ΜΙΑ ΠΑΥΛΕΙΑ ΒΡΑΧΥΛΟΓΙΑ - Ο αντίχριστος Σιαμάκης διαστρέφει τα λόγια του Χρυσοστόμου και του απ. Παύλου (ΜΕΡΟΣ Β΄)

body wave of water near rocks
body wave of water near rocks

A PAUL BRIEFNESS - The antichrist Siamakis perverts the words of Chrysostom and ap. Paul (PART IΙ)

Θεσσαλονίκη  18-11-16 Αρχική δημοσίευση
21-11-21 Βελτιωμένη δημοσίευση
[Συνέχεια απ’ το ΜΕΡΟΣ Α΄]
                                     Η ερμηνεία του Χρυσοστόμου        

            Παραθέτω τ’ αποσπάσματα εκείνα που θεωρώ απαραίτητα ώστε μέσα απ’ τα λόγια του μεγάλου ερμηνευτή, να γίνουν αντιληπτά τόσο το σπουδαίο νόημα της Επιστολής προς Γαλάτας, όσο και η κεντρική ιδέα που περιέχεται στην συνάφεια της περικοπής που εξετάζουμε και που αποτελεί την αβίαστη ερμηνεία του εν λόγω χωρίου. Το Υπόμνημα του Χρυσοστόμου στην προς Γαλάτας θα βρείτε στον τόμο 61 της πατρολογίας του Μigne (Μιν), σελ. 612-682.

            Ο Χρυσόστομος αρχίζει την ερμηνεία του στην Επιστολή με τα εξής λόγια:

            Α, αʹ. «Πολλοῦ τὸ προοίμιον γέμει θυμοῦ καὶ μεγάλου φρονήματος· οὐ τὸ προοίμιον δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ πᾶσα, ὡς εἰπεῖν, ἡ Ἐπιστολή. … Ἀλλ' ὅτι μὲν θυμοῦ ἡ Ἐπιστολὴ γέμει, παντί που δῆλον καὶ ἐκ πρώτης ἀναγνώσεως. ∆εῖ δὲ εἰπεῖν τί τὸ παροξῦναν αὐτὸν κατὰ τῶν μαθητῶν· οὐ γὰρ μικρὸν τοῦτο οὐδὲ εὐτελὲς, ἐπεὶ οὐδὲ αὐτὸς τοσαύτῃ ἂν ἐχρήσατο τῇ καταφορᾷ. Τὸ γὰρ ἐπὶ τοῖς τυχοῦσι παροξύνεσθαι, μικροψύχων ἀνδρῶν καὶ σκληρῶν καὶ ταλαιπώρων· ὥσπερ οὖν τὸ ἐπὶ τοῖς μεγάλοις ἀναπίπτειν, νωθροτέρων καὶ ὑπνηλοτέρων. Ἀλλ' οὐχ ὁ Παῦλος τοιοῦτος. Τί οὖν τὸ κινῆσαν ἦν αὐτὸν ἁμάρτημα; Μέγα καὶ ὑπέρογκον, καὶ ὃ τοῦ Χριστοῦ πάντας αὐτοὺς ἠλλοτρίου, ὡς καὶ αὐτὸς προϊὼν ἔλεγεν· Ἰδὲ ἐγὼ Παῦλος λέγω ὑμῖν, ὅτι ἐὰν περιτέμνησθε, Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει (Γα 5,2)· καὶ πάλιν, Οἵτινες ἐν νόμῳ δικαιοῦσθε, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε (Γα 5,4). Τί ποτ’ οὖν τοῦτό ἐστι; δεῖ γὰρ αὐτὸ σαφέστερον ἀναπλῶσαι. Οἱ ἐξ Ἰουδαίων πιστεύσαντες, ὁμοῦ μὲν τῇ προλήψει τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ κατεχόμενοι, ὁμοῦ δὲ κενοδοξίᾳ μεθύοντες, καὶ βουλόμενοι ἀξίωμα διδασκάλων ἑαυτοῖς περιθεῖναι, ἐλθόντες εἰς τὸ Γαλατῶν ἔθνος ἐδίδασκον, ὅτι δεῖ περιτέμνεσθαι καὶ σάββατα καὶ νουμηνίας τηρεῖν, καὶ μὴ ἀνέχεσθαι Παύλου ταῦτα ἀναιροῦντος.», PG 61,612-613.

            Μετάφραση. «Το προοίμιο είναι γεμάτο πολύ θυμό και δυνατό φρόνημα. Και όχι μόνο το προοίμιο, αλλά εδώ που τα λέμε και όλη η επιστολή.  Αλλ’ ότι είναι η Επιστολή γεμάτη θυμό, δηλώνεται παντού (στο περιεχόμενό της) κι απ’ την πρώτη ανάγνωση. Πρέπει λοιπόν να πούμε τί ‘ναι αυτό που τον παρόξυνε εναντίον των μαθητών. Διότι δεν είν’ αυτό μικρό πράγμα ούτε ευτελές. Διότι δεν θα χρησιμοποιούσε τέτοια ενάντια συμπεριφορά. Διότι ο παροξυσμός εξ αιτίας τυχαίων θεμάτων, ανήκει στους μικρόψυχους, σκληρούς και ταλαίπωρους. Όπως και το να υποχωρείς στα μεγάλα θέματα, ανήκει στους αδρανείς και υπναλέους ποιμένες. Αλλ’ ο Παύλος δεν είναι τέτοιος. Ποιο λοιπόν είναι το αμάρτημα που τον κινεί να φέρεται έτσι; Μέγα και υπέρογκο, κάτι που τους κάνει ξένους με τον Χριστό, όπως το λέει ο ίδιος «Ορίστε εγώ ο Παύλος σας λέω ότι εάν περιτέμνεσθε, ο Χριστός δεν σας ωφελήσει καθόλου (Γα 5,2).». Και πάλι «Όποιοι νομίζετε ότι δικαιώνεστε με τον νόμο (μωσαϊκό), εκπέσατε της χάριτος (Γα 5,4)». Τί θα πει αυτό; Πρέπει να το αναλύσουμε σαφέστερα. Κάποιοι εξ ιουδαίων που έγιναν χριστιανοί, μαζί με την πρόληψη του ιουδαϊσμού που κράτησαν, και μαζί με την κενοδοξία με την οποία μέθυσαν, και νομίζοντας ότι μπορούν να περιβάλλονται το αξίωμα του διδασκάλου, ήρθαν στο έθνος των Γαλατών και δίδασκαν, ότι πρέπει να περιτέμνονται και να τηρούν Σάββατα και πρωτομηνιές, και να μην ανέχονται τον Παύλο που αναιρεί αυτά.»      

Και συνεχίζει ο Χρυσόστομος (παραθέτουμε τ’ αποσπάσματα με μετάφραση):

  « … Ἔλεγον γὰρ, ὃ ἔφθην εἰπὼν, οἱ ἀπατεῶνες ἐκεῖνοι, ὅτι τῶν ἀποστόλων ἁπάντων ἔσχατος οὗτός ἐστι, καὶ παρ' ἐκείνων ἐδιδάχθη. … Α, βʹ. «Καὶ ταῦτα, καὶ τὰ τοιαῦτα λέγοντες, καὶ τοῦτον μὲν καθαιροῦντες, ἐκείνων δὲ τὴν δόξαν ἐπαίροντες, οὐχ ἵνα ἐκείνους ἐγκωμιάσωσιν, ἀλλὰ ἵνα Γαλάτας ἀπατήσωσιν, ἔπειθον ἀκαίρως τῷ νόμῳ προσέχειν.», PG 61,613.

Μετάφραση. «Διότι έλεγαν οι απατεώνες εκείνοι, ότι (ο Παύλος) είναι ο τελευταίος όλων των αποστόλων, και διδάχθηκε από κείνους. … Α, β΄. Και λέγοντες τέτοια, και τον (Παύλο) καθαιρούσαν, και την δόξα εκείνων (των αποστόλων) υπερύψωναν, όχι για να τους εγκωμιάσουν, αλλά για να εξαπατήσουν τους Γαλάτες, τους έπειθαν άκαιρα να προσέχουν τον νόμο.»

Α, στ΄. « … Καὶ θέλοντες ἀνατρέψαι τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ (Γα 1,7). Καὶ μὴν μίαν μόνην, ἢ δευτέραν ἐπεισῆγον ἐντολὴν, τὴν τῆς περιτομῆς, καὶ τὴν τῶν ἡμερῶν μόνον καινοτομοῦντες· ἀλλὰ δεικνὺς ὅτι μικρὸν παραποιηθὲν, τὸ ὅλον λυμαίνεται, εἶπε τὸ Εὐαγγέλιον ἀνατρέπεσθαι. … Ὅρα γοῦν ὁ Παῦλος πῶς τὴν περιτομὴν ἀνατροπὴν τοῦ Εὐαγγελίου καλεῖ.», PG 61,623. 

Μετάφραση. ««Και θέλουν ν’ ανατρέψουν το Ευαγγέλιο του Χριστού (Γα 1,7)». Και όχι μόνο να εισάγουν μια μόνο ή δεύτερη εντολή, της περιτομής, και μόνο να καινοτομήσουν την εντολή τήρησης των ημερών, αλλά για να δείξει (ο Παύλος) ότι το μικρό τμήμα που παραποιείται έτσι, στην ουσία λυμαίνεται το σύνολο, γι αυτό είπε ότι το Ευαγγέλιο ανατρέπεται. … Βλέπε λοιπόν πώς ο Παύλος την περιτομή ονομάζει ανατροπή του Ευαγγελίου

Α, ι΄. « … Ὅτε ἐν τῇ πόλει τῶν Ἀντιοχέων, τῇ τὸν πολὺν ζῆλον ἄνωθεν ἐπιδειξαμένῃ Ἐκκλησίᾳ, γέγονε περὶ αὐτοῦ τούτου τοῦ νῦν προκειμένου, καὶ ἐζήτουν πότερον χρὴ περιτέμνειν τοὺς ἐξ ἐθνῶν πιστεύοντας, ἢ μηδὲν τοιοῦτον ἀναγκάζειν αὐτοὺς ὑπομένειν. Τότε ἀνῆλθεν αὐτὸς οὗτος ὁ Παῦλος καὶ Σίλας. Πῶς οὖν φησιν, Οὐκ ἀνῆλθον, οὐδὲ ἀνεθέμην (Γα 1,16-17); Ὅτι πρῶτον μὲν οὐκ αὐτὸς ἀνῆλθεν, ἀλλ' ἀπεστάλη παρ' ἑτέρων· δεύτερον δὲ οὐ μαθησόμενος παρεγένετο, ἀλλ' ἑτέρους πείθων. Αὐτὸς μὲν γὰρ ἐξ ἀρχῆς ταύτης εἴχετο τῆς γνώμης, ἣν καὶ οἱ ἀπόστολοι μετὰ ταῦτα ἐκύρωσαν τὸ μὴ δεῖν περιτέμνεσθαι·», PG 61,630.         

Μετάφραση. [εδώ ο Χρυσόστομος μιλάει για την αποστολική σύνοδο (Πρξ 15,1-29)] «Όταν στην πόλη των Αντιοχέων, η άνωθεν (προερχομένη) Εκκλησία έδειξε πολύν ζήλο, δημιουργήθηκε το θέμα που είναι τώρα προκείμενο, και ρωτούσαν ποιο εκ των δύο χρειάζεται να κάνουν, να περιτέμνουν τους εξ εθνών χριστιανούς ή να μην τους αναγκάζουν καθόλου σ’ αυτό. Τότε ανέβηκε (στα Ιεροσόλυμα) αυτός ο ίδιος ο Παύλος και ο Σίλας. Τότε πώς λέει (ο Παύλος) «δεν ανέβηκα, ούτε μου αναίρεσαν αυτά που ήξερα (Γα 1,16-17)»; Διότι πρώτον δεν ανέβηκε από μόνος του, αλλ’ απεστάλη από άλλους. Δεύτερον δεν έγινε μαθητευόμενος, αλλά τους άλλους έπεισε. Διότι αυτός εξαρχής είχε αυτήν την γνώμη, την οποία και οι απόστολοι μετά επικύρωσαν στο να μην πρέπει να περιτέμνονται οι χριστιανοί.»      

Β, α΄. « … Ἀλλ' οὐδὲ Τίτος ὁ σὺν ἐμοὶ, Ἕλλην ὢν, ἠναγκάσθη περιτμηθῆναι (Γα 2,3). Τί ἐστιν, Ἕλλην ὤν; Ἐξ Ἑλλήνων ἦν, φησὶ, καὶ ἀκρόβυστος. Οὐ μόνον γὰρ ἐγὼ οὕτως ἐκήρυττον, ἀλλὰ καὶ Τίτος οὕτως ἔπραττε, καὶ ἀκρόβυστον ὄντα οὐκ ἠνάγκασαν περιτμηθῆναι οἱ ἀπόστολοι. Ὅπερ ἀπόδειξις ἦν μεγίστη τοῦ μὴ καταγινώσκειν τῶν ὑπὸ τοῦ Παύλου λεγομένων, ἢ πραττομένων. Καὶ τὸ πολλῷ τούτου μεῖζον, ὅτι οὐδὲ ἐπικειμένων τῶν ἐναντιουμένων, καὶ ταῦτα εἰδότων, ἠναγκάσθησαν οἱ ἀπόστολοι τοῦτο κελεῦσαι· ὅπερ οὖν καὶ αὐτὸ δηλῶν ἔλεγε, ∆ιὰ δὲ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους (Γα 2,4). Τίνες εἰσὶν οὗτοι οἱ ψευδάδελφοι; καὶ γὰρ οὐ μικρὸν ἐνταῦθα ζήτημα.», PG 61,634-635.

Μετάφραση. ««Αλλ’ ούτε ο Τίτος που ήταν μαζί μου, που είναι Έλληνας, αναγκάσθηκε να περιτμηθεί (Γα 2,3)». Τί λοιπόν θα πει είναι Έλληνας; Ότι καταγόταν απ’ τους εθνικούς (= Έλληνες) και άρα είναι ακρόβυστος. Διότι δεν κήρυττα έτσι μόνο εγώ, αλλά και ο Τίτος έτσι έκαμνε, και όντας τον ακρόβυστο, δεν τον ανάγκασαν οι απόστολοι να περιτμηθεί. Το οποίο ήταν και μεγίστη απόδειξη ότι δεν είπαν κάτι ενάντια στα λεγόμενα ή πραττόμενα του Παύλου. Και πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό είναι το γεγονός ότι ούτε μπροστά στους εναντιούμενους που τα γνωρίζανε αυτά, αναγκάσθηκαν οι απόστολοι να προστάξουν κάτι τέτοιο. Για αυτό λοιπόν δηλώνει (ο Παύλος) λέγοντας. Για χάρη των παρεισάκτων ψευδαδέλφων (Γα 2,4). Ποιοι είναι αυτοί οι ψευδάδελφοι; Εδώ υπάρχει ζήτημα και μάλιστα όχι μικρό.»

Β, β΄. «οἱ μὲν ἀπόστολοι οὐχ ὡς νόμον ἐκδικοῦντες, συνεχώρουν, ἀλλὰ τῇ ἀσθενείᾳ τῇ Ἰουδαϊκῇ συγκαταβαίνοντες. Οἱ δὲ ψευδάδελφοι οὐχ οὕτως, ἀλλ' ὥστε τῆς χάριτος αὐτοὺς ἐκβαλεῖν, καὶ πάλιν ὑπὸ τὸν τῆς δουλείας ζυγὸν ἀγαγεῖν. … Ὅθεν δῆλον ὅτι οὐχὶ οἰκοδομῆς ἕνεκεν τὸ πρᾶγμα ἐγίνετο, ἀλλὰ καταστροφῆς ὁλοκλήρου. … Οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν, ἣν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ὁρᾷς πῶς καὶ τῇ τῶν κατασκόπων προσηγορίᾳ ἐδήλωσε τὸν πόλεμον ἐκείνων; Οἱ γὰρ κατάσκοποι δι' οὐδὲν εἰσέρχονται, ἀλλ' ἵνα καταμαθόντες τὰ τῶν ἐναντίων, πρὸς τὸ πορθῆσαι καὶ καθελεῖν πολλὴν ἑαυτοῖς παρασκευάσωσι τὴν εὐκολίαν· καθάπερ καὶ οὗτοι τότε ἐποίουν, ὑπὸ τὴν δουλείαν αὐτοὺς τὴν παλαιὰν εἰσαγαγεῖν βουλόμενοι. Ὥστε κἀντεῦθεν δῆλον, ὅτι οὐχ ἡ αὐτὴ προαίρεσις τῶν ἀποστόλων καὶ τούτων, ἀλλὰ καὶ σφόδρα ἐναντία. Ἐκεῖνοι μὲν γὰρ συνεχώρουν, ἵνα κατὰ μικρὸν ἐξαγάγωσι τῆς δουλείας· οὗτοι δὲ κατεσκεύαζον, ἵνα μειζόνως ὑποβάλωσι τῇ δουλείᾳ. ∆ιὸ παρετήρουν περισκοποῦντες ἀκριβῶς, καὶ περιεργαζόμενοι τίνες ἀκρόβυστοι· καθὼς καὶ Παῦλος τοῦτο δηλῶν ἔλεγε, Παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν· οὐ τῷ τῶν κατασκόπων ὀνόματι μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ τρόπῳ τῆς λαθραίας εἰσόδου καὶ παρεισδύσεως τὴν ἐπιβουλὴν αὐτῶν ἐνδεικνύμενος.», PG 61,635-636.

Μετάφραση.  «Οι μεν απόστολοι ανέχονταν όχι γιατί εκδίκαζαν βάσει νόμου, αλλά την ιουδαϊκή ασθένεια συγκαταβαίνοντες. … Οι ψευδάδελφοι όμως δεν έκαναν έτσι, αλλά τους (πιστούς) βγάζανε έξω απ’ την χάρη (του Χριστού), και τους βάζανε υπό ζυγό δουλείας. … Πράγμα που φανερώνει ότι δεν το έκαναν προς οικοδομή, αλλά προς καταστροφή εξ ολοκλήρου. … «Οι οποίοι μπήκαν λαθραία για να κατασκοπεύσουν την ελευθερία μας, που έχουμε εν Χριστώ Ιησού.» Βλέπεις πως με την κατηγορία των κατασκόπων δήλωσε (ο Παύλος) τον πόλεμό τους; Διότι οι κατάσκοποι δεν εισέρχονται για κανένα λόγο, αλλά μόνο για να μάθουν καλά τα των εχθρών των, ώστε προκειμένου να πορθήσουν και να χαλάσουν, παρασκευάζουν την πολλή ευκολία τους. Το ίδιοι κι αυτοί (οι ψευδάδελφοι) κάνουν, θέλοντας να τους βάλουν στην παλιά τους δουλεία. Ώστε φαίνεται εδώ, ότι δεν είναι ίδια η προαίρεση των αποστόλων και αυτών. Αλλά και πολύ ενάντια. Εκείνοι (οι απόστολοι) μεν ανέχονταν, ώστε σιγά σιγά να τους βγάλουν από την δουλεία. Ενώ αυτοί (οι ψευδάδελφοι) κατασκεύαζαν στοιχεία για να τους υποβάλλουν σε μεγαλύτερη δουλεία. Γι αυτό και παρατηρούσαν κοιτάζοντας γύρω με ακρίβεια, και περιεργαζόμενοι ποιοι είναι ακρόβυστοι. Όπως το δηλώνει ο Παύλος λέγοντας, «μπήκαν λαθραία για να κατασκοπεύσουν την ελευθερία μας». Και όχι μόνο τους ονομάζει κατασκόπους, αλλά και τον τρόπο της λαθραίας εισόδου και την επιβουλή της παρεισδύσεως δείχνει.

Β, β΄. «Οἷς οὐδὲ πρὸς ὥραν εἴξαμεν τῇ ὑποταγῇ (Γα 2,5)Ὅρα λέξεως εὐγένειαν καὶ ἔμφασιν. Οὐ γὰρ εἶπε, Τῷ λόγῳ, ἀλλὰ, Τῇ ὑποταγῇ. Οὐ γὰρ ἵνα τι διδάξωσι χρήσιμον, ταῦτα ἐποίουν, ἀλλ' ἵνα ὑποτάξωσι καὶ δουλώσωνται. ∆ιὰ τοῦτο τοῖς μὲν ἀποστόλοις εἴξαμεν, τούτοις δὲ οὐκέτι. Ἵνα ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου διαμείνῃ πρὸς ὑμᾶς (Γα 2,5). Ἵν' ὅπερ ἔφθημεν, φησὶν, εἰπόντες, τοῦτο διὰ τῶν ἔργων βεβαιώσωμεν, ὅτι Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθε, καὶ γέγονε καινὰ τὰ πάντα (Β΄ Κο 5,17), καὶ ὅτι, Εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινὴ κτίσις (Β΄ Κο 5,17), καὶ ὅτι Τοὺς περιτεμνομένους Χριστὸς οὐδὲν ὠφελήσει (Γα 5,2). Ταύτην τὴν ἀλήθειαν βεβαιοῦντες, οὐδὲ πρὸς ὥραν εἴξαμεν. Εἶτα ἐπειδὴ εὐθέως ἀντέπιπτεν αὐτῷ τὰ παρὰ τῶν ἀποστόλων, καὶ εἰκὸς ἦν τινας λέγειν· Πῶς οὖν ταῦτα ἐκεῖνοι προστάττουσιν; ὅρα πῶς λύει σοφῶς τὴν ἀντίθεσιν. Οὐ γὰρ λέγει τὴν οὖσαν αἰτίαν, οἷον ὅτι συγκαταβάσεως ἕνεκεν καὶ οἰκονομίας τοῦτο ἐποίουν οἱ ἀπόστολοι· ἢ γὰρ ἂν ἐβλάβησαν οἱ ἀκούοντες.», PG 61,636.                  

Μετάφραση. «Στους οποίους ούτε για μια στιγμή ενδώσαμε στην υποταγή (Γα 2,5).» Βλέπε ευγένεια λέξεως και έμφαση. Διότι δεν είπε, στον λόγο, αλλά, στην υποταγή. Διότι δεν έκαναν αυτά (οι ψευδάδελφοι) για να διδάξουν κάτι χρήσιμο, αλλά για να υποτάξουν και να υποδουλώσουν. «Γι αυτό στους μεν αποστόλους ενδώσαμε, σ’ αυτούς όμως ποτέ. Για να μείνει η αλήθεια του Ευαγγελίου σε σας (Γα 2,5)». Ώστε αυτό που είπαμε, να το βεβαιώσουμε και με τα έργα, επειδή «τ’ αρχαία περάσανε, και όλα έγιναν καινούργια (Β΄ Κο 5,17)», κι επειδή «αν κάποιος είναι με τον Χριστό, είναι καινούργια κτίση (Β΄ Κο 5,17)», κι επειδή «αυτούς που περιτέμνονται ο Χριστός δεν θα τους ωφελήσει καθόλου (Γα 5,2)». «Αυτήν την αλήθεια βεβαιούντες, δεν ενδώσαμε ούτε στιγμή (Γα 2,5)». Μετά απ’ αυτά (ο Παύλος) επειδή συγκρουόταν με τα των αποστόλων, και μπορεί κάποιος να πει, «πώς λοιπόν εκείνοι κάνουν αυτά;», δες πώς λύνει σοφά την αντίθεση. Διότι δεν λέγει την ακριβή αιτία, ότι δηλαδή λόγω συγκατάβασης και οικονομίας έκαναν αυτό οι απόστολοι. Διότι θα μπορούσαν να βλαφτούν οι ακροατές.»      

«Οὗτος αὐτὸς ὁ μακάριος Παῦλος ὁ περιτομὴν ἀναιρῶν, μέλλων ποτὲ τὸν Τιμόθεον Ἰουδαίοις πέμπειν διδάσκαλον, περιτεμὼν αὐτὸν πρότερον, οὕτως ἔπεμψεν (Πρξ 16,1-3). Ἐποίησε δὲ τοῦτο, ἵνα εὐπαράδεκτος γένηται τοῖς ἀκροαταῖς, καὶ εἰσῆλθε μετὰ τῆς περιτομῆς, ἵνα καταλύσῃ τὴν περιτομήν. Ἀλλὰ τὴν αἰτίαν αὐτὸς μὲν ἠπίστατο καὶ Τιμόθεος, τοῖς δὲ μαθηταῖς οὐκ εἶπεν. Εἰ γὰρ ἔγνωσαν, ὅτι διὰ τοῦτο περιέτεμεν, ἵνα λύσῃ τὴν περιτομὴν, οὐδ' ἂν τὴν ἀρχὴν ἤκουσαν αὐτοῦ δημηγοροῦντος, καὶ τὸ πᾶν ἂν διεῤῥύη κέρδος· νῦν δὲ ἡ ἄγνοια τὰ μέγιστα αὐτοὺς ὠφέλησε. Νομίζοντες γὰρ αὐτὸν ὡς νομοφύλακα τοῦτο ποιεῖν, καὶ εὐμενῶς ἐδέξαντο καὶ προσηνῶς καὶ αὐτὸν καὶ τὴν ἐκείνου διδασκαλίαν. ∆εξάμενοι δὲ κατὰ μικρὸν καὶ παιδευθέντες, ἀπέστησαν τῶν παλαιῶν·», PG 61,636.                  

Μετάφραση. Αυτός ο ίδιος ο μακάριος Παύλος που αναιρεί την περιτομή, επειδή έμελλε να στείλει τον Τιμόθεο ως διδάσκαλο στους Ιουδαίους, προηγουμένως τον περιέτεμε κι έτσι τον έστειλε (Πρξ 16,1-3). Αυτό το έκανε, ώστε (ο Τιμόθεος) να γίνει παραδεκτός στους ακροατές, και να μπει μαζί με την περιτομή, για να καταλύσει την περιτομή. Αλλά την αιτία την ήξεραν μόνο αυτός και ο Τιμόθεος, ενώ στους μαθητές δεν την είπε. Διότι αν γνώριζαν ότι γι αυτό τον περιέτεμε, δηλ. να καταλύσει την περιτομή, δεν θα τον άκουγαν απ’ την αρχή, και θα χανόταν όλο το κέρδος. Τώρα λοιπόν η άγνοια τους ωφέλησε τα μέγιστα. Διότι νομίζοντας ότι το έκανε (την περιτομή) ως νομοφύλακας, τον δέχθηκαν ευμενώς και με προσήνεια, και τον ίδιο και την διδασκαλία του. Δεξάμενοι λίγο λίγο και διδαχθέντες, απομακρύνθηκαν απ’ τα παλιά. [Η πολύ ωραία αυτή ανάλυση κι εξήγηση του Χρυσοστόμου ανταποκρίνεται ακριβώς στο χωρίο των Πράξεων που λέει: «καὶ λαβὼν περιέτεμεν αὐτὸν διὰ τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ὄντας ἐν τοῖς τόποις ἐκείνοις· ᾔδεισαν γὰρ ἅπαντες τὸν πατέρα αὐτοῦ ὅτι Ἕλλην ὑπῆρχεν (Πρξ 16,3).]

Β, γʹ. «Ἐμοὶ φησὶν, οὐδὲν προσανέθεντο (Γα 2,6). Τουτέστι. Μαθόντες τὰ ἐμὰ, οὐδὲν προσέθηκαν γὰρ οἱ δοκοῦντες, οὐδὲν διώρθωσαν, καὶ ταῦτα εἰδότες, ὅτι διὰ τοῦτο παρεγενόμην, ὥστε αὐτοῖς κοινώσασθαι (Γα 2,9)· καὶ κατ’ ἀποκάλυψιν Πνεύματος παρεγενόμην (Γα 2,2), ὥστε αὐτοῖς κοινώσασθαι, καὶ Τίτον ἀκρόβυστον εἶχον μεθ' ἑαυτοῦ, οὔτε ἐμοί τι πλέον εἶπον ὧν ᾔδειν, οὔτε ἐκεῖνον περιέτεμον (Γα 2,3). Ἀλλὰ τοὐναντίον. ... Τοὐναντίον λέγων, ἀλλ' ὅτι οὐ μόνον οὐκ ἐπετίμησαν, ἀλλὰ καὶ τοσοῦτον ἀπέσχον τοῦ μέμψασθαι, ὅτι καὶ ἐπῄνεσαν· τὸ γὰρ ἐναντίον τοῦ μέμψασθαι τὸ ἐπαινέσαι.», PG 61,637.          

Μετάφραση.  ««Ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες, φησὶν, οὐδὲν προσανέθεντο (Γα 2,6)». Που σημαίνει: Μαθόντες τα δικά μου, καθόλου δεν πρόσθεσαν, καθόλου δεν διόρθωσαν, και αυτά γνωρίζοντες, ότι γι αυτό τον λόγο ήρθα προς αυτούς (για να δω αν ο κόπος μου πήγε τζάμπα), ώστε να έχω κοινωνία μαζί τους (2,9). Και κατ’ αποκάλυψη Πνεύματος ήρθα (Γα 2,9), ώστε να έχω κοινωνία μαζί τους (Γα 2,9), και τον Τίτο που ήταν ακρόβυστος είχε μαζί του, ούτε μου είπαν κάτι επί πλέον απ’ αυτά που ήξερα, ούτε εκείνον περιέτεμαν. Αλλ’ απεναντίας, … λέγοντας απεναντίας, σημαίνει ότι, όχι μόνο δεν τον επιτίμησαν, αλλά απείχαν τόσο απ’ το να τον μεφθούν, ώστε και τον επήνεσαν.          

        « … ὅτι Γνόντες τὴν χάριν τοῦ Κυρίου τὴν δοθεῖσάν μοι, Ἰάκωβος καὶ Κηφᾶς καὶ Ἰωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιὰς ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ κοινωνίας (Γα 2,9). Καὶ οὐκ εἶπεν, ὅτι ἀκούσαντες, ἀλλὰ, Γνόντες, τουτέστι, καταμαθόντες δι' αὐτῶν τῶν πραγμάτων, δεξιὰς ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ κοινωνίας. Εἶδες πῶς κατὰ μικρὸν ἔδειξε καὶ τῷ Χριστῷ τοῦτο δοκοῦν, καὶ τοῖς ἀποστόλοις; Οὐδὲ γὰρ ἂν ἐδόθη, οὐδὲ ἐνήργησεν ἡ χάρις, εἰ μὴ δοκοῦν αὐτῷ τὸ τοιοῦτον κήρυγμα ἦν. Καὶ ὅπου μὲν συγκρῖναι ἑαυτὸν ἔδει, Πέτρου μέμνηται μόνου· ὅπου δὲ μαρτυρίαν καλέσαι, τῶν τριῶν ὁμοῦ, καὶ μετ' ἐγκωμίου, Κηφᾶς, λέγων, καὶ Ἰάκωβος, καὶ Ἰωάννης οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι. Καὶ πάλιν οὐ τὸ εἶναι ἀναιρῶν, τοὺς δοκοῦντάς φησιν, ἀλλὰ καὶ τὴν τῶν ἄλλων παραλαμβάνων γνώμην, καὶ λέγων, ὅτι Οἱ μεγάλοι καὶ ἐξαίρετοι, καὶ οὓς πάντες πανταχοῦ περιφέρουσιν, οὗτοι μάρτυρές εἰσι τῶν λεγομένων, ὅτι καὶ τῷ Χριστῷ ταῦτα δοκεῖ, καὶ διὰ μὲν τῶν πραγμάτων ταῦτα ἔμαθον, καὶ δι' αὐτῆς τῆς πείρας ἐπιστώθησαν. ∆ιὸ καὶ δεξιὰς ἔδωκαν ἐμοὶ, καὶ οὐκ ἐμοὶ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ Βαρνάβᾳ, Ἵνα ἡμεῖς μὲν εἰς τὰ ἔθνη, αὐτοὶ δὲ εἰς τὴν περιτομήνὪ συνέσεως ὑπερβολὴ, καὶ συμφωνίας ἀπόδειξις ἀναντίῤῥητος!», PG 61,638.                  

Μετάφραση. (λέει ο Παύλος) ότι «γνωρίζοντες την χάρη του Κυρίου που μου έδωσε, οι Ιάκωβος και Κηφάς και Ιωάννης, οι δοκούντες ότι είναι στύλοι, δεξιά χειραψία μου έδωσαν (Γα 2,9)». Και δεν είπε, ότι «ακούσαντες», αλλά «γνωρίζοντες», που σημαίνει, «μαθόντες καλώς γι αυτά τα πράγματα, έδωσαν το δεξί τους χέρι σ’ εμένα και στον Βαρνάβα». Είδες πώς λίγο λίγο έδειξε (ο Παύλος) ποιο είναι αυτό που πρέπει να νομίζουν (οι Γαλάτες) και για τον Χριστό, και για τους αποστόλους; Διότι ακόμα κι αν δόθηκε η χάρη, δεν θα ενεργούσε ποτέ, αν δεν νόμιζαν το σωστό κήρυγμα. Και όπου (ο Παύλος) πρέπει μεν να συγκρίνει τον εαυτό του, μνημονεύει τον Πέτρο. Όπου δε επικαλείται μαρτυρία, δίνει την μαρτυρία και των τριών μαζί μετ’ εγκωμίου, λέγοντας τον Κηφά, και τον Ιάκωβο, και τον Ιωάννη, που θεωρούνται στύλοι. Και πάλι δεν το λέει αυτό για να τους αναιρέσει, αλλά για να φέρει την γνώμη τους, λέγοντας ότι «οι μεγάλοι κι εξαίρετοι, και αυτοί που φέρνονται ως παράδειγμα απ’ όλους, αυτοί είναι μάρτυρες των λεγομένων, ότι και για τον Χριστό αυτά θεωρούν, και δια των πραγμάτων αυτά έμαθαν, και δια της εμπειρίας τους αυτά πιστώθηκαν. Γι αυτό και μου έδωσαν δεξιά χειραψία, όχι μόνο εμένα, αλλά και τον Βαρνάβα, ώστε εμείς να κηρύττουμε στα έθνη, αυτοί δε στους περιτετμημένους.». Ώ υπερβολή σύνεσης, και απόδειξη συμφωνίας αναντίρρητη!»  

Καθαρά λοιπόν ο Χρυσόστομος μιλάει για κάποιους ψευδαδέλφους που ήταν μόνο κατάσκοποι και πολέμιοι του χριστιανικού οικοδομήματος και κυρήγματος. Και αναλύει την ανοχή των αποστόλων στο θέμα της περιτομής, διευκρινίζοντας την διαφορά ανάμεσα στην οικονομία που δείχνουν  στους Ιουδαίους μόνο, και που έκανε και ο Παύλος περιτέμνοντας τον Τιμόθεο, και την υποδούλωση που θέλουν να επιβάλλουν οι ψευδάδελφοι. Και γι αυτό ο Παύλος αντιστέκεται σ’ αυτούς και δεν υποχωρεί.

Σε άλλο σημείο της παρούσας ερμηνείας του ο Χρυσόστομος μιλάει καθαρά για την ανοχή των αποστόλων στους ψευδαδέλφους. Ότι αυτό δεν ήταν σωστό εκ μέρους τους (PG 61,637) ερμηνεύοντας την φράση του Παύλου: «Ἀπὸ δὲ τῶν δοκούντων εἶναί τι· ὁποῖοί ποτε ἦσαν, οὐδέν μοι διαφέρει· πρόσωπον ἀνθρώπου ὁ Θεὸς οὐ λαμβάνει (Γα 2,6)». Δεν έπρεπε δηλαδή οι απόστολοι ν' αφήνουν τους ψευδαδέλφους να κατασκοπεύουν την ελευθερία των εξ εθνών χριστιανών, κι έπρεπε αυτοί ν’ αποκοπούν απ' την Εκκλησία, όπως το λέει ή το εννοεί καθαρά και συχνά ο Παύλος στις Επιστολές του (Ρω 13,21, Β΄ Κο 11,13-22, Γα 5,12, Φπ 3,2-7, Εβ 6,1-8).     

Και όσον αφορά τώρα τον «εφευρεθέντα» ισχυρισμό του Σιαμάκη που την εξέφρασε δίκην πρωτοτυπίας, ότι ο Παύλος υποχώρησε και αναγκάστηκε να περιτάμει τον Τίτο όπως αναγκάστηκε να παραστήσει τον τηρητή του μωσαϊκού νόμου δηλ. εξαιτίας των ψευδαδέλφων, και τον πιάσανε οι ιουδαίοι στον ναό σύμφωνα με την ιστορία των Πράξεων (21,23-27) και τις γνωστές εξ αιτίας αυτού ταλαιπωρίες του, θ’ αφήσω πάλι τον Χρυσόστομο ν’ απαντήσει στον Σιαμάκη:

Απ’ το Υπόμνημα του Χρυσοστόμου στις Πράξεις των Αποστόλων (60.321 ΟΜΙΛΙΑ μςʹ)

α΄. « … Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐδόξαζον τὸν Θεὸν, εἰπόντες αὐτῷ· Θεωρεῖς, ἀδελφὲ, πόσαι μυριάδες εἰσὶν Ἰουδαίων τῶν πεπιστευκότων· καὶ πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσι. Κατηχήθησαν δὲ περὶ σοῦ, ὅτι ἀποστασίαν διδάσκεις ἀπὸ Μωϋσέως τοὺς κατὰ τὰ ἔθνη πάντας Ἰουδαίους, λέγων μὴ περιτέμνειν αὐτοὺς τὰ τέκνα, μηδὲ τοῖς ἔθεσι περιπατεῖν (Πρξ 21,20-21). Ὅρα καὶ αὐτοὶ μεθ' ὅσης ὑποστολῆς φασιν. Οὐχ ὡς ἐπίσκοπος αὐθεντικῶς διαλέγεται, ἀλλ' αὐτὸν παραλαμβάνουσι κοινωνὸν τῆς γνώμης·Ὁρᾷς τοῦ πράγματος τὴν ἀνάγκην; … ἀλλ' ἐπείσθη αὐτοῖς, καὶ πάντα ἐποίησε· καὶ γὰρ οὕτω συνέφερεν.Πρὸς δὴ τοῦτο οὐκ ἀντιπίπτει ὁ Παῦλος, ἀλλὰ πείθεται. Ὅθεν δῆλον, ὅτι οὐ προηγουμένως ἔδει τοῦτο ποιεῖν (διὸ καὶ πείθουσιν αὐτόν), ἀλλ' ὅτι οἰκονομία τὸ πρᾶγμα καὶ συγκατάβασις ἦν. Οὐκ ἄρα ἐγκοπὴ τοῦ κηρύγματος τοῦτο ἦν, ὅπου γε καὶ αὐτοὶ ἐνομοθέτουν ἐκείνοις τὰ τοιαῦτα. … Συγκατάβασις τὸ πρᾶγμά ἐστι, μηδὲν φοβηθῇς. … Τότε παραλαβὼν, φησὶν, ὁ Παῦλος τοὺς ἄνδρας τῇ ἐχομένη ἡμέρᾳ (Πρξ 21,25). Οὐκ ἀνεβάλετο, ἀλλ' ἔργῳ δεικνὺς τὴν πειθὼ, παραλαμβάνει μεθ' ὧν ἔμελλεν ἁγνίζεσθαι. Τοιοῦτόν τί ἐστι θερμὸν ἡ οἰκονομία.»  

Μετάφραση. ««Κι αφού τον άκουσαν και δόξαζαν τον Θεό, του είπαν γνωρίζεις αδελφέ πόσες μυριάδες των Ιουδαίων υπάρχουν που πίστευσαν (στον Χριστό), και όλοι τους είναι ζηλωτές του νόμου. Και μάθανε ότι εσύ διδάσκεις αποστασία από τον μωσαϊκό νόμο σε όλους τους εξ εθνών Ιουδαίους, λέγοντάς τους να μην περιτέμνουν τα παιδιά τους, ούτε να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τα έθιμα του νόμου (Πρξ 21,20-21)». Βλέπε με πόση υποστολή μιλάει (ο Ιάκωβος που είναι επίσκοπος Ιεροσολύμων). Όχι ως επίσκοπος μιλώντας με κύρος, αλλά τον δέχεται ως μέτοχο της κοινής άποψης. … Βλέπεις την ανάγκη του πράγματος; … αλλά πείσθηκε απ’ αυτούς, κι έκανε όλα όσα του είπαν. Διότι αυτό συνέφερε. … Προς αυτό ο Παύλος δεν φέρνει αντίρρηση, αλλά πείθεται. Το οποίο δηλώνει ότι δεν είχε σκοπό να κάνει κάτι τέτοιο, (γι αυτό και τον πείθουν), αλλά δηλώνει ότι είναι οικονομίας πράγμα και συγκατάβαση. Άρα δεν ήταν αυτό εμπόδιο του κηρύγματος, στο οποίο κι εκείνοι νομοθετούσαν τα ίδια. … Συγκατάβαση είναι το πράγμα, μην ανησυχείς. … «πρέπει να κάνεις κάτι παραπάνω για να πεισθούν εκείνοι (οι Ιουδαίοι), ότι φυλάγεις τον νόμο». «Τότε παραλαβών», λέει, «ο Παύλος τους άνδρες την επομένη (Πρξ 21,25)». Δεν το ανέβαλε, αλλά με έργα δείχνει την πειθώ, παραλαμβάνοντας αυτούς με τους οποίους θα αγνιζόταν». Τέτοιο θερμό πράγμα είναι η οικονομία.» [Ο αγνισμός αφορούσε τήρηση μιας ευχής με συγκεκριμένη θυσία ζώου, νηστεία και ξύρισμα της κεφαλής, κατά τα διατεταγμένα του μωσαϊκού νόμου]

γʹ. «… Οὐδὲν ἡμᾶς βλάπτουσιν οἱ ἐπιθέται· μᾶλλον δὲ καὶ ποιοῦσι βελτίους, ἄν τις θέλῃ προσέχειν τὸν νοῦν.  … Θεῷ ζῶμεν, οὐκ ἀνθρώποις· ἐν οὐρανῷ πολιτευόμεθα, οὐκ ἐπὶ τῆς γῆς· ἐκεῖ τὰ βραβεῖα καὶ τὰ ἔπαθλα κεῖται τῶν ἡμετέρων πόνων· ἐκεῖθεν προσδοκῶμεν τοὺς ἐπαίνους, ἐκεῖθεν τοὺς στεφάνους. Μέχρι τοσούτου φροντίζωμεν τῶν ἀνθρώπων, μέχρι τοῦ μὴ διδόναι καὶ παρέχειν αὐτοῖς λαβήν. Ἂν δὲ ἡμῶν μὴ παρεχόντων ἐκεῖνοι θέλωσιν ἁπλῶς καὶ εἰκῇ κατηγορεῖν, γελῶμεν, μὴ δακρύωμεν. Σὺ προνόει καλὰ ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἀνθρώπων· ἂν σοῦ προνοοῦντος καλὰ ἐκεῖνος σκώπτῃ, μηκέτι φρόντιζε. Ἔχεις τὰ ὑποδείγματα ἐν ταῖς Γραφαῖς. …»

Μετάφραση. « … Καθόλου δεν μας βλάπτουν οι επιτιθέμενοι. Μάλλον μας κάνουν καλύτερους, αν κάποιος θέλει να έχει τον νου του. … Για τον Θεό ζούμε, όχι για τους ανθρώπους. Στον ουρανό είμαστε πολίτες, όχι πάνω στην γη. Εκεί βρίσκονται τα βραβεία και τα έπαθλα των πόνων μας. Εκεί προσμένουμε τους επαίνους, εκεί τους στεφάνους της νίκης. Μέχρι τόσο φροντίζουμε για τους ανθρώπους, μέχρι να μην τους δίνουμε λαβή. Αν λοιπόν παρόλο που εμείς δεν τους παρέχουμε λαβή, εκείνοι θέλουν απλώς και ακαίρως να κατηγορούν, ας γελάμε, να μην δακρύζουμε. Εσύ να προνοείς καλά ενώπιον του Κυρίου και των ανθρώπων. Αν ενώ εσύ προνοείς καλά, εκείνος (που σκανδαλίζεται) περιγελάει, μην ξαναφροντίσεις γι αυτόν (για ν’ αποφύγεις το σκάνδαλο). Έχεις τα παραδείγματα απ’ τις Γραφές. …»  

Συνοψίζοντας την πολλή ωραία ανάλυση του Χρυσοστόμου βγαίνουν τα εξής συμπεράσματα πάνω στην δυσκολοερμήνευτη αυτή περικοπή των Πράξεων που εύλογα εγείρει το ερώτημα:

Γιατί ο Παύλος δέχθηκε να τηρήσει τυπικά και σαρκικά πράγματα του νόμου (Πράξεις των Αποστόλων) ενώ τα καταδικάζει ως παραπλανητικά στοιχεία που δεν σώζουν στην προς Γαλάτας επιστολή του;   

1)      Αυτοί που έπεισαν τον Παύλο να τα τηρήσει, δεν ήταν ψευδάδελφοι όπως αυτοί που χαρακτηρίζονται ως κατάσκοποι της ελευθερίας (απ’ τον Παύλο) και πολέμιοι της πίστεως (απ’ τον Χρυσόστομο) στην Επιστολή προς Γαλάτας, αλλά εδώ είναι ο Ιάκωβος ο αδελφός του Κυρίου και οι άλλοι πρεσβύτεροι που δοξάζουν τον Θεό για τις επιτυχίες του Παύλου στα έθνη (Πρξ 21,18-20). Επομένως αυτοί δεν είχαν καμιά σχέση με τους ψευδαδέλφους. Ούτε φαίνονται πουθενά οι ψευδάδελφοι στην συζήτηση αυτή μεταξύ των Ιεροσολυμιτών αδερφών και του Παύλου.

2)      Αυτοί που έπιασαν τον Παύλο ως εχθρό του ιερού τόπου και του λαού ήταν οι «από της Ασίας Ιουδαίοι» (Πρξ 21,27), και ήταν Ιουδαίοι της παλιάς πίστης και όχι ψευδάδελφοι της νέας πίστης.

3)      Ο Παύλος δέχθηκε να τηρήσει το τυπικό του νόμου για λόγους θερμής οικονομίας και μακροπρόθεσμου κέρδους στις ψυχές των εξ Ιουδαίων χριστιανών που δεν αρνούνταν εύκολα τις παλιές συνήθειες. Το έκανε λοιπόν για να μην σκανδαλιστούν, πράγμα που επικροτεί ο Χρυσόστομος.

4)      Η απόπειρα λυντσαρίσματος του Παύλου απ’ τους Ιουδαίους και η σύλληψή του απ’ τους ρωμαίους στρατιώτες δεν οφείλεται στην οικονομία που έδειξε ο Παύλος (και που δεν φανταζόταν τί ακριβώς θα συνέβαινε), αλλά στην κακία των Ιουδαίων που ήξεραν ότι ο Παύλος έγινε χριστιανός και κηρύττει το ευαγγέλιο. Ενώ ο Παύλος τήρησε άψογη και γεμάτη αγάπη στάση ώστε να μην σκανδαλισθεί κανείς απ’ τους χριστιανούς ιουδαίους, και μ’ αυτόν τον τρόπο κατέστησε τους άλλους ιουδαίους έκθετους και αναπολόγητους ενώπιον των χριστιανών ιουδαίων και του Θεού.

Εδώ θα προσθέσουμε μόνο ένα τελευταίο συμπέρασμα:

5)      Όλο αυτό που έγινε με το επακόλουθο της σύλληψης του Παύλου, και μετά με τις ταλαιπωρίες που υπέστη (περιγράφονται στα υπόλοιπα 8 κεφάλαια των Πράξεων), δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν σχέδιο του Θεού – όπως το είχε προαναγγείλει (Πρξ 23,11) –, αφενός για να δείξει τις αρετές του αποστόλου και δούλου Του Παύλου, ώστε να τον έχουμε υπόδειγμα στις δικές μας δυσκολίες, και αφετέρου να τον φέρει στην Ρώμη όπου θα διαδώσει κι εκεί το κήρυγμα του ευαγγελίου ξεκινώντας το ως φυλακισμένος, αφού «η δύναμη του Κυρίου εν ασθενεία τελειούται (Β΄ Κο 12,9)». Και αυτό το κήρυγμα του Παύλου στην Ρώμη περιγράφεται στον τελευταίο στίχο των Πράξεων δηλώνοντας έτσι τον απώτερο στόχο του παραπάνω θεϊκού σχεδίου, και κλείνοντας ελπιδοφόρα το θεόπνευστο αυτό βιβλίο:

      «Ἔμεινε δὲ ὁ Παῦλος διετίαν ὅλην ἐν ἰδίῳ μισθώματι καὶ ἀπεδέχετο πάντας τοὺς εἰσπορευομένους πρὸς αὐτόν, κηρύσσων τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκων τὰ περὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάσης παρρησίας ἀκωλύτως.», Πρξ 28,30-31.

  Συμπέρασμα

Είναι φανερό ότι ο Σιαμάκης δεν μπορεί να ξεχωρίσει πότε ένας άνθρωπος του Θεού πρέπει να κάνει συγκατάβαση και οικονομία και πότε όχι, διότι δεν έχει καταλάβει τον απόστολο Παύλο που μιλάει πολλές φορές στις Επιστολές του για την αποφυγή σκανδάλων και την αντίστοιχη μέριμνα προς τους ασθενείς αδερφούς, και ποτέ δεν διδάσκει την υποχώρηση στους υποκριτές ψευδαδέλφουςΟ Σιαμάκης δεν κατάλαβε ποτέ του την Καινή Διαθήκη που υπαγορεύει την αγάπη προς όλους κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και την προσοχή από τους πλάνους και αντίχριστους που χρειάζονται έλεγχο και στιγματισμό. Είναι εντελώς ξένος προς τα νοήματά τηςΔιότι είναι ο ίδιος πλάνος και αντίχριστος!

Ο ψευδάδελφος Κωνσταντίνος Σιαμάκης διαστρέφει – όπως κι εκείνοι οι ψευδάδελφοι διέστρεφαν το ευαγγέλιο – τα λόγια του Χρυσοστόμου και του αποστόλου Παύλου, για να τραβήξει στην αντίχριστη πλάνη του, αυτήν της σκληρότητας και κακίας, τους μαθητές του και όσους τον πιστεύουν. Αλλά λογαριάζει χωρίς τον «ξενοδόχο» Κύριο που μας έχει βοηθήσει να «δούμε» πλέον τα ψέματα του Σιαμάκη και τις διαβολικές μεθοδείες του.

Ενημερώνουμε λοιπόν τον Σιαμάκη:

Κάνουμε συγκατάβαση και υποχώρηση στους ασθενείς αδερφούς μας προσπαθώντας να μην τους σκανδαλίσουμε, με το να υπομένουμε τις πικρές τους ενέργειες προς εμάς που τις αισθανόμαστε σαν μαχαιριές. Αυτή είναι η στάση αγάπης μας προς αυτούς.

Σ’ εσένα όμως Σιαμάκη δεν κάνουμε καμιά υποχώρηση. Απεναντίας, κάνουμε μόνο πόλεμο! Όπως έκανε η εκκλησία επί αιώνες πολεμώντας και αφορίζοντας τους αιρετικούς, χωρίς καμιά ανοχή. Κι όπως αντιμετώπισε ο Παύλος τους ιουδαΐζοντες ψευδαδέλφους. Κι αυτό ως μέσο παιδαγωγίας, από αγάπη, μπας και οι αιρετικοί κάποτε συνέλθουν.