ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟ (ΜΕΡΟΣ Γ΄) – ΟΙ ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ & Η ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

lavender field
lavender field
THE BOOK “PEDALION” (“STEERING WHEEL”, PART C) – THE DISAGREEMENTS OF THE FATHERS & THE SACRED TRADITION OF THE CHURCH

Θεσσαλονίκη 5-11-16

       
Η Ιερά Παράδοση που αποτελεί την 2η πηγή της πίστεώς μας, με 1η την Αγία Γραφή, είναι αρκετά παρεξηγημένη, γιατί πολλοί της έχουν δώσει την ιδιότητα της θεοπνευστίας. Αυτοί όμως που το είπαν δεν είναι αρκετά αρχαίοι (είναι νεώτεροι του 10ου αι.) και οι περισσότεροι ανήκουν στους τελευταίους 3 αιώνες. Οι μεγάλοι και αρχαίοι πατέρες που ήθελαν να είναι ακριβείς όταν διατύπωναν τα δόγματα της πίστεως, δεν έπεσαν σε τέτοιο λάθος. Διότι είναι λάθος σοβαρό, με αντίκτυπο τόσο στην θεωρητική θεολογία, όσο στην ποιμαντική πρακτική της εκκλησίας. Στην παρούσα σελίδα θα προσπαθήσουμε να ξεδιαλύνουμε τα πράγματα, και να δώσουμε τον σωστό ορισμό της Ιεράς Παράδοσης.

Τέλος, επειδή το παρόν αντικείμενο θίγει και ο Σιαμάκης με μια πάλι «πρωτότυπη» άποψη για την Ιερά Παράδοση της εκκλησίας, την οποία αναρτά και στην ιστοσελίδα του, θα την δούμε αναλυτικά τόσο αυτή, όσο και τα λάθη του.  

Οι διαφωνίες των Πατέρων

Το θέμα που εξετάζουμε εδώ, είναι η διαμόρφωση των κανόνων, δηλ. ο τρόπος που σκέπτονταν και  αποφάσιζαν οι Πατέρες για να καταλήξουν στους κανόνες των συνόδων, ή και σε ατομικούς δικούς τους κανόνες. Και αυτός ο τρόπος σκέψης των Πατέρων διακρίνεται στο Πηδάλιο. Έτσι θεωρούμε σημαντικό να εξετάσουμε 5 διαφορετικά θέματα, όπως αυτά συναντώνται και αντιμετωπίζονται απ’ τους κανόνες.

1. Το έγγαμο των επισκόπων και των άλλων κληρικών

            Ο 5ος αποστολικός κανόνας που αντανακλά το αρχαίο έθος της αποστολικής εκκλησίας – όπως είδαμε ότι ισχύει γενικά για ένα σημαντικό ποσοστό απ’ τους αποστολικούς λεγόμενους κανόνες, βλέπε και τις σελίδες μας,

ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟΝ (ΜΕΡΟΣ B΄) – OI ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (1ο) και OI ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (2o) .

απαγορεύει τους κληρικούς δηλ. επίσκοπο, πρεσβύτερο και διάκονο, να διώχνουν την γυναίκα τους για λόγους ευσεβείας (προφάσει εὐλαβείας). Δίνει μάλιστα το επιτίμιο για όποιον το κάνει, ν’ απομονώνεται (προσωρινός αφορισμός), κι αν επιμένει να καθαιρείται.

             Από την άλλη μεριά αργότερα, έχουμε τον 3ο κανόνα της Καρθαγένης (418) που παραγγέλλει ως κάτι θεάρεστο, την ισόβια αποχή από την συζυγική συνεύρεση των εγγάμων κληρικών και των 3 βαθμών, δηλ. επισκόπων, πρεσβυτέρων και διακόνων. Και στον επόμενο 4ο κανόνα της ίδιας συνόδου, προτείνεται η αγαμία όλων των κληρικών ως ένδειξη «σωφροσύνης».

            Αργότερα έχουμε την Πενθέκτη σύνοδο (692) η οποία στον 2ον κανόνα της λέει:

“παραδοθέντας ημίν ονόματι των αγίων και ενδόξων Αποστόλων 85 Κανόνας”. Και λίγο παρακάτω  “Επισφραγίζομεν δε και τους λοιπούς πάντας ιερούς Κανόνας, τουτέστιν των εν Νικαία συναθροισθέντων 318 αγίων Πατέρων, και των εν Αγκύρα,  και των εν Νεοκαισαρεία, και των εν Γάγγραις, και των εν Αντιοχεία, και των εν Λαοδικεία, … και των εν Σαρδική, και των εν Καρθαγένη …”.

Δέχεται δηλαδή η Πενθέκτη κι επικυρώνει τόσο τους 85 κανόνες που παραδόθηκαν στ’ όνομα των Αποστόλων και επικράτησε να λέγονται αποστολικοί, όσο και τους κανόνες της Καρθαγένης, και τους κανόνες και άλλων τοπικών συνόδων που συμπεριλήφθησαν στο Πηδάλιο όπως είδαμε. Ας δούμε τώρα 2 κανόνες της Πενθέκτης.

        Ο 12ος της Πενθέκτης θεσμοθετεί την αγαμία των επισκόπων, και τον χωρισμό από την γυναίκα τους των ήδη παντρεμένων. Και μάλιστα λέει ότι αυτό θεσπίζεται για να μην σκανδαλίζεται το ποίμνιο απ’ τους παντρεμένους που συζούν με την νόμιμη γυναίκα τους.

            Ο επόμενος 13ος της Πενθέκτης διευκρινίζει ότι η αγαμία και ο χωρισμός που θεσπίζεται στον προηγούμενο κανόνα για τους επισκόπους, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να εφαρμόζεται στους πρεσβυτέρους και διακόνους, διότι αυτό είναι πρόφαση ευλάβειας, και καταπάτηση της εντολής του Χριστού, «ο ουν ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω», Μθ 19,6.

            Ας κάνουμε μια μικρή ανακεφαλαίωση των παραπάνω :

1.              Η σύνοδος της Καρθαγένης ακυρώνει τον 5ο αποστολικό κανόνα.

2.              Η Πενθέκτη με τον 12ο κανόνα της επικυρώνει την σύνοδο της Καρθαγένης και άρα ακυρώνει κι αυτή τον 5ο αποστολικό όσον αφορά τους επισκόπους.

3.              Η Πενθέκτη με τον 13ο κανόνα της ακυρώνει την σύνοδο της Καρθαγένης και άρα επικυρώνει τον 5ο αποστολικό όσον αφορά τους πρεσβυτέρους και διακόνους.

4.              Η Πενθέκτη με τον 2ο κανόνα της επικυρώνει όλους τους προ αυτής κανόνες, κάτι που στους κανόνες που εξετάζουμε είναι ασυμβίβαστο. Και εφ’ όσον όπως είδαμε τους αλλάζει, είναι σαν να αναιρεί τον εαυτό της!

       Έχουμε τώρα τον Μ. Αθανάσιο που στην Επιστολή του προς Αμμούν τον μοναχό, λέει:

« Ἐπειδὴ δὲ δεῖ προλαμβάνειν τὰ τῶν πονηρῶν ἐναντιώματα, εἴποιεν γὰρ ἄν, οὐκοῦν οὐκ ἔστιν ἁμαρτία οὐδέ ἡ ἀληθὴς χρῆσις, εἰ τὰ ὄργανα παρὰ τοῦ δημιουργοῦ διαπέπλασται, πρὸς τοῦτο ἐρωτηματικῶς αὐτοὺς παύσωμεν, φάσκοντες· Ποίαν λέγεις χρῆσιν; τὴν ἔννομον, ἣν ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε, λέγων· Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν; ἣν ὁ ἀπόστολος ἀπεδέξατο, εἰπών· Τίμιος ὁ γάμος καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος; ἢ τὴν δημώδη μέν, λαθραίως δὲ καὶ μοιχικῶς ἐπιτελουμένην; …  Ὥστε τὸ αὐτό, κατά τι μὲν καὶ κατὰ καιρόν, οὐκ ἔξεστι, κατά τι δὲ καὶ εὐκαίρως, ἀφίεταί τε καὶ συγκεχώρηται. Ὁ αὐτὸς οὖν λόγος καὶ περὶ τῆς μίξεως. Μακάριος ὃς ἐν νεότητι ζυγὸν ἔχων ἐλεύθερον, τῇ φύσει πρὸς παιδοποιΐαν κέχρηνται· εἰ δὲ πρὸς ἀσέλγειαν, πόρνους καὶ μοιχούς, ἡ παρὰ τῷ Ἀποστόλῳ τιμωρία ἐκδέξεται. … Ὥστε τὰ ἀκάθαρτα αὐτῶν καὶ πονηρὰ ζητήματα, λύσεις ἰδίας ἔσχηκε καὶ παρὰ τῶν θείων Γραφῶν πάλαι προλυθείσας. Ὑποστήριζε τοίνυν, ὦ πάτερ, τὰς ὑπὸ σαὐτὸν ἀγέλας ἐκ τῶν ἀποστολικῶν παρακαλῶν, ἐκ τῶν εὐαγγελικῶν ψυχαγωγῶν, ἐκ τῶν ψαλμῶν συμβουλεύων· Ζῆσόν με, λέγων, κατὰ τὸ λόγιόν σου· λόγιον δὲ αὐτοῦ τὸ ἐκ καθαρᾶς καρδίας λατρεύειν αὐτῷ. Τοῦτο γὰρ εἰδὼς ὁ αὐτὸς προφήτης, ὥσπερ ἑαυτὸ μεταφράζων, λέγει· Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θεός; ἵνα μὴ ῥυπώδεις λογισμοί με ταράξωσι. …  Ὅσοι δὲ βεβαίως τὴν ἀλήθειαν ἐπίστασθε, ἀῤῥαγῆ ταύτην κατέχετε καὶ ἀσάλευτον, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, μεθ᾿ οὗ τῷ Πατρὶ δόξα καὶ κράτος, σὺν ἁγίῳ Πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν.» 

            Μεταφράζω λίγο συνοπτικά:

            «Για να προλάβουμε τις εναντιώσεις των πονηρών, λέμε ότι δεν υπάρχει αμαρτία στην αληθινή χρήση των οργάνων που έπλασε ο δημιουργός. Και ποια είναι η αληθινή χρήση; Η έννομος που επέτρεψε ο Θεός λέγοντας “Αυξάνεσθε και πληθύνεστε και πληρώσατε την γην”, και ο απόστολος: “Τίμιος ο γάμος και η κοίτη αμίαντος”. Και όχι η λαϊκή που γίνεται παράνομα και μοιχικά. … Ώστε η ίδια πράξη άλλοτε απαγορεύεται, και άλλοτε προσφέρεται και συγχωρείται. Το ίδιο συμβαίνει και με την μίξη των 2 φύλων. Μακάριος είναι αυτός που από νέος, τα φυσικά του μέλη τα χρησιμοποίησε προς παιδοποιία. Ενώ αυτοί που τα χρησιμοποίησαν προς ασέλγεια, θα δεχθούν την τιμωρία του αποστόλου που λέει: “Πόρνους και μοιχούς κρινεί ο Θεός”. … Έτσι λοιπόν τα ακάθαρτα και πονηρά τους ζητήματα, οι θείες Γραφές τα έλυσαν από την αρχή. Εσύ πατέρα υποστήριζενα παρακαλείς βάσει των αποστολικών εντολών, να ψυχαγωγείς βάσει των ευαγγελίων, και να συμβουλεύεις βάσει των Ψαλμών που λένε: “Ζήσε με κατά το λόγιόν σου”. Λόγιον λέει το να λατρεύεις τον Θεό με καθαρή καρδιά. Αυτό λέει και μεταφράζει κι ο προφήτης: “Καρδιά καθαρή κτίσε μέσα μου Θεέ. Για να μην με ταράζουν βρώμικοι λoγισμοί”. … Αυτοί που έχουν την αλήθεια, να την κρατάνε ασάλευτη κι απαραβίαστη εν Χριστώ Ιησού του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων, αμήν.»

            Βλέπουμε τον μεγάλο πατέρα της εκκλησίας, να διακρίνει την καλή απ’ την κακή χρήση των φυσικών οργάνων του σώματος βάσει της Γραφής, την οποία μάλιστα Γραφή θεωρεί ως το μόνο μέσο συμβουλής και παρηγοριάς.    

Σήμερα ως γνωστόν, το καθεστώς που υπάρχει στην εκκλησία για τον γάμο των κληρικών, είναι αυτό που καθιέρωσε η Πενθέκτη, δηλαδή υποχρεωτική αγαμία μόνο των επισκόπων. Παρέμεινε δηλαδή σε ισχύ αυτό που θεσπίστηκε τελευταίο.

2. Ο Κανόνας των βιβλίων της Αγίας Γραφής

         Ο Κανόνας των θεοπνεύστων βιβλίων είναι φυσικά ένας, αλλά δεν ήταν σε όλη την εκκλησιαστική ιστορία σταθερός και ακλόνητος. Στην Δύση αμφισβητήθηκαν αρκετά βιβλία, αλλά στην Ανατολή κυρίως ένα, η Αποκάλυψη. Έτσι, Κατάλογοι ή κανόνες των γνησίων βιβλίων της Αγίας Γραφής υπάρχουν πολλοί που γράφτηκαν κατά καιρούς. Μόνο ο Ευσέβιος Καισαρείας στην Εκκλησιαστική Ιστορία του μας παραδίνει  3 καταλόγους.

         Στο Πηδάλιο υπάρχουν 6 τέτοιοι κατάλογοι. Τους παραθέτω με την σειρά που βρίσκονται στο Πηδάλιο και σε ποιο κανόνα βρίσκονται, και αναφέρω μόνο τις διαφορές τους απ’ τον κατάλογο του Μ. Αθανασίου που θεωρούμε ότι είναι ο πιο έγκυρος :

1.                Στον τελευταίο 85ο αποστολικό κανόνα (επικυρώθηκε απ’ την Πενθέκτη το 692).

Στην Π. Διαθήκη συμπεριλαμβάνει τα βιβλία της Εσθήρ και τα 3 Μακκαβαίων, και στην Κ. Διαθήκη συμπεριλαμβάνει του Κλήμεντος Επιστολές 2 και τις διαταγές (των Αποστόλων;). Δεν περιλαμβάνει την Αποκάλυψη.

2.                                  Στον 60ό της Λαοδίκειας (364).

Έχει την Εσθήρ, και δεν έχει την Αποκάλυψη.

3.                                  Στον 32ο της Καρθαγένης (418).

Έχει στην Π. Διαθήκη τα βιβλία Εσθήρ, Τωβίας, Ιουδήθ.

4.                                  Στο κομμάτι της ΛΘ΄ Εορταστικής Επιστολής του Μ. Αθανασίου (367).

5.                                  Το κείμενο-ποίημα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού (380).

Δεν έχει την Αποκάλυψη.

6.                                  Το κείμενο-ποίημα του Αμφιλοχίου Ικονίου (επισκοπεία 374-394).

Λέει για την Εσθήρ ότι κάποιοι (τινες) την εγκρίνουν, χωρίς ο ίδιος να παίρνει θέση αν είναι ή δεν είναι έγκυρη. Το ίδιο κάνει και για την Αποκάλυψη, αλλά και για τις 2 Επιστολές του Ιωάννη, την μία του Πέτρου και την μόνη του Ιούδα. Ειδικά για την Αποκάλυψη λέει: «μερικοί την εγκρίνουν, οι περισσότεροι όμως την λέγουν νόθο.». 

Βλέπουμε ότι απ’ τους 6 καταλόγους του Πηδαλίου κανένας δεν συμφωνεί με τον άλλο.

Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Γρηγόριος αργότερα, σε ομιλία του ενώπιον της Β΄ οικουμενικής συνόδου που σώθηκε με τον τίτλο, Συντακτήριος (λόγος) εις την των 150 επισκόπων παρουσίαν (PG 36,469), δέχεται την Αποκάλυψη. Και να πούμε επίσης ότι εμείς εδώ, δεν εξετάζουμε τον Κανόνα των βιβλίων της Γραφής και τ’ άλλα 4 θέματα για να κρίνουμε πόσο σωστός είναι ένας πατέρας της εκκλησίας, κάτι που μόνο ο Θεός μπορεί να κρίνει, αλλά για να δείξουμε ότι σε μια δεδομένη στιγμή οι αντίστοιχες γνώμες των πατέρων διαφωνούν. Και είναι πιθανόν κι εντελώς ανθρώπινο αυτές τις γνώμες τους αργότερα να τις αλλάξουν.

Επιπλέον έχουμε και την Πενθέκτη σύνοδο που με τον 2ο κανόνα της επικυρώνει όλους τους προ αυτής κανόνες και συνόδους, αλλά και όλους τους κανόνες των πατέρων που έχουν θεσπίσει ατομικά, και άρα επικυρώνει όλους τους παραπάνω κανόνες των βιβλίων της Γραφής, που όμως διαφωνούν μεταξύ τους. Η Πενθέκτη άλλη μια φορά επικυρώνει το ασυμβίβαστο.

            Είπαμε ότι ο έγκυρος και σωστός Κανόνας των γνήσιων και άρα θεόπνευστων βιβλίων της Γραφής είναι του Μ. Αθανασίου, κι επειδή το κύρος του πατέρα αυτού είναι πολύ μεγάλο, κανείς δεν τόλμησε να εκφράσει διαφορετική άποψη πάνω στο θέμα. Οι κατά καιρούς διαφωνίες όμως που διατυπώθηκαν μετά τον Κανόνα του Μ. Αθανασίου που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα, δεν άφησαν και δεν αφήνουν την εκκλησία να αποφανθεί περί του σπουδαίου αυτού ζητήματος.

Και αυτό βέβαια είναι άλλο ένα αποδεικτικό στοιχείο που δείχνει την αναποφασιστικότητα της εκκλησίας, δηλ. των ηγετών και διοικούντων της, και ότι ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος που θεωρείται απ’ τους θεολόγους ως κάτι σταθερό και δεδομένο μέσα στην εκκλησία ανά τους αιώνες, είναι λάθος! Ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος υπάρχει μόνο στους αγίους που το έδειξαν με τα έργα τους και το μαρτύριό τους, και δεν είναι κάτι σταθερό στην εκκλησία και σε όλους τους ποιμένες και θεολόγους. Πρώτα οι ποιμένες πρέπει ν’ αποδείξουν ότι θυσιάζονται για την εκκλησία, δηλ. το ποίμνιο, όπως και ο αρχιποιμένας Κύριος Ιησούς Χριστός (Α΄ Πε 5,4), και μετά το Άγιο Πνεύμα θα τους δοθεί.

Κι επειδή κανείς όπως είπαμε δεν έχει το θάρρος αλλά και τα θεολογικά στοιχεία ώστε ν’ αποδείξει κάποιον διαφορετικό Κανόνα απ’ αυτόν του Μ. Αθανασίου ως καλύτερο, θεωρούμε ότι η εκκλησία τον δέχεται έστω σιωπηλά. Και δεν είναι ο τελευταίος που γράφτηκε, ούτε ο αρχαιότερος, αλλά ένας χρονικά ενδιάμεσος.

3. Χειροτονία κι εκλογή επισκόπου

            Η σύνοδος της Λαοδίκειας (341) λέει στον 5ο κανόνα της :

«Περὶ τοῦ μὴ δεῖν τὰς χειροτονίας ἐπὶ παρουσίᾳ ἀκροωμένων γίνεσθαι

     Δηλαδή κατά την χειροτονία δεν πρέπει να υπάρχει ακροατήριο.

Αργότερα όμως ο Θεόφιλος επίσκοπος Αλεξανδρείας (επισκοπεία 385-412) στον 7ο κανόνα του μιλάει για το πώς πρέπει να γίνεται η χειροτονία επισκόπου:

«χειροτονεῖν ἐν μέσῃ τῇ ἐκκλησίᾳ, παρόντος τοῦ λαοῦ καὶ προσφωνοῦντος τοῦ ἐπισκόπου, εἰ καὶ ὁ λαὸς δύναται αὐτῷ μαρτυρεῖν. Χειροτονία δὲ λαθραίως μὴ γινέσθω, τῆς γὰρ Ἐκκλησίας εἰρήνην ἐχούσης, πρέπει παρόντων τῶν ἁγίων τὰς χειροτονίας ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας γίνεσθαι.»

Λέει ο πατέρας αυτός ότι η χειροτονία του επισκόπου πρέπει να γίνεται εν μέσω της εκκλησίας, παρόντος του λαού (για ν’ αποδειχθεί) αν και ο λαός θα συμμαρτυρήσει – «το ιερατείο να ερωτά τον λαόν αν και αυτοί τον θεωρούν άξιον» σύμφωνα με την ερμηνεία του κανόνα –. Και τονίζει ότι η χειροτονία δεν πρέπει να γίνεται λαθραίως = κρυφά.

Άξιο προσοχής επίσης είναι ότι ο πατέρας αυτός χαρακτηρίζει άγιους όλους τους πιστούς, κρατώντας ακόμα την αποστολική παράδοση που εκφράζεται συνεχώς με την ίδια λέξη για όλους τους χριστιανούς μέσα στην Καινή Διαθήκη (Ρω 1,7, Α΄ Κο 1,2, Β΄ Κο 1,1/8,4/9,1, Εφ 1,1, Φπ 1,1/4,21, Κλ 1,2, Α΄ Θε 5,27, Εβ 13,24, Ιδ 3). Το ίδιο λέει και η ερμηνεία του κανόνα, και το ίδιο λέει και στα σχόλια ο Νικόδημος αναφέροντας την παραπομπή του απ. Παύλου (Εφ 1,1), και πάνω στην οποία φέρνει την σύμφωνη γνώμη του Μ. Βασιλείου. 

Ο 6ος κανόνας της Σαρδικής (347) μιλάει για εκλογή επισκόπου που μπορεί να συμβεί εκτάκτως. Θα παραθέσω τμήμα της ερμηνείας του κανόνα :

«Διορίζει ο παρών κανών, ότι εάν εις μίαν επαρχίαν, πολλούς επισκόπους έχουσαν, συμβεί να μείνη μόνο ένας επίσκοπος (ή διότι οι άλλοι καθηρέθησαν ή απέθανον, ή δεν είναι παρόντες κατά τινα αναγκαίαν περίστασιν), ο δε λαός μιας επισκοπής της επαρχίας εκείνης συναχθείς, ζητεί να ψηφισθή και να χειροτονηθή εις αυτήν επίσκοπος, τότε πρέπει ο Έξαρχος της επαρχίας, ήτοι ο Μητροπολίτης, να γράφη εις τον εναπομείναντα μόνον εκείνον Επίσκοπον, και να καρτερή αυτόν έως οπού να έλθη. Εάν δε εκείνος δεν θελήση να έλθη δια τινα αμέλειάν του εις την ψήφο και χειροτονία του ζητουμένου Επισκόπου, αλλ’ ούτε καν διά γράμματός του θελήση να συμψηφίση αυτόν, τότε ο Μητροπολίτης πρέπει να κάνει το ικανόν εις την αίτησιν του πλήθους, ήτοι να καλή τους πλησιοχώρους εις την επαρχίαν εκείνην ξένους Επισκόπους (δηλαδή τους γείτονες επισκόπους), και ομού με αυτούς και να ψηφίζη, και να χειροτονή τον παρά του πλήθους ζητούμενον Επίσκοπον

Εδώ βλέπουμε ότι η χειροτονία και η εκλογή του επισκόπου γίνεται, αφού πρώτα τον επιλέξει ο λαός.  

Σήμερα η χειροτονία κι εκλογή επισκόπου γίνεται φανερά μέσα στην εκκλησία, αλλά η Ιερά Σύνοδος δεν δίνει σημασία αν τον εκλεγέντα τον θέλει ο λαός ή όχι, αφού βγάζει όποιον θέλει αυτή. Μάλιστα έχουμε δει να συμβαίνουν και επεισόδια με τον λαό μιας πόλης που δεν ήθελε κάποιον επίσκοπο που έβγαλε η Ιερά Σύνοδος, ενώ ήθελε κάποιον άλλο (Λάρισα 1994).

4. Μετάθεση επισκόπων

Ο 14ος αποστολικός κανόνας απαγορεύει την μετάθεση επισκόπου από μια περιοχή σε άλλη, αλλά διακρίνει την εξαίρεση λόγω μεγάλης ανάγκης, και «ὡς πλέον τι κέρδος δυναμένου αὐτοῦ τοῖς ἐκεῖσε λόγῳ εὐσεβείας συμβάλλεσθαι· καὶ τοῦτο δὲ οὐκ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ κρίσει πολλῶν ἐπισκόπων, καὶ παρακλήσει μεγίστῃ.» για τον λαό.

Ο 15ος κανόνας της Α΄ οικουμενικής (325) έχοντας κατά νου τον παραπάνω αποστολικό κανόνα αφού κάνει άμεση αναφορά σ’ αυτόν με το επίθετο αποστολικός – βλέπε και την σελίδα μας,  ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟΝ (ΜΕΡΟΣ B΄) – OI ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (1ο) ,

όπου την αναφέρουμε και ως πρώτη άμεση μαρτυρία για τους αποστολικούς κανόνες – λέει ότι «Διὰ τὸν πολὺν τάραχον, καὶ τὰς στάσεις τὰς γινομένας, ἔδοξε παντάπασι περιαιρεθῆναι τὴν συνήθειαν», πρέπει δηλ. να καταργηθεί η συνήθεια της μετάθεσης παντού, και οποιαδήποτε παράβαση «ἀκυρωθήσεται ἐξ ἅπαντος τὸ κατασκεύασμα», και ο επίσκοπος να γυρίσει στην εκκλησία που χειροτονήθηκε.

Ο 21ος κανόνας της Αντιόχειας (341) επικυρώνει κι αυτός την ίδια απόφαση, κι επιπλέον αφαιρεί οποιαδήποτε δικαιολόγηση παράβασης που ενδεχομένως αφήνει σαν παράθυρο ο αποστολικός κανόνας για τον μετατεθέντα επίσκοπο, λέγοντας ότι δεν πρέπει αυτός να μετατεθεί σε καμιά περίπτωση, «μήτε ὑπὸ λαῶν ἐκβιαζόμενον, μήτε ὑπὸ ἐπισκόπων ἀναγκαζόμενον· μένειν δὲ εἰς ἣν ἐκληρώθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐξ ἀρχῆς ἐκκλησίαν».

Ο 1ος κανόνας της Σαρδικής (347) έρχεται κι αυτός να επικυρώσει την ίδια απόφαση πολύ δριμύτερα και αναλυτικότερα. Την συνήθεια της μετάθεσης την χαρακτηρίζει «φαύλη συνήθεια, ὅσον ἡ βλαβερωτάτη τῶν πραγμάτων διαφθορά» που πρέπει να ξεριζωθεί απ’ τα θεμέλια, ώστε να μην ξαναγίνει μετάθεση επισκόπου από μικρή πόλη σε άλλη μεγαλύτερη. Διότι λέει, ποτέ δεν βρέθηκε επίσκοπος που να θέλει να μετατεθεί από μεγάλη πόλη σε μικρότερη (Οὐδεὶς γὰρ πώποτε εὑρεθῆναι ἐπισκόπων δεδύνηται, ὃς ἀπὸ μείζονος πόλεως εἰς ἐλαχιστοτέραν πόλιν ἐσπούδασε μεταστῆναι·). Κι εξηγεί ελεγκτικά ο κανόνας ότι, «ὅθεν συνέστηκε διαπύρῳ πλεοναξίας τρόπῳ ὑπεκκαίεσθαι τοὺς τοιούτους, καὶ μᾶλλον τῇ ἀλαζονείᾳ δουλεύειν, ὅπως ἐξουσίαν δοκοῖεν μείζονα κεκτῆσθαι.», θέλουν δηλ. οι παραβάτες ν’ αποκτήσουν μεγαλύτερη εξουσία. Θεωρεί λοιπόν ότι πρέπει να «τὴν τοιαύτην σκαιότητα αὐστηρότερον ἐκδικηθῆναι». Παρέχει δε το επιτίμιο της ακοινωνησίας και απομόνωσης.

Ο 57ος κανόνας της Καρθαγένης (418) απαγορεύει κι αυτός τις μεταθέσεις επισκόπων.

Ο 5ος κανόνας της Δ΄ οικουμενικής συνόδου (451) επικυρώνει κι αυτός την ίδια απαγόρευση.

Εδώ βλέπουμε να συμβαίνει το εξής παράδοξο. Ενώ όλοι οι κανόνες συμφωνούν και θεσπίζουν την απαγόρευση σε κάθε είδους μετάθεση επισκόπων – ακόμα και ο 14ος αποστολικός συμφωνεί παρόλο που αφήνει παραθυράκι για «μεγάλη ανάγκη», το οποίο όμως σκόπιμα καταργείται από την Α΄ οικουμενική –, σήμερα η απαγόρευση αυτή δεν τηρείται.

Φαίνεται ότι αυτή η πολύ παλιά συνήθεια που χτυπάει απ’ την αρχή ακόμα η Α΄ οικουμενική, κι επικυρώνει την καταπολέμησή της στο τέλος η Δ΄ οικουμενική, συνεχίζει ν’ αποτελεί μάστιγα στην εκκλησία και να επικρατεί όχι μόνο για ήδη χειροτονημένους επισκόπους που μεταθέτονται απ’ τον τόπο χειροτονίας τους, αλλά και σε πρεσβυτέρους που χειροτονήθηκαν σε μια πόλη, αλλά γίνονται επίσκοποι σε άλλη πόλη. Επίσης στην εποχή μας επαληθεύεται, αυτό που σημειώνει και η σύνοδος της Σαρδικής, ότι οι μεταθέσεις γίνονται μόνο από μικρότερη πόλη σε μεγαλύτερη, και ποτέ δεν γίνεται το αντίθετο. Κι όλα αυτά δείχνουν την πνευματική διαφθορά και ματαιοδοξία των επισκόπων.

Φυσικές εκκρίσεις του ανθρώπινου σώματος

Ο 4ος κανόνας του Διονυσίου επισκόπου Αλεξανδρείας (επισκοπεία 247-264) μιλάει για την ακούσια ρύση κατά τον ύπνο, απαντώντας αν είναι αμαρτία και λέει:

«Οἱ δὲ ἐν ἀπροαιρέτῳ νυκτερινῇ ῥύσει γενόμενοι, καὶ οὗτοι τῷ ἰδίῳ συνειδότι κατακολουθείτωσαν· καὶ ἑαυτοὺς, εἴτε διακρίνονται περὶ τούτου, εἴτε μή, σκοπείτωσαν, ως και ἐπὶ τῶν βρωμάτων ὁ διακρινόμενος, φησίν, ἐὰν φάγῃ, κατακέκριται, οὕτω καὶ ἐν τούτοις εὐσυνείδητος ἔστω καὶ εὐπαρρησίαστος, κατὰ τὸ ἴδιον ἐνθύμιον, πᾶς ὁ προσιὼν τῷ Θεῷ·»

Ο πατέρας αυτός συγκρίνει την ρύση με τις τροφές, φέρνοντας το χωρίο του Παύλου Ρω 14,23, που λέει ότι όποιος διακρίνει τις τροφές, αν δηλαδή πρέπει να φάει κάτι ή όχι, αυτός κατακρίνεται όταν φάει αυτό που νομίζει ότι δεν πρέπει να φάει. (για την καλύτερη αντίληψη αυτού του θέματος προσθέτουμε και τα εξής λόγια του Παύλου: «Μακάριος όμως είναι εκείνος που τρώει χωρίς να διακρίνει τροφές (Ρω 14,22), αφού για τον Κύριο Ιησού δεν υπάρχει τίποτα βρώμικο, και μόνο γι αυτόν που νομίζει ότι κάτι είναι βρώμικο, τότε πράγματι γι αυτόν είναι βρώμικο (Ρω 14,14)»).

Επομένως ο Διονύσιος καταλήγει ότι αυτός που έπαθε την ρύση και πιστεύει ότι δεν φταίει αφού ήταν αθέλητη, καλά κάνει, και ως ευσυνείδητος και αθώος, μπορεί να προσέλθει στην Θεία Κοινωνία, σύμφωνα και με την ερμηνεία του κανόνα που θεωρεί την ρύση φυσικό περίττωμα.

Ο ίδιος πατέρας όμως στον 2ο κανόνα του, λέει για τις γυναίκες που βρίσκονται στην καταμήνια περίοδό τους:

«Περὶ δὲ τῶν ἐν ἀφέδρῳ γυναικῶν, εἰ προσῆκεν αὐτὰς οὕτω διακειμένας εἰς τὸν οἶκον εἰσιέναι τοῦ Θεοῦ, περιττὸν καὶ τὸ πυνθάνεσθαι νομίζω. Οὐδὲ γὰρ αὐτὰς οἶμαι πιστὰς οὔσας καὶ εὐλαβεῖς, τολμήσειν οὕτω διακειμένας ἢ τῇ τραπέζῃ τῇ ἁγίᾳ προσελθεῖν ἤ τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ προσάψασθαι

Αυτές λοιπόν οι γυναίκες σύμφωνα με τον Διονύσιο, δεν πρέπει όχι μόνο να κοινωνάνε, αλλ’ ούτε και στην εκκλησία να μπαίνουν – παρά μόνο στον πρόναο σύμφωνα με την ερμηνεία του κανόνα –. Στα δε σχόλιά του ο Νικόδημος αναφέρει ως επισφράγισμα που συμφωνεί για την αποχή των γυναικών αυτών από την Θεία Κοινωνία, την γνώμη του Μ. Βασιλείου που υπάρχει στο έργο του «Όροι κατ’ Επιτομήν», τθ΄.

Και ο 7ος κανόνας του Τιμοθέου επισκόπου Αλεξανδρείας (επισκοπεία 380-385) συμφωνεί με τον παραπάνω του Διονυσίου για την αποχή αυτών των γυναικών απ’ την Θεία Κοινωνία.

Και ο 17ος του Ιωάννου Νηστευτού πατριάρχη Κωνσταντινούπολης (πατριαρχία 582-595) λέει το ίδιο για την αποχή απ’ την Θεία Κοινωνία.

Ο Ιωάννης Νηστευτής επιπλέον στον 6ο κανόνα του τιμωρεί αυτούς που έπαθαν ρύση στον ύπνο, με τα εξής επιτίμια: μιας ημέρας αποχή απ’ την Θεία Κοινωνία, απαγγελία του 50ού Ψαλμού, και 49 μετάνοιες για να καθαριστούν απ’ τον ρύπο όπως χαρακτηρίζει την ρύση. 

Τέλος βάζουμε και την γνώμη του Μ. Αθανασίου που την εκφράζει στην Ἐπιστολὴ του πρὸς Ἀμμοῦν μονάζοντα, με θέμα «περὶ τῆς ἀβουλήτου φυσικῆς ἐκκρίσεως», και η οποία υπάρχει στο Πηδάλιο:

«Πάντα μὲν καλὰ καὶ καθαρὰ τὰ τοῦ Θεοῦ ποιήματα, οὐδὲν γὰρ ἄχρηστον ἢ ἀκάθαρτον ὁ τοῦ Θεοῦ πεποίηκε λόγος· Χριστοῦ γὰρ εὐωδία ἐσμὲν ἐν τοῖς σῳζομένοις, κατὰ τὸν ἀπόστολον. Ἐπειδὴ δὲ ποικίλα καὶ πολύτροπα τὰ τοῦ διαβόλου βέλη καὶ τοὺς ἀκεραιοτέρους τὴν γνώμην παρασκευάζει ταράττεσθαι, κωλύει τε τῆς συνήθους γυμνασίας τοὺς ἀδελφούς, ὑποσπείρων αὐτοῖς λογισμοὺς ἀκαθαρσίας καὶ μολυσμοῦφέρε διὰ βραχέων καὶ τὴν τοῦ πονηροῦ πλάνην ἀπελάσωμεν, τῇ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν χάριτι, καὶ τὴν τῶν ἁπλουστέρων γνώμην στηρίξωμεν. Πάντα μὲν καθαρὰ τοῖς καθαροῖς, τῶν δὲ ἀκαθάρτων καὶ ἡ συνείδησις καὶ τὰ πάντα μεμόλυνται. Ἄγαμαι δὲ τοῦ διαβόλου τὸ σόφισμα, ὅτι περ φθορὰ καὶ λύμη ὑπάρχων, λογισμοὺς ὑποβάλλει τὸ δοκεῖν μὲν καθαρότητος, ἔστι δὲ τὸ γινόμενον ἐνέδρα μᾶλλον ἢ δοκιμασία. Ἵνα γάρ, ὡς προεῖπον, ἀπασχολήσῃ τοὺς ἀσκητὰς τῆς ἐθίμου καὶ σωτηριώδους μελέτης καὶ δόξῃ κρατεῖν κατὰ τοῦτο, τοιαῦτα κινεῖ βομβύκια, ἅτινα φέρει μὲν οὐδὲν τῷ βίῳ χρήσιμον, κενὰς δὲ ζητήσεις καὶ φλυαρίας, ἃς δεῖ παραιτεῖσθαι. Τί γάρ, εἰπέ μοι, ὦ ἀγαπητὲ καὶ εὐλαβέστατε, ἔχει ἁμάρτημα ἢ ἀκάθαρτον φυσική τις ἐκκρισις;  

Μεταφράζω λίγο συνοπτικά:

            «Όλα τα δημιουργήματα του Θεού είναι καλά και καθαρά, και τίποτα δεν είναι ακάθαρτο. Ο λόγος του Θεού τα έφτιαξε. “Είμαστε ευωδία Θεού” κατά τον απόστολο (Β΄ Κο 2,15). Επειδή όμως τα βέλη του διαβόλου είναι ποικίλα, και ταράζουν ακόμα και τους πιο ακέραιους, και σπέρνουν λογισμούς ακαθαρσίας και μολυσμού, έλα λοιπόν να διώξουμε την πλάνη του πονηρού, και να στηρίξουμε την απλούστερη γνώμη με την χάρη του Σωτήρα μας. “Στους καθαρούς ανθρώπους είναι όλα καθαρά, στους ακάθαρτους όμως είναι μολυσμένα και η συνείδηση και όλα” (Ττ 1,15). Του διαβόλου σόφισμα είναι να υποβάλλει λογισμούς δήθεν καθαρότητας, πράγμα που είναι ενέδρα. Για ν’ αποπροσανατολίσει τους πιστούς της σωτηριώδους μελέτης (της Γραφής), κουνώντας μπροστά τους βομβητές, οι οποίοι μόνο άχρηστες φλυαρίες δημιουργούν. Διότι πες μου αγαπητέ, ποιο αμάρτημα ή ακαθαρσία υπάρχει σε μια φυσική έκκριση;

               Συνέχεια του κειμένου και συνοπτική μετάφραση:

            «Ἔτι τε, εἰ τῶν τοῦ Θεοῦ χειρῶν ἔργον πιστεύομεν εἶναι τὸν ἄνθρωπον, κατὰ τὰς θείας Γραφὰς, πῶς ἠδύνατο ἐκ καθαρᾶς δυνάμεως ἔργον τι γενέσθαι μεμολυσμένον; Καὶ εἰ γένος τοῦ Θεοῦ ὑπάρχομεν, κατὰ τὰς θείας τῶν Ἀποστόλων Πράξεις, οὐδὲν ἔχομεν ἐν ἑαυτοῖς ἀκάθαρτον. Τότε γὰρ μόνον μεμολύσμεθα, ὅτε δὴ τὴν δυσωδεστάτην ἁμαρτίαν ἐργαζόμεθα. Ὅτε δὲ φυσική τις ἀβουλήτως ἔκκρισις γίνεται, τότε τῇ τῆς φύσεως ἀνάγκῃ μετὰ τῶν ἄλλων, ὡς προείπομεν, καὶ τοῦτο ὑπομένομεν. Ἀλλ᾿ ἐπειδή περ οἱ θέλοντες ἀντιλέγειν μόνον τοῖς ὀρθῶς λεγομένοις, μᾶλλον δὲ παρὰ Θεοῦ πεποιημένοις, παραφέρουσι καὶ ῥητὸν εὐαγγελικόν, ὡς ὅτι οὐ τὰ εἰσερχόμενα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὰ ἐξερχόμενα, ἀναγκαίως αὐτῶν καὶ ταύτην τὴν ἀλογίαν, οὐ γὰρ ἂν εἴποιμεν ζήτησιν, ἐλέγξωμεν.»

            «Αφού πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος είναι έργο του Θεού σύμφωνα με τις θείες Γραφές, πώς είναι δυνατόν απ’ την καθαρή δύναμη να γίνει έργο μολυσμένο; Κι αν “είμαστε γένος του Θεού” (Πρξ 17,28-29) σύμφωνα με τις θείες Πράξεις των Αποστόλων, τότε δεν έχουμε τίποτα το ακάθαρτο. Μολυνόμαστε μόνο όταν κάνουμε την αμαρτία. Την δε φυσική έκκριση που συμβαίνει άθελα, απλώς την υπομένουμε. Αλλ’ αυτοί που φέρνουν αντιλογία στα ορθά λόγια και στα έργα του Θεού, παρερμηνεύουν και τον λόγο του ευαγγελίου που λέει “τα εισερχόμενα δεν λερώνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα” (Μθ 15,11),  και θα τους ελέγξουμε και γι αυτήν τους την απερισκεψία.»

        Συνέχεια του κειμένου και συνοπτική μετάφραση: 

«Πρῶτον μὲν γὰρ καὶ τὰς Γραφάς, κατὰ τὰς ἰδίας ἀμαθίας, ἀστήρικτοι ὄντες, βιάζονται. Ἔχει δὲ τὸ θεῖον οὕτω λόγιον· Τινῶν γὰρπάλιν τούτοις ὁμοίως ἐνδοιαστῶς ἐχόντων περὶ βρωμάτων, αὐτὸς ὁ Κύριος λύων αὐτῶν τὴν ἄγνοιαν, ἤγουν τὴν ἀπάτην δημοσιεύων, φησί, μὴ τὰ εἰσερχόμενα κοινοῦν τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὰ ἐξερχόμενα. Εἶτα ἐπάγει καὶ πόθεν ἐξερχόμενα; Καὶ φησὶ τὰ ἀπὸ τῆς καρδίας, ἐκεῖ γὰρ εἶναι τοὺς πονηροὺς θησαυροὺς τῶν βεβήλων λογισμῶν καὶ τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων γινώσκει. Συντομώτερον δὲ ὁ ἀπόστολος αὐτὸ δεδιδαγμένος, φησί· Βρῶμα ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ. Φαίη δ᾿ ἄν τις καὶ νῦν εὐλόγως, φυσική τις ἔκκρισις ἡμᾶς οὐ παρίστησι πρὸς τιμωρίαν.  … Ποία τοίνυν ἐστὶ πρὸς Θεοῦ, ὦ πρεσβύτα θεοφιλέστατε, ἁμαρτία, αὐτοῦ τοῦ πλάσαντος τὸ ζῶον Δεσπότου θελήσαντος καὶ ποιήσαντος ταῦτα τὰ μέλη, τοιαύτας ἔχειν διεξόδους;»

«Καταρχήν ακόμα και τις Γραφές, οι αστήρικτοι και αμαθείς όντες παραβιάζουν. Την θεία πληροφορία για το θέμα των τροφών την δίνει ο ίδιος ο Κύριος, ξεμπροστιάζοντας την απάτη τους, ότι “τα εισερχόμενα δεν λερώνουν τον άνθρωπο αλλά τα εξερχόμενα”. Και εξηγεί ποια είναι τα εξερχόμενα. Οι πονηροί λογισμοί των αμαρτημάτων που προέρχονται απ’ την καρδιά. Πιο συνοπτικά το λέει ο απόστολος “οι τροφές δεν θα μας κρίνουν μπροστά στον Θεό”(A΄ Κο 8,8). Εύλογα λοιπόν μπορεί να πει κάποιος, ότι μια φυσική έκκριση δεν θα μας κρίνει για τιμωρία. … Ποια λοιπόν αμαρτία ενώπιον του Θεού υπάρχει θεοφιλέστατε, στο ζώο που έφτιαξε ο Δεσπότης Θεός και του έβαλε στο σώμα του τέτοιες διεξόδους απέκκρισης;»

Μετά τα παραπάνω λόγια του Μ. Αθανασίου, εγείρονται κάποια ερωτήματα. Ας δούμε όμως πρώτα τ' άξια εντύπωσης σχόλια του Νικόδημου Αγιορείτη για τον Μ. Αθανάσιο που κάνει σε 2 διαφορετικά σημεία μέσα στο Πηδάλιο. Καταρχήν σε σχόλιο στα Προλεγόμενά του παραθέτει τις εξής επαινετικές αναφορές για τον Μ. Αθανάσιο από άλλους επιφανείς άνδρες:

«Μέγα της Εκκλησίας διδάσκαλο» τον αποκαλεί ο Ιουστινιανός.

«Κεφαλήν ερρωμένην παντί τω σώματι την υγείαν επιχορηγούσαν», τον αποκαλεί ο Μ. Βασίλειος.

«Ακριβή της Καθολικής Εκκλησίας και πίστεως Έκδικον», τον αποκαλεί ο Κύριλλος Αλεξανδρείας.

«Αποστολικόν», τον αποκαλεί ο Ιωάννης Χρυσόστομος.

«Στύλον της Ορθοδοξίας», τον αποκαλεί ο Παύλος Εμέσης.

«Πένταθλον της Εκκλησίας», τον αποκαλεί η Ζ΄ οικουμενική σύνοδος.

Μετά τις παραπάνω επαινετικές παραθέσεις όμως ο Νικόδημος, σχολιάζοντας την απάντηση του Μ. Αθανασίου στο θέμα της ακούσιας ή αβουλήτου εκκρίσεως του σώματος, φέρνει την απάντηση του Μ. Βασιλείου που δίνει στο έργο του «Όροι κατ’ Επιτομήν», τθ΄, όπου χαρακτηρίζει την ρύση στον ύπνο αμαρτία (εφάμαρτο ακαθαρσία) και εμποδίζει γι αυτό την Θεία Κοινωνία (αυτό για την Θεία Κοινωνία το αναφέρει στο σχόλιο του στον 2ο κανόνα του Διονυσίου Αλεξανδρείας που μιλάει για το ίδιο θέμα και που ήδη εξετάσαμε πρώτο).

Κι ενώ ο Νικόδημος προσπαθεί να συμβιβάσει τις 2 γνώμες (δηλ. του Μ. Αθανασίου και του Μ. Βασιλείου όπου υπάρχει σαφής διαφωνία), καταλήγει στην παρατήρηση, ότι ο Μ. Αθανάσιος «δεν επρόσθεσεν όμως, ότι και να μεταλαμβάνουν οι τούτο παθόντες, αλλά το εσιώπησε.»! Αφήνει δηλαδή ο Νικόδημος την αιχμή, ότι ο Μ. Αθανάσιος μπορεί να λέει ότι η ρύση στον ύπνο δεν είναι αμαρτία, αλλά δεν είπε ότι μπορεί ο παθών να κοινωνάει κιόλας! Τον βλέπουμε δηλαδή να κλίνει προς την γνώμη του Μ. Βασιλείου, κι ας έβαλε όλες τις παραπάνω επαινετικές αναφορές για τον Μ. Αθανάσιο, (κι αυτήν ακόμα του Μ. Βασιλείου) τέτοιες που δεν έχει βάλει σε άλλον πατέρα!

Εξέταση των παραπάνω 5 θεμάτων

Βλέπουμε λοιπόν στα παραπάνω 5 θέματα, ότι υπάρχουν διαφωνίες, τόσο ανάμεσα σε πατέρες όσο και ανάμεσα σε συνόδους. Κι αν διαβάσει κάποιος προσεκτικά το Πηδάλιο, θα βρει διαφωνίες και σε άλλα θέματα. Και θα δει ότι ο Νικόδημος προσπαθεί πάντα να συμβιβάσει τα πράγματα. Και άντε ας πούμε ότι μπορούμε να συμβιβάσουμε μια “άσπρη” και μια “γκρι” γνώμη. Πώς όμως να συμβιβάσει κανείς το μαύρο και το άσπρο, δηλ. 2 εκ διαμέτρου αντίθετες γνώμες;

Και αυτά που ισχύουν σήμερα στην Εκκλησία, άλλα κρατούνται με το κριτήριο του τελευταίου θεσπισμένου, άλλα με το κριτήριο του πιο περιφανούς και αξιόλογου πατέρα, και άλλα ισχύουν χωρίς να βασίζονται στην γνώμη πατέρα ή συνόδου, αφού ολόκληρες οικουμενικές σύνοδοι καταπατώνται σήμερα, όπως στο θέμα της μετάθεσης των επισκόπων.

Τί ισχύει τελικά;

Το πρόβλημα των κανόνων που προκύπτει απ’ την διαφωνία των πατέρων και η Αγία Γραφή

Καταρχήν να διαχωρίσουμε την περίπτωση, ότι η ισχύς ενός κανόνα είναι ανεξάρτητη απ’ το αν αυτός τηρείται ή όχι. Ας μην ξεχνάμε ότι και στην Π. Διαθήκη πολλές φορές οι εβραίοι καταπάτησαν τον μωσαϊκό και θεόπνευστο Νόμο, και ο Θεός άλλες τόσες και περισσότερες έστελνε τους προφήτες του για να τους επαναφέρει στο σωστό δρόμο του Νόμου που ίσχυε πάντα, κι ας μην υπήρχε ούτε ένας τηρητής, όπως λέει και ο ψαλμωδός:

«Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν. 3 πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός», Ψα 13,3-4.

Ο ψαλμωδός εκφράζει το παράπονο ότι ο Θεός που έσκυψε στην ανθρωπότητα για να δει αν υπάρχει δίκαιος, δεν βρήκε ούτε έναν (κι ο Παύλος το επαναλαμβάνει, Ρω 3,10-12). Αλλά λίγο παρακάτω βρίσκει πάλι την ελπίδα του και λέει:

«ότι Κύριος εν γενεά δικαίων», στιχ. 5. Πάντα λοιπόν υπάρχουν δίκαιοι κι ο Θεός είναι ανάμεσά τους.

Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι κανόνες που πρέπει να ισχύουν σήμερα και πάντοτε, και με ποιο κριτήριο θα τους βρούμε;

            Σε αντίθεση με τους πατέρες που διαφωνούν, έχουμε τα βιβλία της Αγίας Γραφής που είναι πολλά, 40 της Παλαιάς και 27 της Καινής Διαθήκης
και που γράφτηκαν σε μια περίοδο 1600 ετών (απ’ το 1500 π.Χ. περίπου μέχρι το 100 μ.Χ. χονδρικά), κι όμως δεν υπάρχει η παραμικρή διαφωνία μεταξύ τους. Εξαιρουμένης φυσικά της αλλαγής που έφερε ο Χριστός στον μωσαϊκό και παλαιό Νόμο Διαθήκης με τον νέο Νόμο Διαθήκης, που ήταν από αιώνες πριν προγραμματισμένη και προφητευμένη όχι μόνο απ’ τους προφήτες, αλλά κι απ’ την αρχή πριν δοθεί ο Νόμος. Διότι προφητεύθηκε η Διαθήκη του Χριστού στους πρωτοπλάστους, Γε 3,15, στον Αβραάμ Γε 17,7, Εβ 2,16 και σ’ αυτόν το ίδιο τον μωσαϊκό Νόμο Δε 18,15, Πρξ 3,22.

            Τα 67 αυτά βιβλία έχουν το ίδιο πνεύμα, την ίδια σύσταση και συμβουλή για το καλό, τον ίδιο ορισμό για το τι είναι καλό και τι είναι κακό δηλ. αμαρτία, και την ίδια σύσταση για την αποφυγή της αμαρτίας. Σαν να τα έγραψε ένας νους. Και τα έγραψε φυσικά το ένα και μοναδικό Πνεύμα του Θεού, δια χειρός ανθρώπων.

Το ίδιο νόημα εκφράζει και η «Φωνή Κυρίου» – που διανέμεται στις εκκλησίες κάθε Κυριακή και αποτελεί το επίσημο έντυπο της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος – στο φύλλο της Κυριακής 30-10-16 προς το τέλος του, και αφορά την απάντηση του Αβραάμ που έδωσε στον πλούσιο που πήγε στην κόλαση, στο αντίστοιχο ευαγγελικό ανάγνωσμα:

«Αντίθετα (ο Αβραάμ) επικαλείται το διαρκές θαύμα που έχει χαρίσει ο άγιος Θεός στον άνθρωπο και που δεν είναι άλλο από τον αιώνιο λόγο του, όπως έχει αποτυπωθεί σ’ ένα βιβλίο που δεν το έγραψε ένας αλλά πολλοί, σε διάφορες περιόδους και με διαφορετικές συνθήκες, που όμως όλα του τα κεφάλαια διηγούνται σ’ έναν θαυμαστό συντονισμό, ένα και μόνο πράγμα, την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, και την μέριμνά του για την κατόρθωση της αγιότητας. Κι αν οι άνθρωποι πραγματικά ενδιαφέρονται και ψάχνουν την αλήθεια για να την ζήσουν ως υπόθεση ζωής, τότε “έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτες, ακουσάτωσαν αυτών”. Με άλλα λόγια, το θαύμα που υπάρχει για να συγκλονίζει τον άνθρωπο, και να τον κατευθύνει στην χάραξη της δικής του πορείας ζωής, λέγεται Αγία Γραφή, και υπάρχει για να την μελετάμε, και να συμμορφώνουμε στα δικά της κριτήρια την σύνολη ύπαρξή μας. Αμήν.»

            Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά της Αγίας Γραφής απ’ οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο κείμενο, κανόνα ή σύνοδο.   Το κριτήριο λοιπόν για να βρούμε ή να επαληθεύσουμε την Γραφή είναι ότι τα βιβλία της:

          1. Έχουν το Πνεύμα της αρετής του Θεού.

2. Συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους.

Να λοιπόν πώς θα λύσουμε το πρόβλημα των κανόνων. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας για τους χριστιανούς, εφόσον υπάρχει η Αγία Γραφή που αποτελεί οδηγό για τον προσδιορισμό των σωστών κανόνων.

Επειδή όμως σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού, «εκεί που είναι 2 ή 3 μαζεμένοι στ’ όνομά μου, είμαι κι εγώ ανάμεσά τους» (Μθ 18,20), αυτό σημαίνει ότι κάθε συγκέντρωση χριστιανών που προσπαθούν να λύσουν ένα θέμα, θα έχουν την φώτιση απ’ τον Θεό και θα το λύσουν. Με την βασική προϋπόθεση όμως να παραμένουν πιστοί στις θεόπνευστες εντολές που παραδόθηκαν με την Γραφή, και να μην παρεκκλίνουν ή απομακρύνονται καθόλου απ’ αυτές.

            Έτσι λοιπόν προέκυψε η διαφωνία των πατέρων. Διότι απομακρύνθηκαν έστω και λίγο απ’ τις εντολές της θεόπνευστης Γραφής.  Αν δεν απομακρύνονταν απ’ την Γραφή, τότε θα συμφωνούσαν όλοι, τόσο με την Γραφή όσο και μεταξύ τους. Και δεν θα χρειαζόταν μέσα στο Πηδάλιο, ο Νικόδημος Αγιορείτης να πασχίζει για να τους συμβιβάσει.

          Έτσι, ας δούμε τώρα ποιοι είναι πράγματι οι σωστοί κανόνες για το κάθε θέμα ξεχωριστά απ' τα 5 που εξετάσαμε.

1. Ο σωστός κανόνας για την αγαμία των κληρικών

      Η Καινή Διαθήκη παρέδωσε μέσα στις Επιστολές του απ. Παύλου – την Α΄προς Τιμόθεο και την προς Τίτο –, οδηγίες και κριτήρια με τα οποία θα διαλέγονται οι επίσκοποι, πρεσβύτεροι και διάκονοι. Και όλους τους θέλει να είναι μιας γυναικός άντρες. Αποτελεί δηλαδή εύλογη προϋπόθεση για τον Παύλο γι αυτό και δεν την αναφέρει, ότι οι κληρικοί φυσικά και μπορούν να είναι έγγαμοι, όπως άλλωστε ήταν έγγαμος ένας τουλάχιστον απόστολος, ο Πέτρος, Μθ 8,14, ο οποίος μάλιστα στις Πράξεις φαίνεται να ηγείται της πρώτης εκκλησίας.

Έτσι, αν οι πατέρες δεν απομακρύνονταν από την εντολή της Γραφής που θέλει τον γάμο αδιάλυτο και τους κληρικούς να μπορούν να είναι παντρεμένοι, και δεν εφευρίσκανε πρόφαση ευλάβειας σύμφωνα με την πρόβλεψη του αποστολικού κανόνα, – κι όπως πολύ σωστά μιλάει ο μεγάλος πατέρας της εκκλησίας Μ. Αθανάσιος που δεν βρίσκει καμιά αμαρτία στον τίμιο γάμο και άρα καμιά παράβαση ευσέβειας –, οι πατέρες δεν θα νομοθετούσανε κανόνες που καθιερώνουν την αγαμία του κλήρου, όπως της Καρθαγένης και της Πενθέκτης.

Τα είδαμε τα χάλια των παπικών που πληρώνουν αποζημιώσεις για την παιδεραστία των πρεσβυτέρων τους. Ευτυχώς ο Θεός δεν επέτρεψε σε μας τους ορθόδοξους να πάθουμε τα ίδια με τους πρεσβυτέρους μας. Συμβαίνουν όμως και σε μας λίγα χάλια με το άγαμο των επισκόπων μας που βγαίνουν κατά καιρούς. Ο Θεός λοιπόν να τους φωτίσει, ώστε να επανέλθουμε στην αρχική αποστολική παράδοση με το έγγαμο να επιτρέπεται και στους επισκόπους. Διότι αν σήμερα μπορεί εσφαλμένα, να καταπατούνται οικουμενικές σύνοδοι που μιλάνε για την μετάθεση των επισκόπων και την καταδικάζουν για εύλογους λόγους, πολύ περισσότερο μπορεί να επανέλθει το αποστολικό και θεόπνευστα σωστό έγγαμο των επισκόπων.

2. Ο σωστός Κανόνας των βιβλίων της Γραφής

Όπως ήδη είπαμε ο σωστός κατάλογος είναι του Μ. Αθανασίου (έτος 367), που τον έβγαλε μετά από κρίση σύμφωνα με τα 2 κριτήρια που παραθέσαμε παραπάνω.

3. Ο σωστός κανόνας για την μετάθεση επισκόπων

            Ο σωστός αυτός κανόνας δεν χρειάζεται διευκρίνιση διότι δεν υπάρχει διαφωνία από τους πατέρες. Η διαφωνία είναι του ιερατείου που δεν τον τηρεί σήμερα. Ας αφήσει λοιπόν το σημερινό ιερατείο την υποκρισία, κι ας τηρήσει τους κανόνες και τις οικουμενικές συνόδους σ’ εκείνα τα θέματα που συμβαδίζουν με την Αγία Γραφή και που αποβλέπουν μόνο στην προκοπή της εκκλησίας, και όχι στην διαφθορά της.

4. Ο σωστός κανόνας για την εκλογή επισκόπων

            Στην Καινή Διαθήκη ο απ. Παύλος προτρέπει τους Τιμόθεο και Τίτο οι οποίοι είναι τοποθετημένοι απ’ αυτόν ως απόστολοι στις εκκλησιαστικές επαρχίες της Εφέσου και της Κρήτης αντίστοιχα, να καταστήσουν επισκόπους και πρεσβυτέρους και διακόνους στις κατά τόπους εκκλησίες. Και δίνει τα κριτήρια με τα οποία πρέπει να τους επιλέξουν για χειροτονία, που δεν είναι άλλα από ηθικές αρετές που πρέπει να έχουν αλλά και την «ἔξωθεν καλὴ μαρτυρία» (= καλή μαρτυρία απ’ αυτούς που δεν είναι χριστιανοί), Α΄ Τι 3,7, για να αποτελούν υπόδειγμα στους απλούς χριστιανούς και να προκόβει έτσι η εκκλησία. Το ερώτημα είναι :

Και πώς θα ξέρουν οι Τιμόθεος και Τίτος ποιοι είναι καλοί για να χειροτονηθούν, όταν σε πολλά μέρη θα πάνε για πρώτη φορά; Μα θα μάθουν απ’ τον λαό ποιοι είναι οι καλύτεροι και άρα οι καταλληλότεροι. Όπως έγινε με την εκλογή των 7 διακόνων στα Ιεροσόλυμα, όπου οι 12 απόστολοι ζήτησαν απ’ το πλήθος των μαθητών να «επιλέξουν άνδρες μαρτυρουμένους επτά» για την διακονία των καθημερινών σιτηρεσίων. Και «παν το πλήθος εξελέξαντο» τους 7 διακόνους και «τους έστησαν ενώπιον των αποστόλων» οι οποίοι προσευχόμενοι τους χειροτόνησαν, Πρξ 6,1-6. Ο χριστεπώνυμος λαός λοιπόν διαλέγει τον επίσκοπό του, και τον χειροτονούν οι άλλοι όμοροι (γείτονες) επίσκοποι. 

5. Ο σωστός κανόνας για τις φυσικές απεκκρίσεις

Για τις φυσικές απεκκρίσεις και την καταμήνιο περίοδο της γυναίκας, ο Μ. Αθανάσιος που απαντά μόνο βάσει της Γραφής, αναλυτικά και ξεξάθαρα όπως είδαμε, έχει την σωστή άποψη. Ότι δεν υπάρχει καμιά αμαρτία, και άρα βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει και κανένα εμπόδιο για την Θεία Κοινωνία.

Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας ενώ εκφράζει την σωστή άποψη για την νυκτερινή και αθέλητη ρύση του άντρα που δεν επισύρει εμπόδιο για την Θεία Κοινωνία, αδυνατεί να δώσει την ίδια άποψη και για την περίοδο της γυναίκας, λες και η γυναίκα είναι ένοχη που έχει την καταμήνια περίοδο της, την οποία ρύθμισε ο δημιουργός της Θεός.

Η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας

Όλα τα εκκλησιαστικά κείμενα που έχει διαφυλάξει η εκκλησία αποτελούν πλούτο πληροφοριών για την αρχαία εκκλησία, τους πατέρες, την ερμηνεία της Γραφής και όλα εκείνα που χρειάζεται να ξέρει ένας χριστιανός. Άλλωστε κι αυτή η ίδια η Αγία Γραφή, αν και δημιούργημα του Θεού, αποτελεί όμως εκκλησιαστικό κείμενο.

            Οι διαφωνίες των πατέρων τώρα δεν πρέπει να μας μπερδεύουν και να μας σκανδαλίζουν, αλλά να μας κάνουν να σκεφτούμε ότι πλουτίζουν  την γνώση μας. Διότι μέσα απ’ αυτές τις διαφωνίες, πρέπει να βγάλουμε το πολύτιμο συμπέρασμα ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι αλάθητος, και ότι δεν υπάρχει αυθεντία στον άνθρωπο. Πράγμα που φαίνεται και στην Γραφή όταν μας μιλάει για τα σφάλματα των αποστόλων στην Κ. Διαθήκη, και των προφητών στην Π. Διαθήκη. Τέλειος και αλάθητος είναι μόνο ο Θεός και το συμβουλευτικό στοιχείο που προέρχεται κατευθείαν απ’ αυτόν. Και αυτό το στοιχείο είναι ένα μόνο και αποκλειστικό. Η θεόπνευστη Γραφή. Και τίποτ’ άλλο δεν είναι αλάθητο.

Και το υπόδειγμα της αρετής των αγίων, δεν μειώνεται καθόλου από τυχόν σφάλματά τους που μπορεί να είναι και μεγάλα όπως του Δαυίδ, δηλ. η μοιχεία και ο φόνος που έκανε. Διότι εκείνο που μετράει σ’ έναν άγιο, δεν είναι τα θαύματα και κατορθώματα που έχει επιδείξει, αλλά η μετάνοια και συντριβή απ’ τα λάθη του που ζητάει πάντοτε ο Κύριος. Αν λοιπόν αυτοί δείξουν μετάνοια, τότε κι ο Θεός τους υψώνει και τους κάνει μεγάλους αγίους, όπως τον τελώνη Ματθαίο και τον φαρισαίο Παύλο. Κι όπως η άπειρη αγάπη του Κυρίου συγχώρησε τον Δαβίδ και τον έκανε προφήτη και ψαλμωδό για να προφητεύει την έλευση του Χριστού με τους Ψαλμούς του, και να υμνεί το μεγάλο έλεος του Θεού που σβήνει τα σφάλματα των ανθρώπων, έτσι θα μπορούσε να συγχωρήσει και τον Ιούδα τον προδότη. Αλλά ο τελευταίος δεν θέλησε.

Και για το σημαντικό θέμα της σωστής ερμηνείας της Γραφής, και της διαφύλαξης του σωστού δόγματος που βγαίνει απ’ αυτήν, ο Θεός δίνει την φώτιση σε πατέρες όπως ο Μ. Αθανάσιος που ρισκάρουν τα πάντα και διώκονται προκειμένου ν’ αρέσουν στον Θεό και όχι στους ανθρώπους, στους οποίους θέλουν ν’ αρέσουν οι φιλόδοξοι και φαρισαίοι σαν τον Σιαμάκη που αυτοπροβάλλονται. Αυτούς τους τελευταίους ο Θεός τους χρησιμοποιεί για να βλέπουν την κατάντια τους οι άλλοι άνθρωποι και να τους αποφεύγουν, σύμφωνα και με τα λόγια του Κυρίου μας: 

«κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· … πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις.», Μθ 23,3-5.

Ο δε Ιάκωβος, ο αδελφός του Κυρίου, ξεχωρίζει σαφώς την καλή και άκακη συμπεριφορά απ’ την γεμάτη εμπάθεια και φθόνο, και την μεν πρώτη χαρακτηρίζει άνωθεν σοφία, αγνή, ειρηνική και επιεική, την δε δεύτερη χαρακτηρίζει ως γήινη (επίγεια) και δαιμονική (δαιμονιώδη):

«εἰ δὲ ζῆλον πικρὸν ἔχετε καὶ ἐριθείαν ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν, μὴ κατακαυχᾶσθε καὶ ψεύδεσθε κατὰ τῆς ἀληθείας. 15 οὐκ ἔστιν αὕτη ἡ σοφία ἄνωθεν κατερχομένη, ἀλλ᾽ ἐπίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης. 16 ὅπου γὰρ ζῆλος καὶ ἐριθεία, ἐκεῖ ἀκαταστασία καὶ πᾶν φαῦλον πρᾶγμα. 17 ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἁγνή ἐστιν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, …»

Βλέπε τις σελίδες μας,  O Σιαμάκης σπάει τα μούτρα του πάνω στον Κάρμηλο , ΓΙΓΑΝΤΕΣ , H Πέργαμος και ο άκαρδος Σιαμάκης , Ο ΜΟΣΧΟΣ ΤΟΥ ΛΙΒΑΝΟΥ , όπου η εμπαθής συμπεριφορά του Σιαμάκη τον ωθεί στην ύβρη η οποία συμβαδίζει με την αυτοπροβολή του.

Ειδικά στη σελίδα μας Ο ΜΟΣΧΟΣ ΤΟΥ ΛΙΒΑΝΟΥ , φαίνεται η σοφία του Θεού και τον τρόπο που χρησιμοποιεί την αλαζονεία τέτοιων ανθρώπων σαν μπούμερανγκ, ώστε αυτοί να βρίσκουν στο λεξικό μια αληθινή αλλά ευτελή ερμηνεία που δεν πρόσεξαν οι άλλοι, και να πέφτουν έτσι στην παγίδα της υπερήφανης και σιχαμερής για τον Θεό καύχησης, μετρώντας και συγκρίνοντας τον εαυτό τους με τους άλλους, και πιστεύοντας έτσι ότι είναι κάτι, ενώ στην ουσία δεν καταλαβαίνουν τίποτα (ου συνιούσιν, Β΄ Κο 10,12).

Έτσι λοιπόν, με τον «μόσχο του Λιβάνου» που δεν έχει σχέση με δογματικό ή άλλης υψηλής αξίας πνευματικό και θεολογικό θέμα, αρπάζουν το δόλωμα του Θεού οι τοιούτοι ξερόλες, σαν πεινασμένα για προβολή ψάρια, και αποδεικνύουν πόσο φτηνοί και μικρόψυχοι εγωιστές είναι, που δεν βλέπουν τίποτα πέρα απ’ την μύτη τους, και βγάζοντας όλη την φθονερή κακία τους! Και ρεζιλεύονται σε όλο τον κόσμο. Πόσο έξυπνος είναι ο Κύριος! Μεγάλο και δοξασμένο τ’ όνομά του!

Βαθιά εντύπωση επίσης προκαλεί η ερμηνευτική αρχή του Ιωάννη Χρυσόστομου, του μεγάλου αυτού πατέρα της εκκλησίας που έδειξε κι αυτός υπομονή και αυταπάρνηση στις δυσκολίες και εξορίες μέχρι θανάτου, εξαναγκασμένος απ’ τους αντίχριστους της εποχής του. Ο Χρυσόστομος λέει λοιπόν :

«Η Γραφή ερμηνεύεται δια της Γραφής».  

Η αρχή αυτή δείχνει πόσο προσκολλημένοι στην Γραφή πρέπει να είμαστε, ώστε όταν δεν καταλαβαίνουμε ένα κομμάτι της, πρέπει να προσφεύγουμε σε άλλο κομμάτι της για να καταλάβουμε το πρώτο.

Η Ιερά Παράδοση της εκκλησίας που διαφύλαξε και μας άφησε αυτές τις ερμηνευτικές γνώμες των μεγάλων πατέρων που υπερασπίστηκαν το ορθόδοξο δόγμα της Γραφής, και επέδειξαν γενναιότητα και αυταπάρνηση στις δυσκολίες, είναι σπουδαία και απαραίτητη στους ορθόδοξους χριστιανούς. Χωρίς τις φωτισμένες απ’ τον Θεό γνώμες τους πάνω στην Γραφή, και χωρίς τους αγώνες τους με τις αιρέσεις τις οποίες νίκησαν βάσει της Γραφής, και χωρίς την υπομονή τους που ενδυνάμωνε ο Θεός στις δοκιμασίες, δεν θα είχαμε παραδείγματα προς μίμηση, και θα ήμασταν αμφίβολοι τόσο για την ερμηνεία της Γραφής, όσο και για τους κανόνες που πρέπει να ισχύουν.

Διότι ακόμα κι αν κάποιος αισθάνεται ότι μπορεί από μόνος του να ερμηνεύσει την Γραφή, χωρίς να συμβουλευτεί πρώτα τις προϋπάρχουσες γνώμες των πατέρων, και χωρίς να εφαρμόζει τις ερμηνευτικές αρχές του μεγάλου πατέρα της εκκλησίας Ιωάννη Χρυσοστόμου (όπως ακριβώς δηλαδή κάνει ο Σιαμάκης που «έχαψε» το δόλωμα του Θεού για να προβληθεί με αλαζονεία και κακία), είναι σίγουρο ότι αυταπατάται, και τον έχει ήδη κερδίσει ο διάβολος.

Ο Σιαμάκης γράφει ότι στα συμπεράσματά του τον οδήγησαν

«η πίστη μου στην Βίβλο και αφ’ ετέρου η εμπιστοσύνη μου στην ιερά παράδοση της εκκλησίας, … το συμπέρασμά μου είναι συμπέρασμα γραμματολογικό και ιστορικό [για την παραπομπή αυτή του Σιαμάκη βλέπε και την σελίδα μας,

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΕΡΕΜΙA & Ο ΚΑΥΧΗΣΙΑΡΗΣ ΣΙΑΜΑΚΗΣ ], βγαλμένο με τον τρόπο που συμπέραναν ο Μ. Αθανάσιος, και οι άλλοι τέτοιοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς».

Αυτά που λέει ο Σιαμάκης περί ιεράς παράδοσης είναι μόνο υποκρισίες. Τίποτα απ’ αυτά δεν πιστεύει, διότι τα τελευταία χρόνια όλους τους ερμηνευτές τους έχει απορρίψει, κι αυτόν ακόμα τον Χρυσόστομο τον οποίο λέει ότι παραδέχεται, ο ψεύτης. Αλλ’ αυτό είναι αντικείμενο άλλης προσεχούς μας σελίδας. Και επειδή ο Μ. Αθανάσιος είναι μεγάλος πατέρας της εκκλησίας, δείχνει εδώ ότι τον μιμείται. Στον «μόσχο του Λιβάνου» όμως, επίτηδες δεν βάζει την ερμηνεία του Μ. Αθανασίου που είναι όμοια μ’ αυτές των άλλων ερμηνευτών που απορρίπτει, γιατί φοβάται ότι θα κατηγορηθεί. Έτσι δείχνει πόσο δειλός, υστερόβουλος και κρυψίνους είναι!

                        Οι πηγές της ορθόδοξης πίστεως

Μπορούμε λοιπόν τώρα να συμπεράνουμε ότι, οι πηγές της ορθόδοξης πίστεως είναι:

1.      Η Αγία Γραφή ως άμεση και θεόπνευστη πηγή.

2.      Η Ιερά Παράδοση ως έμμεση και φωτιζόμενη πηγή.

Ο Θεός προκειμένου να φέρει μέχρι εμάς τις αιώνιες αλήθειες του, πάτησε πάνω στους μεγάλους πατέρες της ιεράς παράδοσης, γι αυτό και τους φανέρωσε στην ζωή την κατάλληλη στιγμή. Και όπως χρησιμοποίησε τους προφήτες και αποστόλους για να γράψει την Αγία του Γραφή και να δώσει ταυτόχρονα το υπόδειγμα της αρετής, έτσι χρησιμοποιεί ανά τους αιώνες μετά Χριστόν, κάποιους ανθρώπους για να μεταφέρουν απαραβίαστη την Αγία Γραφή, και τον ορισμό της χριστιανικής αρετής που βγαίνει απ’ αυτήν, αφού οι ίδιοι βιώνουν αυτήν την αρετή. Μόνο που οι τελευταίοι δεν χρειάζεται να είναι θεόπνευστοι, αφού το θεόπνευστο κείμενο έχει ήδη γραφτεί και συμπληρωθεί. Χρειάζεται μόνο ν’ αγαπούν τα πρόβατα της εκκλησίας για τα οποία σταυρώθηκε ο μονογενής Υιός του Θεού, και να τα προστατεύουν. Κι όχι όπως κάνει ο αντίχριστος Σιαμάκης που διώχνει τους μαθητές του.

Και ο παντοδύναμος Κύριος μας Ιησούς Χριστός, που βάζει αυτούς τους ενάρετους ανθρώπους στο πηδάλιο της εκκλησίας του, όπως έβαλε τον Μ. Αθανάσιο στην εποχή των μεγάλων αιρέσεων, τους δυναμώνει και τους στηρίζει και βρίσκεται δίπλα τους, γιατί χωρίς Αυτόν δεν θα τα είχαν καταφέρει, κι έτσι στην πραγματικότητα κρατάει ο ίδιος ο Κύριος το πηδάλιο της εκκλησίας, ώστε «οι πύλες του άδη (= του αιώνιου θανάτου) δεν θα μπορέσουν να την νικήσουν», Μθ 16,18.     

Τους κανόνες όλων των συνόδων πλην της επιστολής-απόφασης της Καρχηδόνας επί Κυπριανού (256), τοπικών και οικουμενικών, μπορείτε να τις βρείτε ηλεκτρονικά στην σελίδα, Οικουμενικές Σύνοδοι (uoa.gr) . Σ’ αυτήν θα βρείτε και όλους τους κανόνες των μεμονωμένων πατέρων που περάστηκαν στις συλλογές κανόνων, και στο Πηδάλιο.