὅτι τε μάλιστα πάντων πόθῳ τῷ πρὸς τὸν θεὸν ταῦτα προκρίνεις, περὶ τῆς αἰωνίου σωτηρίας ἀγωνιζόμενος. ἀνελθὼν οὖν εἰς τὴν ἀνατολὴν καὶ ἕως τοῦ τόπου γενόμενος ἔνθα ἐκηρύχθη καὶ ἐπράχθη, καὶ ἀκριβῶς μαθὼν τὰ τῆς παλαιᾶς διαθήκης βιβλία, ὑποτάξας ἔπεμψά σοι· ὧν ἐστι τὰ ὀνόματα· Μωυσέως πέντε, Γένεσις Ἔξοδος Ἀριθμοὶ Λευιτικὸν Δευτερονόμιον, Ἰησοῦς Ναυῆ, Κριταί, Ῥούθ, Βασιλειῶν τέσσαρα, Παραλειπομένων δύο, Ψαλμῶν Δαυίδ, Σολομῶνος Παροιμίαι ἡ καὶ Σοφία, Ἐκκλησιαστής, ᾎσμα ᾈσμάτων, Ἰώβ, Προφητῶν Ἡσαΐου Ἱερεμίου τῶν δώδεκα ἐν μονοβίβλῳ Δανιὴλ Ἰεζεκιήλ, Ἔσδρας· ἐξ ὧν καὶ τὰς ἐκλογὰς ἐποιησάμην, εἰς ἓξ βιβλία διελών».
Βλέπουμε τον λόγο για τον οποίο έγραψε τον κατάλογο ο Μελίτων. Για να ξέρει ο Ονήσιμος ο αδερφός του εν Χριστώ, πόσα και ποια με την «ακρίβεια που θέλησε (ἐβουλήθη)» είναι τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, που περιέχει τον νόμο και τους προφήτες που μιλάνε «περὶ τοῦ σωτῆρος καὶ πάσης τῆς πίστεως ἡμῶν», χαρακτηρίζοντας την μεγάλη επιθυμία του Ονήσιμου σπουδή αφού αξίωσε πολλές φορές να μάθει (πολλάκις ἠξίωσας σπουδῆ). Και του λέει ότι είναι «σπουδαῖον περὶ τὴν πίστιν καὶ φιλομαθὲς περὶ τὸν λόγον (θεόπνευστο λόγο) όταν μάλιστα πιστεύει και νομίζει εκ των προτέρων (προκρίνει) ότι όλα αυτά τα βιβλία τον βοηθούν αφού είναι «περὶ τῆς αἰωνίου σωτηρίας ἀγωνιζόμενος».
Οι διαφορές του με τον κανόνα του Μ. Αθανασίου είναι ότι ο Μελίτων δεν αναφέρει τον Βαρούχ, και τ’ άλλα παρελκόμενα βιβλία του Ιερεμία που είναι οι Θρήνοι και η Επιστολή. Αλλά είναι σίγουρο ότι τα 2 παρελκόμενα βιβλία του Ιερεμία (Θρήνοι κι Επιστολή) τα εννοεί μαζί με το βιβλίο του Ιερεμία, όπως αναφέρονται και σε καταλόγους άλλων πατέρων ως ένα βιβλίο. Π.χ. ο Μ. Αθανάσιος στον κατάλογό του έχει την φράση:
«Ἰερεμίας καὶ σὺν αυτῶ, Βαροὺχ, Θρήνοι καὶ Ἐπιστολὴ.».
Έτσι είναι πολύ πιθανό ο Μελίτων, με το βιβλίο του Ιερεμία να συμπεριλαμβάνει και τον Βαρούχ.
Επίσης αναφέρει έναν Έσδρα και όχι δύο, που όπως είπαμε σε άλλη σελίδα πρόκειται για τα σημερινά βιβλία Β΄ Έσδρας και Νεεμίας. Κι επειδή για τα Βασιλειών και τα Παραλειπομένων δεν ξεχνάει να τα αναφέρει με τον αριθμό τους, θεωρούμε ότι αν δεχόταν ότι ο Έσδρας ήταν 2 βιβλία – όπως συχνά αναφέρονται μαζί – έπρεπε να το αναφέρει. Υπάρχει όμως και η μικρή πιθανότητα σαν άνθρωπος να του διέφυγε να το αναφέρει. Άρα, οι κύριες αλλ’ όχι απόλυτα διευκρινισμένες διαφορές του με τον κατάλογο του Μ. Αθανασίου είναι ότι δεν αναφέρει τα βιβλία Βαρούχ και Νεεμία.
Την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου που περιέχει τους 3 καταλόγους απ’ τους οποίους ο ένας είναι του Μελίτωνα, μπορείτε να την βρείτε στην σελίδα
http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/history/eysebios_ecclesia_historia.htm
Οι εσωτερικές της Γραφής μαρτυρίες
Η θεοπνευστία και πώς την ένιωθαν οι απόστολοι
Ο όρος θεόπνευστη Γραφή όπως και η λέξη θεόπνευστος απαντάται στην Κ. Διαθήκη μόνο μία φορά, στο χωρίο του Παύλου Β΄ Τι 3,16, όπου αναλύει την ποικίλη χρησιμότητα αυτής της θεόπνευστης Γραφής . Κι αφού η Επιστολή αυτή είναι η τελευταία του Παύλου όπως φαίνεται από την επικείμενη εκτέλεσή του για την οποία κάνει λόγο παρακάτω στην ίδια Επιστολή Β΄ Τι 4,6, θα έλεγε κάποιος ότι ο Παύλος με τον όρο θεόπνευστη Γραφή εννοεί την Π. Διαθήκη μαζί με όλα τα κείμενα της Καινής που άφησαν μέχρι τότε οι απόστολοι. Όμως στο αμέσως προηγούμενο χωρίο αναφέρει για τον Τιμόθεο, ότι γνωρίζει τα ιερά γράμματα από βρέφος. Μα όταν ο Τιμόθεος ήταν βρέφος, δηλ. 40 χρόνια τουλάχιστον πιο μπροστά, η Κ. Διαθήκη δεν είχε καλά καλά αρχίσει να γράφεται! Επομένως ο Παύλος στην περικοπή αυτή, ως θεόπνευστη Γραφή και ιερά γράμματα εννοεί μόνο την Π. Διαθήκη.
Τις 12 φορές όπου αναφέρεται μέσα στις Επιστολές της Κ. Διαθήκης η λέξη επιστολή, και εννοείται φυσικά επιστολή των αποστόλων, δεν υπάρχει αναφορά ή νύξη ή έστω το παραμικρό υπονοούμενο για θεοπνευστία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα Ευαγγέλια τα οποία δεν αναφέρουν πουθενά ότι τα ίδια είναι θεόπνευστα. Σε αντίθεση, όταν η Κ. Διαθήκη αναφέρεται σε Γραφή ή Γραφές και το κάνει πολλές φορές εννοεί πάντα την Π. Διαθήκη.
Επιπλέον οι απόστολοι στις Επιστολές τους, συμβουλεύουν, παρακαλάνε, ελέγχουν, και παρόλο που συστήνουν τους εαυτούς τους ως αυτόπτες και ως φορείς της αποκαλυμμένης αλήθειας, εν τούτοις δίνουν πάντα εξηγήσεις απ’ την Π. Διαθήκη, χωρίς ποτέ να μιλάνε αυθαίρετα και να επικαλούνται το κύρος τους ως θεόπνευστοι. Επιπλέον μιμούνται τον ίδιο τον Κύριό τους που αντιμετώπισε τόσο τους πειρασμούς του διαβόλου, όσο και τους φαρισαίους και σαδουκκαίους, όχι με το κύρος του (που ήταν κατεξοχήν και μόνιμα θεόπνευστος αφού ήταν Θεός), αλλά με χωρία της Π. Διαθήκης.
Και ο Παύλος που αμφισβητήθηκε η αποστολική του γνησιότητα στους Κορίνθιους, αφιερώνει 3 κεφάλαια στην Β΄ επιστολή του (10,1-12,19) απολογούμενος με πραότητα και περιγράφοντας τις ταλαιπωρίες του και επικαλούμενος τα σημάδια στο σώμα του απ’ αυτές, για ν’ αποδείξει ότι είναι γνήσιος απόστολος. Και δεν επικαλείται ποτέ θεοπνευστία.
Και ο Πέτρος που αναφέρεται στις Επιστολές του Παύλου λέει ότι ο Παύλος έγραψε «κατὰ τὴν αὐτῷ δοθεῖσαν σοφίαν». Ενώ δηλαδή εδώ ο Πέτρος χαρακτηρίζει τον Παύλο ως από Θεού σοφό που έγραψε επιστολές, δεν λέει καθαρά ότι είναι θεόπνευστος, ενώ σε άλλο σημείο του μιλάει πιο καθαρά και κατηγορηματικά για το εκ Θεού Πνεύμα που ενέπνευσε τους προφήτες:
« οὐ γὰρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτὲ προφητεία, ἀλλ' ὑπὸ Πνεύματος ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι.», Β΄ Πε 1,21.
Το 1ο συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι οι απόστολοι όταν έγραφαν την Κ. Διαθήκη δεν αισθάνονταν θεόπνευστοι, γι αυτό και δεν έγραψαν ποτέ κάτι τέτοιο.
Η θεοπνευστία και η θεϊκή αποκάλυψη
Οι απόστολοι που με οποιοδήποτε τρόπο είδαν τον Χριστό, είναι χωρισμένοι σε 2 άνισες κατηγορίες. Από την μια έχουμε τους άμεσους μαθητές του Χριστού, δηλαδή τον στενό κύκλο των 12, και όσων άλλων ανήκαν σε ευρύτερο κύκλο όπως ο Μάρκος ο ευαγγελιστής, ή άλλων που μπήκαν στην εκκλησία μετά την ανάσταση του Κυρίου, όπως οι αδελφοί του Κυρίου Ιάκωβος και Ιούδας. Αυτοί όλοι ήταν αυτόπτες σε πολλά θαύματα του Κυρίου, και αυτήκοοι της διδασκαλίας του όπως το λέει και ο Ιωάννης Α΄ Ιω 1,1. Από την άλλη έχουμε μόνο έναν απόστολο, τον Παύλο, που δεν έγινε απόστολος επειδή ήταν αυτόπτης και αυτήκοος στην επί γης ζωή του Κυρίου, αλλά έγινε βάσει προσωπικής αποκαλύψεως μετά την Ανάσταση απ’ τον ίδιο τον Κύριο.
Στην ουσία δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις 2 κατηγορίες, αφού και οι πρώτοι με το να ζουν δίπλα στον Χριστό και να βλέπουν τις υπερφυσικές του δυνάμεις σε κάθε θαύμα, δεν βίωναν τίποτ’ άλλο από θεϊκή αποκάλυψη. Διότι στο τέλος και οι άλλοι απόστολοι και ο Παύλος, αυτό που έπρεπε να κρατήσουν και να μεταδώσουν, δεν ήταν οι υπερφυσικές δυνάμεις αλλά η αλήθεια του ευαγγελίου. Επομένως η Κ. Διαθήκη είτε ως προφορική διδασκαλία είτε ως γραπτή ήταν μόνο η αποκαλυμμένη αλήθεια του Θεού.
Οι απόστολοι τώρα γνώριζαν ότι εξυπηρετούν αυτήν την αλήθεια, και αισθάνονταν δέος και τεράστια ευθύνη για την σωστή μετάδοσή της, δηλ. να την μεταδώσουν χωρίς λάθος και χωρίς φόβο. Αλλ’ όχι πάντα. Διότι σημειώθηκαν λάθη και φοβίες και υποκρισίες, για τις οποίες όμως ελέγχθηκαν, όπως συνέβη στην περίπτωση των εν Ιεροσολύμοις αποστόλων που ανέχθηκαν την ανελευθερία και κατασκοπεία κάποιων ιουδαϊζόντων ψευδαδέλφων που ήθελαν να επιβάλλουν την περιτομή, Γα 2,3-6. Τότε λοιπόν, ο Παύλος ήταν αυτός που ήλεγξε τον Πέτρο, που μαζί με άλλους είχαν ανεχτεί την διάκριση και απαξίωση απερίτμητων αδελφών, και μάλιστα παρέσυραν και τον Βαρνάβα στην υποκρισία αυτή, Γα 2,11-21. Επιπλέον ο Πέτρος είχε δεχτεί και έξτρα θεϊκή αποκάλυψη όταν βρέθηκε στο Θαβώρ, στην Μεταμόρφωση του Κυρίου. Πιστεύετε λοιπόν ότι η θεοπνευστία μπορεί να βρίσκεται σε κάποιον που πέφτει σε σφάλμα και υποκρισία; Όχι φυσικά.
Το 2ο συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η θεϊκή αποκάλυψη δεν κάνει κάποιον θεόπνευστο. Η θεοπνευστία είναι κάτι που έρχεται απ’ τον Θεό στιγμιαία και δεν είναι μόνιμη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σ’ αυτό αποτελεί ο Σολομώντας που έγραψε 3 θεόπνευστα βιβλία, αλλά στο τέλος εκτράπηκε απ’ τις εντολές του Θεού με τις ανάλογες τιμωρίες που υπέστη, Γ΄ Βα 11,1-12.
Αυτό όμως το συμπέρασμα, αυτομάτως μας συστήνει ότι πρέπει να προσέχουμε από κάποιους που ισχυρίζονται ότι υπήρξαν μέτοχοι θεϊκής αποκάλυψης. Ακόμα δηλαδή κι αν είναι πράγματι έτσι και λένε την αλήθεια, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε αυτό που μας λένε. Διότι το 2ο αυτό συμπέρασμα που βγάλαμε, βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τα λόγια του Παύλου:
«αλλά και αν εμείς ή άγγελος απ’ τον ουρανό, έρθει και σας δώσει ευαγγέλιο διαφορετικό απ’ αυτό που σας δώσαμε ήδη, να είναι ανάθεμα. Και πάλι λέγω, όποιος σας δώσει ευαγγέλιο άλλο απ’ αυτό που παραλάβατε, να είναι ανάθεμα.», Γα 1,8-9.
Πάνω σ’ αυτό το σπουδαίο χωρίο, ο Ιωάννης Χρυσόστομος σχολιάζει :
«Ὁ μὲν οὖν Ἀβραὰμ ἀξιούμενος πέμψαι τὸν Λάζαρον ἔλεγεν, Ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἐὰν μὴ ἐκείνων ἀκούσωσιν, οὐδὲ νεκρῶν ἀνισταμένων ἀκούσονται. Ταῦτα δὲ αὐτὸν εἰσάγει λέγοντα ὁ Χριστὸς, δεικνὺς ὅτι καὶ νεκρῶν ἐγειρομένων ἀξιοπιστοτέρας εἶναι βούλεται τὰς Γραφάς. Ὁ δὲ Παῦλος (ὅταν δὲ Παῦλον εἴπω, τὸν Χριστὸν πάλιν λέγω· αὐτὸς γὰρ ἦν ὁ κινῶν αὐτοῦ τὴν ψυχήν) καὶ ἀγγέλων ἐξ οὐρανοῦ καταβαινόντων αὐτὰς προτίθησι· καὶ μάλα εἰκότως. Οἱ γὰρ ἄγγελοι, κἂν μεγάλοι, ἀλλὰ δοῦλοι καὶ ὑπουργοὶ τυγχάνουσιν ὄντες· αἱ δὲ Γραφαὶ πᾶσαι οὐ παρὰ δούλων, ἀλλὰ παρὰ τοῦ τῶν ὅλων Θεοῦ ∆εσπότου γραφεῖσαι ἐπέμφθησαν. ∆ιὰ τοῦτό φησιν· Ἐάν τις ὑμᾶς εὐαγγελίσηται παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν.», Υπόμνημα στην προς Γαλάτας, PG 61,624.
Βλέπουμε εδώ τον Χρυσόστομο να συγκρίνει τις Γραφές 1) με τους αναστημένους νεκρούς, όπως συγκρίνει το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής 30-10-16 που έχει τον Αβραάμ ν’ απαντάει στο αίτημα του πλούσιου που πήγε στην κόλαση με την απάντηση «έχουσι Μωϋσέα καὶ τους προφήτες», και 2) με τους αγγέλους που τους αποκαλεί όχι άδικα δούλους. Και στις 2 περιπτώσεις, ο μεγάλος αυτός πατέρας της εκκλησίας ερμηνεύοντας συμπεραίνει πως οι Γραφές είναι αξιοπιστότερες, αφού δεν προέρχονται από δούλους, αφού εστάλησαν «παρὰ τοῦ τῶν ὅλων Θεοῦ ∆εσπότου γραφεῖσαι»!
Γι αυτό και ο Παύλος ο οποίος υπήρξε και δεύτερη φορά μέτοχος θεϊκής αποκάλυψης όταν ανέβηκε έως 3ου ουρανού, δεν χρησιμοποίησε αυτήν την αποκάλυψη για να προσδώσει κύρος και αξία στα λόγια του, αλλά είπε ότι αυτή η αποκάλυψη συνέβη σ’ έναν άλλο (!) για τον οποίο ο Παύλος μπορεί να καυχηθεί, για τον εαυτό του όμως όχι, Β΄ Κο 12,1-4.
Ανεξάρτητα λοιπόν από την θεϊκή αποκάλυψη που θα επικαλεστεί κάποιος, εμείς πρέπει να μην παρεκκλίνουμε απ’ την Αγία Γραφή, διότι πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι κανείς, όποιος και να είναι, δεν μπορεί ν' αλλάξει την παραδοθείσα και θεόπνευστη Αγία Γραφή.
Η απουσία της θεόπνευστης έννοιας απ’ τα βιβλία της Καινής Διαθήκης στάθηκε και μια αφορμή για την αμφισβήτηση ορισμένων βιβλίων της. Σε αντίθεση με την Π. Διαθήκη που φερόταν πάντα ως θεόπνευστη μέσα στην Καινή, και βοηθούμενη σημαντικά και από την ίδια Βίβλο των ιουδαίων, παρέμεινε σχεδόν αλώβητη όσον αφορά τα γνήσια βιβλία, διότι την είσοδο νόθων βιβλίων δεν μπόρεσε να την αποφύγει.
Οι εσωτερικές κι εξωτερικές συνθήκες
Η αμφισβήτηση των γνήσιων βιβλίων
Η εκκλησία μπορεί να παρέλαβε τα σωστά βιβλία, αλλά δεν αρκούσε αυτό. Είδαμε ότι το έτος 170 – με τον θάνατο του τελευταίου άμεσου μαθητή των αποστόλων, του Πολυκάρπου –, αποτελεί ορόσημο διότι τότε άρχισε η αμφισβήτηση. Αφού σε λίγα χρόνια έχουμε τους χριστιανούς να ρωτάνε για τα γνήσια βιβλία, όπως είδαμε τον Μελίτωνα Σάρδεων ν’ απαντάει σε κάποιον Ονήσιμο. Κι η αμφισβήτηση ξεκίνησε δυνατά, διότι μετά από 20-30 χρόνια δηλ. γύρω στο 200, βλέπουμε τον Κλήμη Αλεξανδρέα πρεσβύτερο όντα της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ν’ αμφιβάλλει για τις 5 καθολικές Επιστολές!
Γενικά η αιρετική αμφισβήτηση ήταν δυνατή και πολυσύνθετη και οι αιρέσεις χτυπούσαν την εκκλησία σαν θύελλες, ζώντων ακόμα των αποστόλων. Όλες σχεδόν οι επιστολές των αποστόλων και το ευαγγέλιο του Ιωάννη, κι αυτή η Αποκάλυψη ακόμα, χτυπάνε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τους αιρετικούς και τις ανήθικες και βλάσφημες δοξασίες τους.
Επιπλέον εκτός απ’ τις αιρέσεις, υπήρχαν και οι διωγμοί των χριστιανών, που παρόλο που γίνονταν κατά διαστήματα, είχαν την ανάλογη επίδρασή τους όπως θα δούμε παρακάτω. Ο πόλεμος δηλαδή εναντίον της εκκλησίας γινόταν σε 2 μέτωπα. Το εσωτερικό με τις αιρέσεις, και το εξωτερικό με τους αυτοκρατορικούς διωγμούς. Αλλά ο κίνδυνος απ’ τις αιρέσεις ήταν πολύ μεγαλύτερος αφού γίνεται από μέσα, και είναι γνωστό ότι η προδοσία είναι ότι χειρότερο σ’ ένα πόλεμο, και επιπλέον οι διωγμοί ήταν παροδικοί και κάποια στιγμή σταμάτησαν.
Ο πόλεμος των αιρετικών και αντιχρίστων συνεχίζεται αμείωτος και μετά τους αποστόλους, και κατά τις ειρηνικές περιόδους ανάμεσα στους διωγμούς των χριστιανών, και μετά τους διωγμούς, ώστε να βλέπουμε να συγκροτείται ολόκληρη οικουμενική Σύνοδος – η Α΄ (325) μόλις 12 χρόνια μετά το διάταγμα της ανεξιθρησκείας (313), και μόλις 5 χρόνια μετά τον διωγμό του Λικινίου (320) –, για να καταπολεμήσει αιρέσεις. Αλλά ούτε εδώ σταματάνε οι αιρέσεις. Η εκκλησιαστική ιστορία δεν έχει τίποτ’ άλλο από αιρέσεις, και τον συνεχή πόλεμο της εκκλησίας για τον στιγματισμό των αιρέσεων, την καταδίκη τους, και την προφύλαξη των πιστών. Διότι οι αιρέσεις είναι ο ίδιος ο διάβολος που θέλει να βουλιάξει την εκκλησία, να την κάνει ποταμοφόρητο, Απ δηλαδή να πλανήσει τους πιστούς διαστρέφοντας την υγιή διδασκαλία και την Γραφή στην οποία η διδασκαλία στηρίζεται. Τα λόγια του απ. Παύλου είναι πάντα εφήμερα και ακούγονται δυνατά και ανησυχητικά:
«Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι' ἐπιστολῆς ἡμῶν.», Β΄ Θε 2,15.
Πώς λοιπόν μπορούμε να δεχτούμε ότι μέσα από μια τέτοια συνεχή και θυελλώδη αμφισβήτηση για το αληθινό δόγμα, ότι η εκκλησία παρέλαβε και κράτησε απ’ την αρχή τα σωστά βιβλία; Κάθε εποχή, γεννιόταν και μια καινούργια αμφισβήτηση στο δόγμα. Παράλληλα η Αποκάλυψη ήταν υπό αμφισβήτηση στο μεγαλύτερο μέρος των πρώτων αιώνων. Πώς λοιπόν θα μπορούσε ο κατάλογος των βιβλίων να παραμείνει ανόθευτος; Τα βιβλία που χαρακτηρίστηκαν ως απόκρυφα, ήταν περισσότερα κι απ’ τα γνήσια. Μέχρι και το ίδιο το κείμενο ως περιεχόμενο των βιβλίων πήγαν να νοθεύσουν οι αιρετικοί. Και κατάφεραν κι έβαλαν λίγες νόθες περικοπές, που δεν είναι της ώρας να αναφέρουμε.
Είναι φανερό και φυσικό ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες συνεχούς πολέμου της εκκλησίας με τους αιρετικούς, η παράδοση του γνήσιου καταλόγου να χάνεται. Προσοχή εδώ, μιλάω για τον ακριβή αριθμό και την ονομασία των βιβλίων και όχι για όλο τον κατάλογο. Ο κατάλογος πάντα υπάρχει, αλλά υπόκειται σε νοθεία. Και η νοθεία αυτή είναι μικρή αφού τα βιβλία δημοσιεύονται και διαβάζονται συνεχώς μέσα στην εκκλησία (βλέπε και την σελίδα μας, ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟ (ΜΕΡΟΣ Α΄) & Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ).
Και η νοθεία βρίσκει ευκαιρία να εισχωρήσει κυρίως σε περιόδους επικρατούντων αιρέσεων – όπως συνέβη σε σημαντικό κομμάτι του 4ου αιώνα που επικράτησε ο αρειανισμός, και τότε ο Μ. Αθανάσιος εξορίστηκε όχι μόνο μια φορά –, και κατά 2ο λόγο σε περιόδους διωγμών – κατά τους οποίους η εκκλησία δεν μπορεί ν’ αναγνώσει πλήρως και ασφαλώς την Γραφή αφού και πολλά αντίτυπα των βιβλίων καίγονται –, και κατά 3ο λόγο σε περιόδους όπου η ανάγνωση της Γραφής παραμελείται. Και αφού η παράδοση του γνήσιου καταλόγου χάνεται, απομένει η κρίση των βιβλίων που φέρονται ως θεόπνευστα έστω από κάποιους.
Η αμφισβήτηση των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης – Η κρίση των βιβλίων
Και η κρίση για το ποια βιβλία είναι θεόπνευστα, γίνεται με το κριτήριο της συμφωνίας ή διαφωνίας. Όποια δηλαδή βιβλία τίθενται υπό αμφισβήτηση, εξετάζονται για να δούμε αν έχουν το ίδιο πνεύμα με τα υπόλοιπα που δεν έχουν αμφισβητηθεί και θεωρούνται σίγουρα γνήσια. Και σίγουρα γνήσια θεωρούνταν σχεδόν όλα τα βιβλία της Π. Διαθήκης για τον απλούστατο λόγο ότι τα ίδια βιβλία είχαν και οι εβραίοι που παρέμειναν πιστοί στην παλιά θρησκεία και δεν έγιναν χριστιανοί. Κριτήριο αδιαμφισβήτητο λοιπόν για τα γνήσια βιβλία της Π. Διαθήκης αποτελούσε ο αμετανόητος Ιουδαϊσμός.
Γι αυτό και πέρα από την πολύ μικρή αμφισβήτηση που έγινε μόνο στο βιβλίο του Νεεμία κι αυτό το λέμε πιθανολογώντας (βλέπε παραπάνω τον κατάλογο του Μελίτωνα Σάρδεων), δεν είχαμε άλλη αμφισβήτηση για τα γνήσια βιβλία της Π. Διαθήκης. Απεναντίας η νοθεία στα βιβλία της πήγε να γίνει στην άλλη όψη του πολύτιμου νομίσματός της. Δηλαδή να παρεισφρήσουν νόθα βιβλία σ’ αυτήν. Έτσι, αποπειράθηκε κυρίως να παρεισφρήσει η Εσθήρ, λιγότερο τα Τωβίας και Ιουδήθ μαζί με τα αργότερα προστιθέμενα Σοφία Σολομώντος και Σοφία Σειράχ, και ακόμα λιγότερο τα βιβλία των Μακκαβαίων. Αργότερα αποπειράθηκε να παρεισφρήσει και το Β΄ Έσδρας και παράλληλα να εκτοπίσει τον Νεεμία.
Σε αντίθεση με την μεγάλη αντοχή των βιβλίων της Π. Διαθήκης στην αμφισβήτηση για τον λόγο που είπαμε, τα γνήσια βιβλία της Κ. Διαθήκης υπέστησαν μεγάλη αμφισβήτηση. Αμφισβητήθηκαν όπως είδαμε, οι 5 καθολικές Επιστολές και η Αποκάλυψη. Δηλαδή τα 6 από τα 27 βιβλία της, ποσοστό 22%! Αν τώρα η Π. Διαθήκη δεχόταν την ανάλογη αμφισβήτηση δηλ. ποσοστό 22%, θα έπρεπε να αμφισβητούνταν 9 βιβλία της! Κι όμως αμφισβητήθηκε όπως είδαμε μόνο ένα, κι εκείνο ελαφρώς, ο Νεεμίας. Αυτή ήταν και η πολύτιμη συμβολή του Ιουδαϊσμού στην παράδοση της Αγίας Γραφής. Κι ας υπήρξε ο Ιουδαϊσμός ο μεγαλύτερος εχθρός του χριστιανισμού κατά την πρώτη περίοδο της εκκλησίας. Απίστευτα σοφός αποδεικνύεται ο Κύριος που μέσα απ’ το μίσος των ιουδαίων εξασφαλίζει την παράδοση της Βίβλου!!
Με την Καινή Διαθήκη η αμφισβήτηση έχει ως εξής:
Τα μεν Ευαγγέλια και οι Πράξεις θεωρήθηκαν αυθεντική ιστορία του Χριστού και των αποστόλων και δεν αμφισβητήθηκαν, οι δε Επιστολές άρχισαν να έχουν την αμφισβήτησή τους. Όμως το φημισμένο όνομα του απ. Παύλου που ίδρυσε πολλές εκκλησίες της Μ. Ασίας και της μητροπολιτικής Ελλάδος στάθηκε φράγμα, για να μην αμφισβητηθούν οι Επιστολές του, εκτός από την προς Εβραίους που αμφισβητήθηκε κυρίως στην Δύση. Για την προς Εβραίους όμως ειδικά πρέπει να πούμε ότι, η όλη αμφισβήτησή της δημιουργήθηκε γιατί σ’ αυτήν ο Παύλος δεν ξεκινάει με τον γνωστό του χαιρετισμό όπως κάνει σε όλες τις άλλες, αλλά μπαίνει κατευθείαν στο θέμα, σαν να μην σώζεται η αρχή της Επιστολής, ή σαν να μην ήθελε να φανεί απ’ την αρχή ότι ο αποστολέας είναι αυτός ο ίδιος ο Παύλος. Κι έτσι, τα πυρά της αμφισβήτησης πέσανε κυρίως πάνω στις καθολικές Επιστολές και στην Αποκάλυψη.
Τους πρώτους αιώνες λοιπόν οι πατέρες έκριναν αυτά που είχαν παραλάβει. Και με δεδομένο τον καταιγισμό νόθων και αποκρύφων βιβλίων, οι πατέρες μόνο εξέταζαν ό,τι βιβλίο φέρονταν ως άγιο και θεόπνευστο, και μετά από εξέταση πετούσαν τα νόθα και ψευδεπίγραφα. Αν δεν τα εξέταζαν πώς θα τα πετούσαν και θα τα στιγμάτιζαν, ώστε να βγάλουν και κανόνες Συνόδων που απαγόρευαν την ανάγνωσή τους;
Κι όπως οι αντίχριστοι διακρίνονται από εύκολους για να τους καταλάβεις, μέχρι και δύσκολους με πολύ ύπουλο προσωπείο για να τους καταλάβεις, έτσι και τα νόθα βιβλία έχουν την διαβάθμισή τους. Άλλα κάνουν μπαμ για την ψευτιά τους και τους μύθους τους, όπως τα βιβλία των Μακκαβαίων κι όλα τα απόκρυφα, και άλλα είναι πολύ ύπουλα και δύσκολα μπορείς να τα καταλάβεις. Αν εφαρμόσεις όμως προσεκτικά το κριτήριο της συμφωνίας ή διαφωνίας με το πνεύμα της υπόλοιπης Γραφής, θα τα καταλάβεις.
Αυτό έκανε και ο Μ. Αθανάσιος. Με το οξυδερκές και αγωνιστικό πνεύμα του, με την συνεχή πίστη του και επιμονή του στην ακριβή τήρηση των εντολών της Γραφής, ήταν επόμενο ο Θεός να τον φωτίσει και να κρίνει τα βιβλία σωστά. Γι αυτό συμπεριέλαβε την Αποκάλυψη, και γι αυτό έβγαλε την Εσθήρ. Αυτά ήταν και τα 2 πιο συχνά αναφερόμενα βιβλία για το αν πρέπει να συμπεριληφθούν ή όχι στον γνήσιο κανόνα. Έβγαλε επίσης ο Μ. Αθανάσιος και τα Τωβίας (ή Τωβίτ) και Ιουδίθ όπως και τις 2 Σοφίες Σολομώντος και Σειράχ, και δεν ανέφερε καθόλου τα βιβλία των Μακκαβαίων – που περιέχουν εβραϊκούς μύθους και προφανώς τα θεώρησε εντελώς σκουπίδια όπως άλλωστε και οι ίδιοι οι εβραίοι ραββίνοι που δεν τα έβαλαν στον δικό τους Κανόνα –.
Για να γίνει καλύτερα κατανοητό το πνεύμα των θεοπνεύστων Βιβλίων που δεν έχουν τα νόθα, και που αποτελεί κριτήριο για την γνησιότητά τους, διάβασε τα σχόλια που κάνω για την νόθο Επιστολή Ιερεμίου, στην σελίδα μας, Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΕΡΕΜΙA & Ο ΚΑΥΧΗΣΙΑΡΗΣ ΣΙΑΜΑΚΗΣ .
Τελικά συμπεράσματα
Η εκκλησία δεν μπορούσε να κρατήσει εύκολα και σταθερά την παράδοση του Κανόνα των γνήσιων βιβλίων, διότι η παράδοση αυτή:
1. Ήταν φυσικό να αμφισβητηθεί κάτω από συνθήκες διαρκούς πολέμου της εκκλησίας με τις αιρέσεις.
2. Των βιβλίων της Κ. Διαθήκης αμφισβητήθηκε εφόσον αυτά δεν αναφέρουν ότι είναι θεόπνευστη Γραφή. Δεν αμφισβητήθηκε αρχικά της Παλαιάς διότι μαρτυριόνταν απ’ τους εβραίους. Αργότερα αμφισβητήθηκε και της Παλαιάς διότι μπήκαν τα νόθα ή δευτεροκανονικά, και το πρόβλημα το είχαν και οι εβραίοι που βρέθηκαν σε δίλημμα για την Εσθήρ.
3. Αμφισβητήθηκε όπως αποδεικνύεται απ’ τις μαρτυρίες και την αμφισβήτηση του γνησίου Κανόνα ανά τους αιώνες.
Ο Σιαμάκης δεν πρόσεξε στην ΛΘ΄ Επιστολή του Μ. Αθανασίου, ότι ό άγιος λέει τα εξής (μετάφραση):
«Αλλά επειδή για μεν τους αιρετικούς τους έχουμε ως νεκρούς, για δε εμάς που έχουμε τις θείες Γραφές προς σωτηρία, φοβάμαι ότι μερικοί απ’ τους ακεραίους εξ αιτίας της απλότητας και αγνότητάς των, αποπλανηθούν από την πανουργία των ανθρώπων, … κι εγώ μνημονεύοντας περί των αληθινών βιβλίων γράφω δια την ανάγκη και το χρήσιμο της Εκκλησίας.»
« … μου φάνηκε καλό επειδή με προέτρεψαν γνήσιοι αδελφοί που θέλησαν να μάθουν … ώστε αν κάποιος απατήθηκε, να καταλάβει την πλάνη κι αυτούς που τον πλάνησαν, κι αν έμεινε καθαρός, ας χαίρεται …»
Βλέπουμε τον άγιο να εξηγεί για ποιο λόγο έγραψε τον κατάλογο των γνήσιων βιβλίων της Γραφής. Από ανάγκη γιατί του το ζήτησαν οι χριστιανοί, και για να μην πλανηθεί κάποιος με νόθα ή απόκρυφα βιβλία τα οποία θα του δώσουν οι αιρετικοί! Η αμφισβήτηση λοιπόν και η αιρετική επίθεση στα γνήσια βιβλία ήταν γεγονός.
Ας μας απαντήσει τώρα ο Σιαμάκης:
Όλη αυτή η αμφισβήτηση των γνήσιων βιβλίων (του κανόνα) που φαίνεται μέσα στο Πηδάλιο και που είναι πολλαπλάσια σε άλλα πατερικά κείμενα, πού βρέθηκε; Γιατί λοιπόν υπάρχει αμφισβήτηση και διαφωνία, εφόσον η εκκλησία παρέλαβε τα σωστά βιβλία;
Ο Σιαμάκης δεν μπορεί ν’ απαντήσει. Εκτός κι αν θεωρεί εκκλησία μόνο τον Μ. Αθανάσιο και τον εαυτό του. Όπως θεωρεί σήμερα εκκλησία μόνο τον εαυτό του και τους μαθητές του που του έχουν μείνει. Κι όλους τους άλλους τους έχει διαολοστείλει, ο αντίχριστος!
Όλα αυτά που γράψαμε εδώ και μπορεί να τα βρει ο καθένας, ο Σιαμάκης αδυνατεί να τα βρει. Από τότε το μικρόβιο της αλαζονείας που έτρεφε, τον ωθούσε να βλέπει και να βγάζει «πρωτότυπα συμπεράσματα» που δεν έβγαλε κανείς, για να προβληθεί. Η τύφλωσή του δεν τον άφηνε ούτε και να σκεφτεί με την απλή λογική που θα σκεφτόταν οποιοσδήποτε για την παραλαβή-παράδοση ενός πολύτιμου και στρατηγικού βιβλίου ανά τους αιώνες όπως είναι η Βίβλος.
Το απίστευτο είναι ότι βρίσκει τρόπο να δείχνει ότι τα «συμπεράσματά» του είναι σούπερ ορθόδοξα! Μεγάλος απατεώνας! Ευτυχώς για μας ο Θεός, όσο μεγάλος και να είναι ένας απατεώνας, κάποια στιγμή τον ξεσκεπάζει. Διότι αγαπάει τα πρόβατά του που δεν θέλει να πλανώνται. Ευλογημένο το όνομα του Κυρίου!
Σαν παρένθεση εδώ αναφέρω ότι ο Σιαμάκης πιάνεται ξανά πολύ αδιάβαστος – όπως διαπιστώνω σήμερα –, για τον κατάλογο του Ευσεβίου Καισαρείας που εξετάζει στην Εισαγωγή του στην Καινή Διαθήκη (με τ’ όνομα του Σ. Σάκκου, 1972), και που ισχυρίζεται ότι «ο κατάλογος αυτός παρεξηγήθηκε απ’ όλους όσους παραπέμπουν σ’ αυτόν, διότι δεν αντελήφθησαν το νόημά του.» (!), σελ. 81. Και καταλήγει σαν συμπέρασμα που δεν το έχει άλλος ερευνητής (!), ότι ο Ευσέβιος έχει αμφιβολία μόνο για την Αποκάλυψη και όχι για τις 5 καθολικές Επιστολές.
Ο Σιαμάκης όμως δεν διάβασε την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου (3,3 Περὶ τῶν Επιστολῶν τῶν Αποστόλων), όπου λέει για την Β΄ Επιστολή του Πέτρου:
«τὴν δὲ φερομένην δευτέραν οὐκ ἐνδιάθηκον μὲν εἶναι παρειλήφαμεν, ὅμως δὲ πολλοῖς χρήσιμος φανεῖσα, μετὰ τῶν ἄλλων ἐσπουδάσθη γραφῶν.», 3,3,1.
Και παρακάτω μιλώντας για την Α΄ Πέτρου:
«ἀλλὰ τὰ μὲν ὀνομαζόμενα Πέτρου, ὧν μόνην μίαν γνησίαν ἔγνων ἐπιστολὴν καὶ παρὰ τοῖς πάλαι πρεσβυτέροις ὁμολογουμένην, τοσαῦτα·», 3,3,4.
Δεν παρέλαβε λοιπόν ο Ευσέβιος για ενδιάθηκο (= γνήσια) την Β΄ Πέτρου, όπως παρέλαβε την ομολογουμένη Α΄ ως γνήσια απ’ τους παλιούς (πάλαι) πρεσβυτέρους, αλλ’ επειδή σε πολλούς φάνηκε χρήσιμη (χρήσιμος φανεῖσα), την άφησαν να μελετάται μαζί με τις άλλες Γραφές.
Τα ίδια λέει ο Ευσέβιος και για τις άλλες 4 καθολικές Επιστολές που αναφέραμε στην αντίστοιχη παραπομπή στην αρχή (3,25, Περὶ τῶν ὁμολογουμένων Θείων Γραφῶν καὶ τῶν μὴ τοιούτων), όπου αναφέρει τον κατάλογο των γνήσιων βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Το συγκεκριμένο απόσπασμα μάλιστα του Ευσεβίου, το παραθέτει αυτούσια ο Σιαμάκης στο ανωτέρω βιβλίο του για ν’ αποδείξει το μοναδικό συμπέρασμά του! Αλλά κάνει λάθος ακόμα και στην μετάφραση του αρχαίου κειμένου που ο ίδιος βάζει, αφού δεν προσέχει ότι ο Ευσέβιος χαρακτηρίζει τις Επιστολές αυτές «οὐκ ἐνδιαθήκους μὲν, ἀλλὰ καὶ ἀντιλεγομένας, ὅμως δὲ παρὰ πλείστοις τῶν ἐκκλησιαστικῶν γινωσκομένας», 3,25,6.
Από τότε ο Σιαμάκης, δηλ. απ’ το 1972 που ήταν 9ετής πτυχιούχος φιλολογίας, κι εντρυφούσε μέσα στα κείμενα όσο λίγοι, ήταν απαράδεκτα επιπόλαιος και απρόσεκτος ακόμα και στην μετάφραση ενός απλού αρχαίου κειμένου (!), και αυθαίρετος εγωιστής που ήθελε να βγάζει μοναδικά συμπεράσματα!